του Roberto Gavaldón
της Ελίζας Σικαλοπούλου
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
– Σύντομον, Νίκος Καρούζος
Να έχεις μια ενδιαφέρουσα ζωή.
– Κινέζικη κατάρα
Ποιος παίζει ποιον; Ποιος συμμαχεί με το φόβο του; Και ποιος τον νικά, όταν ο ίδιος τον δημιουργεί, με ένα σώμα που είναι θραύσμα χρόνου που κάποτε θα περάσει σαν αεράκι και θα φυσήξει το τελευταίο κερί; Στο Μεξικό του 18ου αιώνα, οκτώ χιλιάδες έτη αζτέκικης παράδοσης, που προτείνει τη συμφιλίωση με το θάνατο και τη στωικότητα απέναντι στη ζωή ώστε να εξαλειφθεί ο φόβος του τέλους, αναμειγνύονται με τις επιρροές του Καθολικισμού των Ισπανών και η ετήσια “Γιορτή των Νεκρών” φωτίζεται με κεριά αφιερωμένα με σεβασμό τόσο στους νεκρούς οικείους όσο και στους τοπικούς αγίους. Το “Macario” του Roberto Gavaldón, βασισμένο στο διήγημα του B. Traven “Ο τρίτος επισκέπτης”, ανοίγει με ένα πανόραμα της φημισμένης “día de muertos” και τον πρωταγωνιστή Macario και την την οικογένειά του να πλανώνται στους δρόμους της μικρής πόλης θαυμάζοντας τα γλυκά, τις ζαχαρωμένες νεκροκεφαλές και τα πολύχρωμα λουλούδια που στολίζουν τους επιταφίους. Εκεί όπου η ιερότητα και η εκκοσμίκευση επιβιώνουν μαζί όπως όλα, ως ζωντανή αντίφαση, η αντίστιξη της πλούσιας προσφοράς προς τους νεκρούς και της απόλυτης εξαθλίωσης των ζωντανών προβληματίζει τον ήρωα, προδίδοντας ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την κοινωνική σύνθεση και τις δεισιδαιμονίες της μεξικανικής υπαίθρου.
Ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση του ξυλοκόπου Macario και της οικογένειάς του τον οδηγεί σε ταραγμένα όνειρα με μαριονέτες από μικρούς σκελετούς-παιχνίδια που ο ίδιος κινεί σπασμωδικά με ξύλινους σταυρούς και αόρατα νήματα. Ο εφιάλτης αποδίδεται γεμάτος κίνηση, με διπλοτυπίες και ποικιλία σε διαγωνίους που εντείνουν την αίσθηση μιας βαθιάς ενόρμησης. Όταν ξυπνά, ο Macario ξεκινά απεργία πείνας και η αυτοθυσιαστική, συμπονετική γυναίκα του (Pina Pellicer) κλέβει μία γαλοπούλα από την πλούσια εργοδότριά της και τη δωρίζει στον άντρα της για το μοναχικό του γεύμα. Ο ήρωας βγαίνει στο δάσος σαν κυνηγημένος, με το φαγητό του αγκαλιά και αναζητά μια γωνιά στο μεγάλο δάσος που γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή για να κρυφτεί από όλο τον κόσμο.
Την πορεία του Macario μέσα στο δάσος παρακολουθεί η κάμερα του χαρισματικού Gabriel Figueroa, ο οποίος, επηρεασμένος από το “Βίβα Μέξικο” του Αϊζενστάιν επιδίωξε να δημιουργήσει “una imágen mexicana” (μια μεξικάνικη εικόνα). Συνεπής προς το όραμά του, ο Figueroa τρυπώνει μέσα στα φυλλώματα, επιτρέποντας στον ήλιο να φορμάρει το φως του σε δέσμες, σε δίπλες και double exposure, όσο, παράλληλα, ο απέραντος μεξικάνικος ουρανός γεμάτος άσπρα σύννεφα σα βαμβάκι καδράρεται από χαμηλές γωνίες σε βάθος πεδίου. Ίχνη μαγικού ρεαλισμού παρεισφρέουν μέσα στην καλοκαιρινή σιγαλιά: ο Macario συναντά με τη σειρά τρεις μυστηριώδεις άνδρες σύμβολα του Πειρασμού (ντυμένος με charro* και σπιρούνια σαν vaquero*), του Θεού (ντυμένος ποιμένας στα λευκά) και του Θανάτου (ντυμένος σα ζητιάνος με μεξικάνικο πόντσο) αντίστοιχα, που του κάνουν δελεαστικές προτάσεις.
Ενώ στην 7η σφραγίδα του Bergman, Θάνατος και άνθρωπος είναι αντίπαλοι σε μια παρτίδα σκακιού, στο φιλμ του Galvadón γίνονται σύμμαχοι και ο Θάνατος, αστεία και γερασμένη φιγούρα στο θέατρο του κόσμου μας, δωρίζει μια γνώση στο Macario με αντάλλαγμα το μισό απ’ το φαγητό του, δηλαδή την ικανότητα να θεραπεύει ανθρώπους την επιθανάτια στιγμή, όσο ο θάνατος βρίσκεται στα πόδια του κρεβατιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο μύθος σκιαγραφεί το όριό του: Ο Macario είναι μονάχα ο βοηθός μιας ανώτερης νομοτέλειας και γι’ αυτόν που χαροπαλεύει, η θεραπεία και ο χαμός είναι συνθετικές δυνάμεις μιας παραμονής ή μιας εξόδου από τη ζωή.
Με ένα χαρούμενο τραγούδι των Mariachi*, η αφήγηση επιταχύνει, από τη μια εγγράφοντας την επιτυχία του Macario ως θεραπευτή που γίνεται συνεργάτης και φίλος του θανάτου κι αρχίζει να πλουτίζει και, από την άλλη, αντιπαραθέτοντας τη ζήλεια των ανταγωνιστών του, του γιατρού και του νεκροθάφτη που θα προσπαθήσουν στη συνέχεια να διαταράξουν την ευτυχία του στέλνοντάς τον στην Ιερά Εξέταση. Ο ήρωας θα συνεχίσει να δοκιμάζεται για το χάρισμά του και ο Θάνατος, εμφανιζόμενος με jumpcut και παιχνιδιάρικες διπλοτυπίες θα τον βοηθά να γλιτώνει μέχρι τη σκηνή στην έπαυλη, όπου ο ήρωας έρχεται σε επαφή με το αναπόφευκτο του τέλους και τη σκυτάλη παίρνουν η υπαρξιακή αγωνία, η προδοσία της παράξενης φιλίας και η κραυγή της ανεξαρτησίας του ανθρώπου που θέλει ο ίδιος να αποφασίσει για τη συνέχεια του μυστηρίου της ζωής του ακόμη κι αν αυτό μένει παντοτινά ανεξερεύνητο. Με γρήγορες κινήσεις, ο Macario επιχειρεί ξανά και ξανά μια περιστροφή του κρεβατιού του τελευταίου του ασθενή, για να αναγκάσει το θάνατο να βρεθεί στα πόδια του κρεβατιού, γνωρίζοντας με πίκρα ότι ο τελευταίος θα αλλάζει διαρκώς θέση μαζί του, σαν καθρέφτης, σαν αιώνια σταθερά. Ίσως εδώ να εισάγεται, τελικά, και η αντίληψη ότι ο θάνατος είναι μια αυτοπάθεια και όχι μια διαχωρισμένη από την ύπαρξή μας αφαιρετική έννοια, ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ένα φύλλο θανάτου που αν το σκίσει, δεν υπάρχει ο ίδιος.
Ο Macario, τρομοκρατημένος, αναζητά διαφυγή τρέχοντας προς το δάσος, που είναι υπέροχα φωτογραφημένο γεμάτο κοντράστ που θυμίζουν πρώιμο Ρενουάρ. Όσο προσπαθεί να υπεκφύγει τόσο πιο κοντά βρίσκεται προς το τέλος του: στο σπήλαιο Cacahamilpa, καδραρισμένο σε γενικό με ευρυγώνιους φακούς, τον περιμένει ο Θάνατος που του αποκαλύπτει σαν τελευταίο δώρο το φωταγωγημένο τόπο της εύθραυστής μας συνύπαρξης, ένα δωμάτιο με άπειρα κεριά λιωμένα από το χρόνο, με διαφορετικά μεγέθη, με φλόγες αδύναμες και έντονες, ως αλληγορία των ανθρώπινων ψυχών που μοιάζουν σαν “πεταλούδες από την αιωνιότητα”. Μάταια ο ήρωας προσπαθεί να σώσει το δικό του κερί, το απροστάτευτο στον αέρα των κοσμικών νόμων. Πίσω στο δάσος, το σώμα του θα εγείρει την τρυφερή νεκρολογία των δικών του ανθρώπων, γεμάτη περηφάνια και εγκαρτέρηση, ένα στωικό, μεξικάνικο σχόλιο για τη ζωή που συνεχίζει και θα εστιάσει εκ νέου στο νέο αίμα, τα παιδιά του. Ωστόσο, η γαλοπούλα του έμεινε ανέγγιχτη… Ήταν όλα ένα όνειρο; Ή ένα ταξίδι για να κατανοήσει ότι όλα έχουν το τέλος και τη θέση τους;