(Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι)
της Dominga Sotomayor
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1990 στη Χιλή, μια μικρή ομάδα οικογενειών ζει σε μια απομονωμένη κοινότητα ακριβώς κάτω από τις Άνδεις, χτίζοντας έναν καινούργιο κόσμο μακριά από τις υπερβολές της αστικής ζωής, εκμεταλλευόμενοι την ελευθερία που ανέτειλε μετά το πρόσφατο τέλος της δικτατορίας.
Σε αυτή την εποχή της αλλαγής και της κρίσης, η δεκαεξάχρονη Σοφία και ο συνομήλικός της Λούκας, μαζί με τη δεκάχρονη Κλάρα, γείτονες σε αυτό το άγριο τοπίο, αγωνίζονται για να τα βγάλουν πέρα με τους γονείς τους, αντιμετωπίζουν τα πρώτα καρδιοχτύπια και τους φόβους τους, καθώς όλοι προετοιμάζονται για το μεγάλο πάρτι την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μπορεί να ζουν μακριά από τους κινδύνους της πόλης, αλλά δεν ζουν μακριά από εκείνους της φύσης.
Μια μύχια, αισθαντική περιπλάνηση στα τοπία της μνήμης, όπου κάθε τείχος ή φυσικό σύνορο έχει γκρεμιστεί, γίνεται συλλογικό πορτρέτο μιας γενιάς που έμαθε να ζει με τη μελαγχολία των προσωπικών και πολιτικών ψευδαισθήσεων.
Ο A.O. Scott γράφει στην εφημερίδα New York Times για την ταινία : "Η ταινία είναι πάνω απ' όλα ένα επίτευγμα όσον αφορά τη διάθεση που επιβάλλει και τον υπαινιγμό που κρύβει. Η Sotomayor έχει έναν τρόπο να δομεί σκηνές και να συνθέτει εικόνες που κάνουν τα πάντα απολύτως σαφή αλλά όχι προφανή. Τα κίνητρα και οι πράξεις είναι μυστηριώδεις και οι σχέσεις διφορούμενες, όχι επειδή θέλει να δημιουργήσει ένα μυστήριο για κάποιον ή κάτι, αλλά επειδή είναι ρεαλίστρια. Στο τέλος της ταινίας, έχεις γνωρίσεις σε βάθος τον κόσμο της, χωρίς απαραίτητα να τον καταλαβαίνεις καλύτερα από τους ανθρώπους που παρακολουθείς."
Το σημείωμα της σκηνοθέτιδος
Η ταινία ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΝΕΟΙ είναι μια ταινία που αφορά την ενηλικίωση σε μια περίοδο μαζικών αλλαγών, και για εμένα προσωπικά έχει να κάνει με τη νοσταλγία και την απομυθοποίηση εκείνης της περιόδου. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης τόσο των νέων ανθρώπων όσο και της κοινωνίας της Χιλής, μιας χώρας που υπέφερε ακόμα παρά το τέλος της δικτατορίας.
Ήθελα να εξερευνήσω την ανήσυχη σχέση που υπάρχει μεταξύ των γενεών και των κοινωνικών τάξεων. Να σκιαγραφήσω τη σοφία των παιδιών και την ανοησία των ενηλίκων, τη περίεργη μελαγχολία της ενηλικίωσης. Μέσω αυτής της ταινίας εξερευνώ έναν ανοιχτό και ελεύθερο τόπο, κοντά στη φύση αυτής της κοινότητας που είναι δίπλα στα βουνά, μακριά από σύνορα και ορισμούς.
(δ.τ.)