(Lectiο Doctoralis)
των Paolo & Vittorio Taviani
Όταν από ένα Πανεπιστήμιο –το δικό σας- έφτασε η συγκεκριμένη πρόσκληση που μας τιμά και μας γεμίζει χαρά, δεν είχαμε αμφιβολίες: η δική μας Lectio Magistralis δεν επρόκειτο να είναι ούτε lectio ούτε magistralis, αλλά μια μαρτυρία απευθείας μέσα από το εργαστήρι μας, με ό,τι πιο προσωπικό μπορούμε να σας προσφέρουμε. Κι αυτό γιατί –το ομολογούμε- μια τέτοια πρόσκληση ήταν κάτι που περιμέναμε: κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι του παρελθόντος, αισθανόμασταν ανέκαθεν εγγύτερα στον ελληνικό πολιτισμό παρά στο ρωμαϊκό.
Συγκεκριμένα, δύο ταινίες μας έχουν πραγματοποιηθεί υπακούοντας στο πνεύμα του «εκ του σύνεγγυς στην ελληνική γη»: Το “Κάτω από τον αστερισμό του σκορπιού” και “Η νύχτα του Σαν Λορέντσο”. Μαζί σας θα προσπαθήσουμε να ξαναβρούμε το βαθύ νόημα αυτής της αδελφοσύνης και σας υποσχόμαστε πως θα είμαστε όσο το δυνατόν πιο συνοπτικοί.
Εμπιστευόμαστε την αρχή σε μια τρίτη «ελληνική» μας ταινία, το “Χάος”.
Ένα κοράκι πετάει στο γαλάζιο ουρανό της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia). Σ’ αυτό το μαύρο πουλί οι Έλληνες απέδιδαν μια μακροζωία εννιά φορές μεγαλύτερη από εκείνη του ανθρώπου. Πρόκειται για την πρώτη εικόνα από το “Χάος”, τη σικελική μας ταινία. Το κοράκι πετάει πάνω από τον ελληνικό ναό της Ομόνοιας και χαράσσει μεγάλους κύκλους γύρω από τον Ναό της Έγεστας, ψηλά στο βουνό. Το έπος και η τραγωδία αποτελούν κάτι φυσικό για τη Σικελία. Μας συγκίνησε η ανακάλυψη πως ο Αισχύλος είχε έρθει από την Ελλάδα, για να πεθάνει στη Γέλα.
Όμως ο έρωτας της νιότης μας ήταν οι “Βάκχες”. Οι έφηβοι διψούν να ανακαλύψουν ποιοι είναι, ποιοι δύνανται να είναι.
Το Λύκειο δεν έδινε απαντήσεις, πράγμα που συχνά αποτέλεσε για μάς αιτία δυσθυμίας και εναντίωσης∙ όμως ακριβώς εκεί, στο Λύκειο, ανακαλύψαμε και μεταφράσαμε την τραγωδία του Ευριπίδη. Ήταν σα να μας χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Μας γοήτευσε εκείνη η μυστηριώδης και άτεγκτη τραγωδία που ήταν ανοιχτή στις πιο αντιφατικές ερμηνείες. Από αυτές επιλέξαμε μία: την επαναστατική. Στο σπίτι τα μέλη της οικογένειάς μας, μεταξύ έκπληξης και τρόμου, έστηναν αυτί στις κραυγές που έβγαιναν από το δωμάτιό μας. Ήταν τα λόγια του Άδμητου, του Διόνυσου, η κραυγή της Αγαύης που αναγνωρίζει το κεφάλι του γιου της που είχε βρει το θάνατο εξαιτίας της βακχικής της μανίας.
Όπως συμβαίνει με τις ιστορίες αγάπης, εκείνος ο πρώτος έρωτας έπεσε στη λήθη, εξαιτίας ενός καινούργιου αποκλειστικού έρωτα: του κινηματογράφου.
Πετάμε με το κοράκι μας και προσγειωνόμαστε στη δεκαετία του 1960. Μέρες ταραγμένες, μια πολύ έντονη περίοδος, αναρχική, μια παθιασμένη εμπειρία. Ήταν μια επιθετική συμπεριφορά προς τον κόσμο ολάκερο, από τον οποίο προερχόμασταν, προς ένα κομμάτι από μας τους ίδιους, ακόμη και για να το ξεπεράσουμε. Μια «μεγάλη ψευδαίσθηση» –για να χρησιμοποιήσουμε κινηματογραφικούς όρους- μια κίνηση που μέσα της εμπεριείχε τα στοιχεία του τέλους της: μια ανέλπιδα και ουτοπική επιθυμία.
Εμείς που κάναμε σινεμά αισθανόμασταν την παρόρμηση να επανεφεύρουμε τα πάντα. Λέγαμε, μνημονεύοντας μια ταινία του Ροσελίνι, “Γερμανία έτος μηδέν”, «κινηματογράφος έτος μηδέν». Ξεκινάμε από την αρχή: επανάσταση στα περιεχόμενα, επανάσταση και στη γλώσσα. Σε αντίθεση με τη Νουβέλ Βάγκ που υπήρξε ένα κίνημα των σκηνοθετών, στην Ιταλία, εμείς της νέας γενιάς χαράζαμε ο καθένας την πορεία του. Μας ένωνε μόνο η επιθυμία να επινοήσουμε ένα καινούριο σινεμά. Σ’ αυτό το θέμα, πράγματι, ήμασταν αδέρφια. Πώς, όμως, να παρουσιάσουμε εκείνες τις ανησυχίες, εκείνες τις ιλιγγιώδεις μεταμορφώσεις; Απορρίψαμε ακόμα και αγαπημένες ιδέες, που –ανανεωμένες- θα επιστρέψουν μετά από χρόνια. Μέρες ανησυχίας, αναζήτησης.
Συμβαίνει συχνά οι ποικίλες διακυμάνσεις της ζωής να εξάπτουν και να σβήνουν κάποιο πάθος: ματαιώσεις, αλλά και επιστροφές. Και από τα χρόνια της εφηβείας επέστρεψε μια αγαπημένη θύμηση: οι “Βάκχες”. Ο μύθος. Η επανάσταση, η βία. Αισθανόμασταν συνένοχοι της επιλογής του Ευριπίδη: η σύγκρουση μεταξύ λογικής και φαντασίας, η επιθυμία για το καινούργιο. Δυο θελήσεις συγκρούονται, καθεμιά με τις δικές της αιτιάσεις. Ο βασιλιάς Πενθέας, αιχμάλωτος των παλιών επιλογών. Ο Διόνυσος φορέας του νέου, ανηλεής. Οι παραφρονημένες ακόλουθοί του, η αιματηρή τους νίκη.
Σήμερα είμαστε τόσο γέροι όσο ήταν ο Ευριπίδης όταν έγραψε τις “Βάκχες” («…έτσι γέρος όπως είμαι» –μουρμουρίζει ο Κάδμος /Ευριπίδης στο τέλος της τραγωδίας) και κατανοούμε αυτή την αμφισημία. Η γοητεία έγκειται στη διπλή της αλήθεια: ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Και θαυμάζουμε το λαμπρό τέλος αυτού του μάγου ποιητή, πατέρα κάθε πιθανού θεατρικού αποτελέσματος. Που ξεπερνά τον εαυτό του.
Το 1967 το νεανικό μας ανάγνωσμα ήταν στρατευμένο, μια αμφισβήτηση –το ξέρουμε- όπως συμβαίνει πάντα κάθε φορά που εμπνεόμαστε από έναν δημιουργό του χθες και του σήμερα. Τα έργα τα τροποποιούμε, τα προσαρμόζουμε μέχρις ότου να προσαρμοστούν στη μηχανή λήψης μας.
Θα απογοητευθεί όποιος αναζητήσει στο “Σκορπιό: την απεικόνιση σκηνών από τις «Βάκχες». Ομοιότητες θα βρει μόνο στα ερεθίσματα που κινούν τα πρόσωπα.
Εν συντομία: η ιστορία του “Σκορπιού” είναι η σύγκρουση μεταξύ δύο κοινοτήτων, δύο διαφορετικών αντιλήψεων αντιμετώπισης της πραγματικότητας.
Από τη μια η συντήρηση, από την άλλη η αδημονία της αναζήτησης του καινούριου. Από τη μια υπάρχει ο Ρένο, ο αρχηγός των νησιωτών, γίγαντας με πήλινα πόδια που δε θέλει να εγκαταλείψει τον κόσμο που έχει δημιουργήσει με τα ικανά του χέρια, όμως είναι άοπλος μπροστά στους νέους που επέζησαν από το ηφαίστειο που κατέστρεψε το νησί τους που έχουν συνειδητοποιήσει ότι τίποτε δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα. Που θέλουν να ξεφύγουν από το ηφαίστειο που απειλεί το νησί του Ρένο προκειμένου να φτάσουν στην ηπειρωτική χώρα και να ιδρύσουν ένα νέο πολιτισμό. Που είναι γεμάτοι γοητεία, επικίνδυνα πλανευτές.
Οι δυο ομάδες έρχονται αντιμέτωπες, αυτή που υποκύπτει υποχρεώνεται να βρει το θάνατο. Η άλλη, έχοντας φτάσει στα όριά της από την ανάγκη, εφορμά, επιδίδεται σε άγριες, σκληρές δολοφονίες των νησιωτών: σκοτώνουν όλους τους άνδρες, ακόμη και τους αθώους, τους νέους φίλους, τους έφηβους, αρπάζουν τις γυναίκες. Αποκαλύπτουν, όπως στην ελληνική τραγωδία, την κτηνώδη πτυχή που κρύβεται σε όλους μας.
Νικούν ακόμα και αν η πραγματικότητα που φαντάστηκαν είναι πάντοτε διαφορετική από αυτό που κανείς βρίσκει, δεν έχει τίποτε το οριστικό. Είναι μια πραγματικότητα που πρέπει ολόκληρη να επινοηθεί. Η ταινία εκτυλίσσεται σ’ ένα αρχαϊκό παρελθόν. Το τοπίο, γη και ουρανός, είναι άγριο και φωτεινό. Η επιλογή ανταποκρίνεται στην ανάγκη μας για μεσογειακή κλασικότητα και εδώ επανέρχεται η έμμεση δύναμη του ελληνικού πολιτισμού. Η κλασική δομή της ταινίας μας έδωσε τη δυνατότητα να απελευθερωθούμε από τις τόσες πολλές σχετικές, ιδεολογικές αναφορές. Είναι η αρχαία ιστορία της εξέγερσης του νέου ενάντια στο παλιό. Ο μύθος: ο γιός ενάντια στον πατέρα. Δεμένη στην εποχή που διαδραματίζεται η ταινία, γεννήθηκε μέσα μας η αγάπη, η ασυνείδητη επιθυμία να δημιουργηθεί μια πολυφωνική ταινία και πήρε το σχήμα μιας ρυθμικής αφηγηματικής δομής. Εδώ θα ομολογήσουμε ένα μυστικό της δουλειάς μας – στους φοιτητές που θέλουν να κάνουν ταινίες μπορεί να φανεί χρήσιμο, ποιος ξέρει –: κατά τη διάρκεια της δημιουργίας μιας ταινίας πάντα υπάρχει η συνοδεία μιας μουσικής παρόμοιας με την ιστορία που αφηγούμαστε. Αυτή τη φορά ήταν ο Στραβίνσκι του μύθου της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”. Όχι επειδή σκεφτόμασταν να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη μουσική για την επένδυση της ταινίας, αλλά επειδή ο επίμονος βασανιστικός ρυθμός της μας βοήθησε στην κατασκευή της σκηνής.
Κάτι περίεργο: κληθήκαμε να παρουσιάσουμε την ταινία μας στις Βρυξέλλες, από τον Αντρέ Ντελβώ, σκηνοθέτη και μουσικολόγο. Μετά την προβολή πήγαμε μαζί για δείπνο. Στoν κατάλογο του εστιατορίου ο Ντελβώ έγραψε δύο γραμμές σ’ ένα πεντάγραμμο, τις οποίες μας έδειξε: «Βλέποντας την ταινία» –είπε- «βρήκα μερικά αφηγηματικά αποσπάσματα της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”, τη ρυθμική σύνθεση των σκηνών, σαν μια παρτιτούρα για εικόνες ... περίεργο, έτσι δεν είναι;». «Όχι, δεν είναι περίεργο» –απαντήσαμε- «οι δρόμοι του κινηματογράφου είναι μυστηριώδεις». Συγνώμη για την παρέκβαση, αλλά ο Ντελβώ διαισθάνθηκε μια αλήθεια: τη μουσική σύνθεση της ταινίας, τη ροπή προς την πολυφωνική γραφή.
Το κοράκι του δικού μας “Χάους” ίπταται τώρα πάνω από το θέατρο των Συρακουσών, απ’ όπου υψώνονται οι φωνές του Χορού που σχολιάζουν τη μανία των Βακχών. Ο Χορός αντηχεί στους –όπως τους ονομάσαμε- «Σκορπιονίδες». Είναι οι επιβλητικές κραυγές των ναυαγών που έχουν γνωρίσει την οργή της παράφρονος φύσης και αναπαριστούν τη ανάμνηση της οδύνης που υπέφεραν, για να φοβίσουν τους νησιώτες, να τους πείσουν ότι η ίδια καταστροφή θα συμβεί και σ’ αυτούς. Συνεπώς; Να εγκαταλείψουν τα πάντα, σπίτια και κοπάδια για να ξεφύγουν.
Οι δυο μας, γι’ αυτή τη μακρά σεκάνς, γράψαμε μία προς μία την ιστορία του κάθε χαρακτήρα. Στη συνέχεια, στο σετ, τις απαγγείλαμε στους ηθοποιούς μας, χωρίς σειρά. Στα γυρίσματα όλοι μαζί, και ήταν πολλοί, φώναξαν, μουρμούρισαν, έκλαψαν. Ένας Χορός ακατανόητος. Το κοινό όμως νιώθει περισσότερη θλίψη, καθώς οι ήχοι αυτοί το κάνουν να φαντάζεται τις ιστορίες με μεγαλύτερη οδύνη. Ήχοι που εναλλάσσονται με σιωπές που ορμούν απρόσμενα.
Η ταινία οφείλει πολλά στη συνεργασία των ηθοποιών. Δεν ήταν ένα κανονικό καστ. Αποτελούνταν από ένα είδος κοινότητας που αναζητούσε κάτι καινούριο. Τα χρήματα ήταν λίγα, ο ενθουσιασμός μεγάλος. Όλοι τους ήταν νέοι που ζούσαν κάπου ανάμεσα στις παραστάσεις, στο πανεπιστήμιο και σε ομάδες της πολιτικής πρωτοπορίας. Σχεδόν όλοι είχαν το ενδιαφέρον να πειραματιστούν, μαζί μ’ εμάς τους δύο.
Εκτός από κάποιους πολύ γνωστούς ηθοποιούς, όπως ο Βολοντέ, ο Μπρότζι, η Μποσέ, ήταν εθελοντές και κάποιοι άγνωστοι ακόμα που στη συνέχεια έγιναν οι ηθοποιοί του νέου ιταλικού κινηματογράφου. Είχαμε μιλήσει μαζί τους για τις “Βάκχες” και συγκινούμασταν όταν τους βλέπαμε, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων ή το βράδυ που συγκεντρώνονταν σ’ έναν κύκλο –ειδικά οι νέοι- για να διαβάσουν, να συζητήσουν, να παίξουν σκηνές της τραγωδίας, ντυμένοι με τα απλά τους κοστούμια, πρωτόγονα, στεγνά, γήινα, ραμμένα στο χέρι από τους ενδυματολόγους.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες και χώρισε το μέτωπο σε φίλους και σε εχθρούς. Μερικοί τη λάτρεψαν και μερικοί την αποδοκίμασαν. Καμιά ενδιάμεση αντίδραση.
Δύσκολη ταινία! Έτσι ορίστηκε από μια εύκολη κριτική. Γιατί; Επειδή ήταν μια απλή ταινία. Η απλότητα υπαινίσσεται πάντα πολλαπλότητα νοημάτων. Ο “Σκορπιός”, τόσο στοιχειώδης στη δομή, τόσο απλός στην αφηγηματική σειρά παρουσιάστηκε σαν μια σκανδαλώδης ταινία. «Λέγαμε τότε πως οι κριτικοί και το κοινό δεν είναι πλέον εξοικειωμένοι με την απλότητα. Το καθαρό όραμα, απαλλαγμένο από τα πράγματα, απελευθερώνει τον θεατή από τις τόσες επιλογές. Σεβόμαστε το κοινό στο οποίο δίδεται μια κακή ταινία και δεν ξέρει πως μπορεί να ζητήσει πολλά περισσότερα. Το κοινό είναι πιο μεγάλο απ’ όσο νομίζουν οι κριτικοί». Σήμερα αυτή ή ειλικρινής αλλά αφελής γλώσσα, μας κάνει να χαμογελάμε. Σκεφτόμασταν να μην ακολουθούμε τον θεατή, αλλά να προπορευόμαστε απ’ αυτόν. Όμως οι θεατές δεν πολυεκτίμησαν το πολυφωνικό μας δημιούργημα.
Η ταινία βγήκε στη Ρώμη σ’ έναν μεγάλο κινηματογράφο. Ανήσυχοι, το βράδυ καλέσαμε τον αιθουσάρχη: «πώς πάει;» ρωτήσαμε. Απάντησε μια φωνή αλλαγμένη: «Με το που άναψαν τα φώτα το κοινό είχε κιόλας ρημάξει τις θέσεις στις δύο πρώτες σειρές… Θα μας πληρώσετε τις ζημιές».
Οι Βάκχες, ανελέητες, είχαν επιστρέψει.
Οι κραυγές των Βακχών έχουν απομακρυνθεί. Εξαφανίζονται.
Τώρα υπάρχει σιωπή στην αρχή της δεκαετίας του ογδόντα – κι όμως πέρασαν κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια από το κόκκινο εξηνταοχτώ. Είμαστε στο τέλος του αιώνα και μας είναι δύσκολο να δεχτούμε τη σιωπή μιας κοινωνίας στάσιμης, τη δυσωδία ενός τέλματος, η οποία ανέκαθεν στη χώρα μας αλλά και στη χώρα σας, αναδίνεται από τον έρποντα φασισμό. Οι νέοι άνθρωποι –τους βλέπουμε, τους γνωρίζουμε- μοιάζουν να αιωρούνται σε μια αναμονή, χωρίς να μπορούν να της δώσουν νόημα.
Με συνοδεία αυτές τις σκέψεις –ή ποιος ξέρει για ποιό λόγο- εκείνη την άνοιξη του ογδόντα αφήσαμε τη Ρώμη και βρεθήκαμε στην πατρίδα μας, την Τοσκάνη, στο Σαν Μινιάτο∙ τώρα περιδιαβαίνουμε τους γύρω λόφους που είδαμε όταν ήμασταν παιδιά, εκείνο το πύρινο καλοκαίρι του 1944. Οι φασίστες ανατίναξαν τα σπίτια μας, σκότωσαν τους ανθρώπους μας κι εμείς σε μια μεγάλη παράταξη με επικεφαλής τον πατέρα μας, με παιδιά και ηλικιωμένους, πηγαίνουμε από λόφο σε λόφο να ψάξουμε για τους παρτιζάνους, τους Αμερικανούς, τους απελευθερωτές. Συμβαίνει και σ’ εμάς τους δύο, αυτό που ευχόμαστε σε κάθε νέο άνθρωπο που έχει τη ζωή μπροστά του: στη μικρή ανάσα ενός καλοκαιριού βλέπουμε τον κόσμο να αναποδογυρίζει μπροστά στα μάτια μας και ένα κακό που φαινόταν αιώνιο, νικημένο από ανθρώπους που αποφάσισαν να πολεμήσουν ενάντια σε άλλους ανθρώπους.
Ο ήλιος δύει, καθώς προχωράμε προς το σπίτι και έχουμε την περίεργη αίσθηση πως αυτή η περιπλάνηση στους λόφους, πιο πολύ μας ζητά να επαναβεβαιώσουμε σε βάθος την ταυτότητα μας, παρά να διεγείρει τις αναμνήσεις μας. Μας το επιβεβαιώνουν μερικές συναντήσεις με φίλους και γνωστούς που βίωσαν εδώ, σαν κι εμάς, την εμπειρία εκείνου του τραγικού και ηρωικού ’44. Και είναι ακόμη πιο παράξενο που ο καθένας μας το θυμάται και το ανακαλεί με το δικό του τρόπο, με εικόνες και ήχους διαφορετικούς, με προσθήκες ή παραλείψεις, νοσταλγικά ή με μανία, αλλά για να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: αν είμαστε ενωμένοι, όλα αυτά που μοιάζουν χαμένα, μπορούν να σωθούν.
Επιστρέφουμε στη Ρώμη με μια βεβαιότητα: τώρα, κόντρα στη θολή δεκαετία του ογδόντα, είναι η στιγμή να κάνουμε την ταινία πάνω στο καλοκαίρι του θανάτου και της απελευθέρωσής μας, την οποία εδώ και χρόνια σκεφτόμαστε και συνεχώς αναβάλλαμε.
Χρειαζόμασταν ο χρόνος να καλύψει την απαραίτητη απόσταση. Τότε –ο πόλεμος είχε μόλις τελειώσει- η κραυγή μιας πραγματικότητας που ήθελε κάποιον να την αφηγηθεί, περισυλλέχθηκε από ανθρώπους όπως ο Ροσελίνι, που ήξεραν να το μεταδώσουν στον κόσμο, μέσω της πιο άμεσης γλώσσας τους, του κινηματογράφου. Αυτός ήταν ο νεορεαλισμός και εμείς οι δύο γεννηθήκαμε από εκεί.
Αλλά με την πάροδο των δεκαετιών το έπος μπερδεύεται με το παραμύθι, ο θρύλος με το επικό ποίημα, η οικογενειακή ανάμνηση με το μύθο.
Είναι αυτός ο νέος ρυθμός που θα έχει “Η Νύχτα του Σαν Λορέντσο”, η ταινία που αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Τον εμπιστευτήκαμε στα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που πηγαίνει μαζί με άλλους να αναζητήσει ελευθερωτές: κι εμείς σαν παιδιά αλλάξαμε φύλο και ηλικία και πάμε μαζί του. Και μέσα από τα αθώα και αετίσια μάτια του περνά μια πραγματικότητα που κόβει την αναπνοή, αλλά ξαφνικά ζωντανεύει από χρώματα της φαντασίας και της έμπνευσης. Την τροφοδοτεί η φωνή του Ολίντο, παππού από τη μεριά της μητέρας, που –όπως ο Ευγένιος, ο δικός μας παππούς από τη μεριά της μητέρας- τα καλοκαιρινά απογεύματα, στ’ αλώνια του χωριού, ερμηνεύει με τη σειρά τους ήρωες από το “Μαινόμενο Ορλάντο”, την “Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ”, τη “Θεία Κωμωδία”.
Από την “Ιλιάδα”: Να, από τη γη της Τοσκάνης στην ελληνική γη ακόμα μια εκ του σύνεγγυς συνάντηση. Ο Έκτορας είναι ο ήρωας του γέροντα και της μικρής. Η “Ιλιάδα” είναι ένα βιβλίο που έχουμε πάντα στο κομοδίνο μας (μαζί με το “Πόλεμος και Ειρήνη” που ο Τολστόι δε διστάζει να αποκαλεί «Η δική μου “Ιλιάδα”»).
Μας συγκινούσε πάντα η σκέψη πως ο Όμηρος, ή οι Όμηροι, έδωσαν γραπτή μορφή στην προφορική παράδοση που υμνούσε τους ήρωες. Σε καιρούς που δεν ήταν πια ηρωικοί: η εισβολή των Δωριέων τους είχε ακυρώσει –συγχωρήστε τις ιστορικές μας προσεγγίσεις- και τώρα αυτή η μνήμη ξαναζωντάνευε, όχι από νοσταλγία αλλά από περηφάνια.
Εμείς οι δύο είμαστε σήμερα εδώ, ανάμεσά σας, και επειδή αντιλαμβανόμασταν στο είναι μας αυτό το είδος αδελφότητας. Ίσως ο όρος δεν είναι ακριβής. Ίσως πρόκειται απλούστερα για την επιβεβαίωση της κληρονομιάς που κάθε φορά, μέσα από το χρόνο μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη, από τον ένα λαό στον άλλο. Που δεν θα πρέπει να συσσωρευτεί αλλά να γίνει ένα έδαφος απ’ όπου θα αναδυθούν άλλα πεπρωμένα , άλλα πρόσωπα, άλλοι ορίζοντες.
Άλλα τοπία: το πρώτο που συναντήσαμε είναι ένα μεγάλο χωράφι με στάχυα που, στην Τοσκάνη μας, κυματίζει ανάμεσα σε λιβάδι και λόφο, και που αμέσως ανακαλεί ένα άλλο μεγάλο χωράφι, μια πράσινη έκταση, που διασχίζεται από τον Σκάμανδρο ποταμό, μπροστά από τα τείχη της Τροίας. Εδώ κι εκεί άνθρωποι μάχονται με ύψιστη αγριότητα,γιατί όπως λέει ο δικός σας –θα θέλαμε να πούμε ο δικός μας- Θουκυδίδης δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος από αυτόν που μαίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους που γνωρίζονται. «Μου πήρες τη ζωή, γιατί θέλεις να μου παραμορφώσεις το πρόσωπο;» ο μελλοθάνατος και ο εκτελεστής γνωρίζονται, κοιτιούνται, κάποτε ήταν φίλοι. Για μια στιγμή ο οίκτος μοιάζει να σταματά το χρόνο. Μια στιγμή. Ίσως εμείς οι δύο θυμόμαστε εκείνα τα δύο πρόσωπα, ίσως τα συναντούσαμε στους δρόμους του χωριού μας, και έτσι τους ανακαλέσαμε, και όμως ο ήχος των λέξεών τους φτάνει σ’ εμάς από τους ομηρικούς στίχους.
Όλα ίδια, όλα διαφορετικά. Ενώ το σενάριο σταδιακά ζωντάνευε, και έπειτα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, επιστρέψαμε πολλές φορές ανάμεσα στους ανθρώπους του τόπου μας. Κάποιος απ’ αυτούς –μαζί με τους ηθοποιούς μας, αγαπημένοι συνένοχοι στην περιπέτεια- δάνεισε το πρόσωπό του, τελειοποίησε στην καθομιλουμένη του Δάντη ορισμένους διαλόγους μας. Γελούσε μια χωριατοπούλα ενώ μας διηγιόταν για τον παλιό αφέντη της οικογένειας, που εκείνο το πύρινο καλοκαίρι τριγυρνούσε στα χωράφια με το δίκρανο, σαν να επρόκειτο να συναντήσει κάποια «κατσαρίδα». Εκείνος τους φασίστες έτσι τους αποκαλούσε.
Είναι ένα δίκρανο που το μικρό κορίτσι μας βλέπει στα χέρια του Ολίντο. Ο γέροντας ετοιμάζεται να το πετάξει στο φασίστα, που με το μυδραλιοβόλο του, ρίχνεται στο Μπρούνο, τον παρτιζάνο. Με όλη του τη δύναμη ο Ολίντο το πετά για να τον σταματήσει. Αλλά πρόκειται για δύναμη ηλικιωμένου και το δίκρανο καρφώνεται σ’ ένα δεμάτι στάχυ. «Αλλά το κοντάρι έκανε λάθος» –διηγείται ο Όμηρος- «και χτύπησε την ψηλή όχθη του ποταμού». Ο γέροντας απεγνωσμένα προσπαθεί να τραβήξει το δίκρανο από τα στάχυα. «Τρεις φορές ο ήρωας ταρακούνησε το κοντάρι για να το βγάλει». Δαγκώνει τα χείλη του και κλαίει ο γέροντας στην μάταιη προσπάθεια. «Τρεις φορές ο Αστεροπαίος χρειάστηκε να συγκρατηθεί».
Υπό το βλέμμα της μικρής μια ριπή του μυδραλιοβόλου ρίχνει τογέροντα στο έδαφος. Αλλά το μικρό κορίτσι δεν μπορεί να δεχθεί αυτό που βλέπει και επομένως βγαίνουν έξω από τα στάχυα για να απονείμουν δικαιοσύνη, οι ήρωες που ο γέροντας ύμνησε. Έχουν ασπίδες και κράνη χρυσά, οι λόγχες από τα μακριά τους κοντάρια τρυπούν το μαυροντυμένο στήθος του φασίστα με το μεγάλο μυδραλιοβόλο. Το τείχος του χρόνου έσπασε, το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν σε μια και μοναδική αναπαράσταση που η γλώσσα του κινηματογράφου καθιστά δυνατή και αποδεκτή.
Συμβαίνει συχνά στις ταινίες μας, η αφήγηση, ξεκινώντας από ένα δυνατό γεγονός της πραγματικότητας, να πηγαίνει παραπέρα, να ψάχνει χώρους διαφορετικούς, εξωπραγματικούς, να ανοίγεται σε νέα «Επιφάνια». Μ’ αυτή τη διάθεση όταν ανοίξαμε ξανά τις σελίδες της “Ιλιάδας”, ακόμη μια φορά μας κατέλαβε εξαπήνης, μας έκανε να σκιρτήσουμε και να συγκινηθούμε η οργισμένη και πικρή φωνή όχι ενός ανθρώπου αλλά του ποταμού, του Σκάμανδρου, που διασχίζει την πεδιάδα μπροστά από την Τροία. Το ποτάμι επαναστατεί με μανία και πόνο, δεν θα δεχθεί άλλο να υποδεχτεί στο στήθος του τα πτώματα των νέων, ηρώων και μη, των οποίων τα μάτια άλλοι άνθρωποι σκέπασαν με σκοτάδι˙ τα γαλανά και διάφανα νερά του αρνούνται να κοκκινίσουν από το αίμα τους…
Στη μέση του δικού μας μεγάλου πεδίου μάχης, στην καρδιά της Τοσκάνης, δεν περνάει κανένα ποτάμι που να μπορεί να επαναστατήσει, αλλά εκείνη η φωνή, εκείνες οι λέξεις μας βοήθησαν να απελευθερώσουμε τη φαντασία, και είμαστε ευγνώμονες γιατί η ηχώ τους φτάνει μέχρι σήμερα, στις μέρες μας, ακόμα περισσότερο αίμα και πιο πολλά δάκρυα. «Φτάνει, τώρα φτάνει», συνεχίζει να μουρμουρίζει ο νέος με το μαύρο πουκάμισο, βγαίνοντας έξω από το χωράφι με τα στάχυα και ενώ κάθεται κατάχαμα, στα χόρτα, τρομαγμένος και μόνος.
Να λοιπόν, τελειώσαμε. Επιτρέψτε μας όμως να κλείσουμε αυτή την όχι και τόσο διδακτορικού επιπέδου διάλεξη, με μια άλλη, μακρινή προσωπική ανάμνηση. Είναι η νύχτα της επίκλησης στα πεφταστέρια. Σε ένα από τα Αιόλια νησιά οι δύο οικογένειές μας, με τους μεγάλους και τα παιδιά ακόμη μικρά, είναι ξαπλωμένες στη γη, κάτω από μία και μοναδική μεγάλη κουβέρτα, με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, καθένας έτοιμος να εκφράσει τη δική του κρυφή επιθυμία. Ένα αστέρι ανάβει και διασχίζει τον ουρανό. Χάνεται ενώ όλοι σιωπούν. Τη σιωπή ξαφνικά σπάει μια αθώα φωνή, ένα από τα μικρότερα παιδιά δεν καταφέρνει να κρατήσει κρυφή την επιθυμία του: ζήτησε από το αστέρι να μπορέσουν ο μπαμπάς και ο θείος να γυρίσουν την ταινία που αυτοί με τα λεφτά, δεν ήθελαν να τους αφήσουν να κάνουν. Λέγεται “Η νύχτα του Σαν Λορέντσο”.
Είναι αλήθεια, ήταν δύσκολο, όπως πάντα, να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε την ταινία. Αλλά όπως φαίνεται το αστέρι εκείνη τη νύχτα άκουσε το παιδί μας. Και ίσως το άκουσε –μας αρέσει να το πιστεύουμε- και ο ναυσιπλόος που κάθε νύχτα διασχίζει τα Αιόλια νησιά και περνά μπροστά από το δικό μας.
Είναι ο Οδυσσέας που αναζητά την Ιθάκη του.
(η διάλεξη των αδελφών των Paolo & Vittorio Taviani δόθηκε με αφορμή την ανακήρυξη τους σε επίτιμους διδάκτορες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την 6 Μαΐου 2015.)