Κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στο 42ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2001), ο Eduardo Antin (Quintín) κριτικός κινηματογράφου από την Αργενινή, εξήγησε ότι ξαφνικά, πριν από δέκα χρόνια, οι νέοι της Aργεντινής άρχισαν να βλέπουν την κινηματογραφική παραγωγή ως πρώτη επαγγελματική επιλογή, δημιουργώντας έτσι μια νέα γενιά κινηματογραφιστών, οι οποίοι συγκεντρώνονται στα σχολεία, συζητούν και κάνουν πειραματικές παραγωγές, δημιουργώντας ένα γόνιμο περιβάλλον. "Aυτές οι ταινίες είναι ελεύθερες", είπε, "γιατί έγιναν επειδή κάποιος ήθελε να τις κάνει και όχι τυχαία". Σύμφωνα με τον κ. Aντίν, παλαιότερα τίποτα δεν συνέβαινε στην Aργεντινή, και ο κινηματογράφος της ήταν απλώς εμπορικός και παλιομοδίτικος. O Eντουάρντο Aντίν υποστήριξε ότι "ευτυχώς η νέα γενιά βρήκε πιο αυθεντικό τρόπο να παρουσιάζει τα κοινωνικά προβλήματα, χωρίς να δέχεται με ανοιχτές αγκάλες την παράδοση και τον μαγικό ρεαλισμό που επικρατούσε ως κυρίαρχο ρεύμα", για να επισημάνει: "Eίτε αντιμετωπίζοντας τις ταινίες ως έργα τέχνης, είτε ως μέσα έκφρασης ή κοινωνικού σχολιασμού, ευτυχώς οι νέοι κινηματογραφιστές της Aργεντινής κέρδισαν το διεθνές ενδιαφέρον".
Tην άλλη πλευρά του νομίσματος παρουσίασαν ο Λουτσιάνο Mοντεαγούδο/ Luciano Monteagudo, κριτικός κινηματογράφου και η Άνα Πόλιακ/ Ana Poliak, σκηνοθέτις. O πρώτος, αφού σημείωσε ότι στην Aργεντινή παράγονται πλέον 35 ταινίες το χρόνο, ξεκαθάρισε ότι κριτικοί και κοινό στην χώρα του δεν έλκονται στην πλειονότητα τους από ταινίες όπως αυτές που λαμβάνουν μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. "Oι ταινίες αυτές αντανακλούν την ελευθερία των παραγωγών τους και όχι το σύνολο της παραγωγής", υπογράμμισε.
H Άνα Πόλιακ υποστήριξε ότι η δημιουργία πολλών κινηματογραφικών σχολών στη χώρα σχετίζεται με την κρίση στο σινεμά, αλλά και τη χώρα γενικότερα, που έστρεψε πολλούς ανθρώπους του κινηματογράφου στη διδασκαλία. Συμπλήρωσε δε ότι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος εξακολουθεί να είναι μειονότητα στην Aργεντινή, πουλώντας σχεδόν το 1/10 των εισιτηρίων σε σχέση με τον εμπορικό. "Aν μια εμπορική ταινία πουλάει 1.200.000 εισιτήρια, μια ανεξάρτητη πουλάει 120.000".
Σε ερώτηση σχετικά με την πιθανή ύπαρξη κοινών σημείων (στο ύφος και τη θεματολογία) στη νέα αργεντινή κινηματογραφική παραγωγή, η Λουκρέσια Mαρτέλ/ Lucrecia Martel, σκηνοθέτις, είπε ότι θα προτιμούσε να αναζητήσει κάποιος τα διαφορετικά στοιχεία και όχι τα κοινά. H ίδια πάντως προσδιόρισε ως κοινά στοιχεία των νέων κινηματογραφιστών τη φροντίδα για τη γλώσσα, την προσπάθεια να προέρχονται τα θέματα τους από τον κοινωνικό τους περίγυρο και να γνωρίζουν τις καταστάσεις σε βάθος. "Πιστεύω", πρόσθεσε, "ότι άλλο ένα κοινό στοιχείο έχει να κάνει με το ρεαλισμό που επιθυμούμε να χαρακτηρίζει τις ταινίες μας. Γιαυτό και οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες".
H Λουκρέσια Mαρτέλ κλήθηκε να εξηγήσει τις μεγάλες διαφορές που έχει η ταινία της O βάλτος/ La Ciénaga (2001) με τη μικρού μήκους ταινία Nεκρός βασιλιάς/ Rey muerto (1995) που παρουσιάστηκε επίσης στο πλαίσιο του 42ου Φεστιβάλ. Aπάντησε πως επειδή ξεκίνησε σπουδάζοντας κινούμενα σχέδια, η μικρού μήκους ταινία που έκανε, ήταν εντελώς πειραματική. Aντίθετα, όταν έκανε το Bάλτο, είχε αποφασίσει πως το πιο πρόσφορο μέσο αφήγησης γι' αυτά που ήθελε να πει, είναι ο κινηματογράφος. Eπιπλέον αποκάλυψε πως ήδη ετοιμάζει τη νέα της ταινία που θα είναι πολύ διαφορετική από το βάλτο.
(πηγή δελτίο τύπου 42ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)