ΝΑΝΤΕΡ, 15/6/99
Η σχέση μου με τον κινηματογράφο άρχισε σχεδόν σαν εφιάλτης. Ήταν το '46 ή '47 , δεν θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια , τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στο συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το "Angels With Dirty Faces ".
Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που ο ήρωας οδηγείται από δύο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν , οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο.
Ξαφνικά μια κραυγή
..Δεν θέλω να πεθάνω.
Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου.
Ξυπνούσα ιδρωμένος.
Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ' ένα τοίχο και μια κραυγή.
’ρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω από την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί.
Ο μεγάλος πόλεμος.
Οι σειρήνες του πολέμου του '40.
Η είσοδος του Γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες.
Έπειτα ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του '44. Η σφαγή.
Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο.
Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμα του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής.
Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο.
Η λέξη ήταν "βρέχει".
Ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία , αποτελούσαν την εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μας κατοικούν και τους κατοικούμε.
Ζούμε σ' ένα τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα.
Όλη η νεώτερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης.
Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά.
Όπως λεει ο ποιητής "έβγαιναν απ' το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο . Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει ".
Η σχέση μου με τη λογοτεχνία και την ποίηση με έφεραν πολύ νωρίς κοντά σε όλες τις αναζητήσεις γλωσσικές ή αισθητικές του μοντερνισμού.
Αργότερα στο Παρίσι, την εποχή της πολιτικοποίησης, το επικό θέατρο του Brecht, που αναιρούσε, ως ένα σημείο, τον ορισμό του Αριστοτέλη για τη δραματική τέχνη, γινόταν σημείο αναφοράς.
Πέρασαν χρόνια για να επιστρέψω στο Αριστοτέλη και στον ορισμό του για την τραγωδία. Εστίν ουν τραγωδία , μίμηση πράξεις σπουδαίας και τελείας
.Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψω ότι ο μονόλογος της Μόλλυ στο τελευταίο κεφαλαίο του "Οδυσσέα " του Τ.Τζόις , δεν είναι παρά η μακρινή ηχώ της εκπληκτικής περιγραφής, των όπλων του Αχιλλέα στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Σε ένα παλιό μπαούλο του πατέρα μου, μικρός είχα βρει μερικά βιβλία . Το "Βασιλιά των Ορέων " του Εντμοντ Αμπου, το "Μοναστήρι της Πάρμας" και μια μέθοδο εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας άνευ διδασκάλου. Ήταν τα πρώτα μου βιβλία.
Τα γαλλικά έγιναν η δεύτερη μου γλώσσα.
Το Παρίσι ένα μόνιμο όνειρο.
Ο κινηματογράφος καθημερινή ανάγκη.
Έγινα ένας πολύ κακός φοιτητής Νομικής.
Έφυγα για το Παρίσι άνοιξη του 61' εγκαταλείποντας τη Νομική στο πτυχίο με ένα εισιτήριο στην τσέπη, στην τύχη.
Στο σταθμό του τρένου, η μητέρα μου προσπαθεί να με κρατήσει να μην φύγω. Χρόνια μετά, επιστρέφοντας με ένα βραβείο από τις Κάννες , η μητέρα μου με περίμενε στο αεροδρόμιο. Με κοίταξε, χαμογελούσε. Έπειτα η έκφραση της σοβάρεψε:
"Τώρα που έκανες αυτό που ήθελες, δεν παίρνεις και το πτυχίο της Νομικής που άφησες. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμία φορά."
Όταν έφτασα στην Gare de Lyon μετά από τρεις μέρες ταξίδι, είχα μόνο τη διεύθυνση ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού έξω από το Παρίσι. Έζησα εκεί μερικούς μήνες , ανάμεσα σε τοίχους που είχε ζωγραφίσει η υγρασία και ο χρόνος.
Γράφτηκα στη Σορβόνη.
Γαλλική λογοτεχνία, φιλμογραφία με τον Sadoul και τον Mitry, που ξαναβρήκα όταν τον επόμενο χρόνο μπήκα στην IDHEC, φιλοσοφία, εθνολογία με τον Levi-Strauss.
Το Παρίσι εκείνη την εποχή ήταν μαγικό. Ατμόσφαιρα γιορτής. Ταινίες από όλο τον κόσμο. Κινήματα, αλλαγές, nouvelle vague, το βραζιλιάνικο σινεμά Cinema Novo, Bunuel, Antonioni. O Langlois και η ταινιοθήκη του Παρισιού και η ιστορία του κινηματογράφου.
Κάποιες από αυτές τις ανακαλύψεις έγιναν μόνιμοι έρωτες. Στο "Βλέμμα του Οδυσσέα", δύο φίλοι , ένας σκηνοθέτης και ένας δημοσιογράφος σε ένα νυχτερινό δρόμο του Βελιγραδίου του '95, θυμούνται τα χρόνια του Παρισιού και πίνουν ανάμεσα στα άλλα και σε όσους από τον κινηματογράφο αγάπησαν περισσότερο: στον Orson Welles, στον Murnau, στον Dreyer.
Γύρισα στην Ελλάδα μετά από μια σύγκρουση με τον καθηγητή σκηνοθεσίας στη σχολή και μετά από ένα χρόνο στο Musee de l'homme κοντά στον Jean Rouch.
Γύρισα για να φύγω πάλι.
Όμως ένα επεισόδιο στο δρόμο άλλαξε την πορεία μου. Ιούλιος ήταν του '64.
Πολιτική αναταραχή. Μια νεολαία εξεγερμένη. Δρόμοι της Αθήνας που ανάσαιναν διαμαρτυρία και τραγούδι. Επίθεση από την Αστυνομία. Τα γυαλιά μου κομμάτια στην άσφαλτο.
Έμεινα στην Ελλάδα για να καταλάβω και ζω ακόμα εκεί.
Η "Αναπαράσταση", η πρώτη μου ταινία, γεννήθηκε την περίοδο της δικτατορίας, των συνταγματαρχών ως απόπειρα ανασύνθεσης της αλήθειας από τα θραύσματα της. Η αναπαράσταση όχι ως σκοπός, αλλά ως δρόμος. Οι μικρές ιστορίες όπως αντανακλώνται αλλά και καθορίζονται από τη μεγάλη Ιστορία.
Ο πατέρας ως σύμβολο, ως παρουσία και απουσία, ως μεταφορική έννοια και ως σημείο αναφοράς.
Το ταξίδι, τα σύνορα, η εξορία.
Η ανθρωπινή μοίρα.
Η αιώνια επιστροφή.
Θέματα που ακολούθησαν και μ' ακολουθούν.
Όλες μου οι εμμονές μπαίνουν και βγαίνουν στις ταινίες μου, όπως μπαίνουν και βγαίνουν, όπως σωπαίνουν γα να ξαναεμφανιστούν αργότερα, τα όργανα μιας ορχήστρας.
Είμαστε καταδικασμένοι να λειτουργούμε με τις εμμονές μας. Δεν κάνουμε παρά μόνο μια ταινία, δεν γράφουμε παρά μόνο ένα βιβλίο.
Παραλλαγές και φούγκα πάνω στο ίδιο θέμα.
Πολλοί που μου έχουν κάνει την τιμή να ασχοληθούν με την δουλειά μου νομίζουν ότι ο τρόπος που γράφω είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής.
Δεν είναι ακριβώς έτσι. Βέβαια, όταν γύριζα τις "Μέρες του '36" μια ταινία πάνω στη δικτατορία, την εποχή της δικτατορίας και ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσω άμεσες αναφορές, αναζήτησα μια κρυφή γλώσσα. Υπονοούμενα της Ιστορίας. Νεκροί χρόνοι μιας συνωμοσίας. Αποσιωπήσεις. Ο ελλειπτικός λόγος σαν αισθητική αρχή. Μια ταινία που όλα τα σημαντικά μοιάζουν να γίνονται εκτός κάδρου.
Αλλά δεν ξεκινάει από αυτό το γεγονός η επιλογή των μεγάλων πλάνων.
Δεν αποφάσισα λογικά να δουλεύω με μεγάλα πλάνα. Σκέφτομαι πάντα ότι ήταν μια φυσική επιλογή. Μια ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στο χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου.
Μια ανάγκη, οι λεγόμενοι νεκροί χρόνοι ανάμεσα στη δράση και την αναμονή της, που συνήθως εξαφανίζει το ψαλίδι του μοντέρ, να λειτουργήσουν μουσικά σαν παύσεις.
Μια αντίληψη του πλάνου ως ζωντανού κυττάρου με εισπνοή, εκφορά του κυρίως λόγου και εκπνοή. Γοητευτική και επικίνδυνη επιλογή που συνεχίζεται ως τώρα.
Δουλεύω με την ίδια ομάδα συνεργατών από τότε που άρχισα.
Με ξέρουν, τους ξέρω. Με τα χρόνια έχουν γίνει οικογένειά μου.
Με θυμώνουν συχνά την ώρα της δουλείας, μου λείπουν όταν δεν τους βλέπω.
Αισθάνομαι αβέβαιος όταν ένας καινούργιος τεχνικός μπει στην ομάδα, σαν από αυτόν να εξαρτώνται όλα.
Μιλάω μαζί τους για τα σχέδια και τις αβεβαιότητές μου. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα η ίδια ταραχή, η ίδια συγκίνηση, ίδια ανάγκη να είμαστε κοντά, κρατώντας την αναπνοή μας περιμένοντας το τέλος ενός πλάνου.
Ταξίδια, χωρισμοί, περιπλανήσεις.
Ένα αυτοκίνητο , ένας φίλος φωτογράφος να οδηγεί σιωπηλά, κι ο δρόμος.
Πολλές φορές σκέφτομαι ότι το μοναδικό μου σπίτι, το μοναδικό μέρος που αισθάνομαι ότι ισορροπώ, που γαληνεύω, είναι δίπλα στο φίλο που οδηγεί. Το παράθυρο ανοιχτό, το τοπίο να φεύγει.
Οι εικόνες γεννιούνται σ' αυτά τα ταξίδια. Δεν χρειάζεται να κρατάω σημειώσεις.
Γεννιούνται με τις γραμμές τους, με τα χρώματα τους, με το ύφος τους, πολλές φορές και με τις κινήσεις της μηχανής, με τις αισθητικές του ισορροπίες, με το φως τους.
Οι εκατοντάδες φωτογραφίες χρησιμεύουν ως μνήμες. Όμως τίποτα δεν τελειώνει πριν από το γύρισμα.
Στο γύρισμα αναπλάθονται όλα με βάση την καινούργια πραγματικότητα.
Ηθοποιοί, απρόβλεπτα, ευτυχή ή ατυχή, ξαφνικές ιδέες. Κι όμως, η αρχή έχει προηγηθεί. Καιρό πριν. Τότε που από το τίποτα γεννιέται η ιδέα μιας ταινίας.
Πέρασαν τριάντα χρόνια σχεδόν από την πρώτη ταινία. Παραφράζοντας τον Eliot, θα μπορούσα να πω:
Να 'μαι λοιπόν πιο πέρα, πιο μακριά από του δρόμου τα μισά.
Τα χρόνια μου σπαταλημένα τα πιο πολλά ανάμεσα σε θυμούς της Ιστορίας , πασχίζοντας ακόμα να μάθω να χρησιμοποιώ εικόνες.
Και κάθε μου προσπάθεια μια καινούργια αρχή και μια μορφή αποτυχίας, γιατί μαθαίνουμε μόνο όταν δεν χρειάζεται να εκφραστούμε πια.
Έτσι το κάθε τόλμημα ένα ξεκίνημα καινούργιο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων το γενικό χαμό.
Μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές.
Μια έφοδος στο άναρθρο.
Να βρεθεί ξανά αυτό που χάθηκε, και βρέθηκε, και χάθηκε πάλι.
Να βρεθεί ξανά
In my end is my beginning.
[Η αντιφώνηση του Θόδωρου Αγγελόπουλου κατά την τελετή ανακήρυξής του ως επίτιμου διδάκτορος στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / 20-6-1999]