Σκηνοθέτης, αλλά και θεωρητικός του κινηματογράφου και συγγραφέας ο Δήμος Θέος φέρει όλες τις παραπάνω ιδιότητές με την ακεραιότητα και τη συνέπεια –κάποιες φορές αυτοκαταστροφική- ενός αυθεντικού στοχαστή και διανοούμενου. Πρωτοπόρος και αιρετικός, έθεσε εξαρχής εαυτόν στην υπηρεσία ενός κινηματογράφου φύσει και θέσει δοκιμιακού, μη διστάζοντας να έρθει σε ρήξη με το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής ταινιών «προς μαζική κατανάλωση» και το κοινωνικό-πολιτικό-καλλιτεχνικό γίγνεσθαι που το συντηρούσε. Παρότι με το Κιέριον φύτεψε τους σπόρους της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου –και ως κατασκευή και ως θεματολογία- σινεμά της αμφισβήτησης, καλλιεργώντας επί της ουσίας το έδαφος πάνω στο οποίο σε λίγα χρόνια θα ανεγειρόταν το οικοδόμημα του ΝΕΚ, στη συνέχεια ακολούθησε έναν δικό του, καθαρά προσωπικό δρόμο καλλιτεχνικής έκφρασης, που δεν συναντήθηκε παρά μόνο καθυστερημένα και όψιμα με την αναγνώριση. Όχι πως η τελευταία ανήκε ποτέ στους άμεσους στόχους του.
O Δήμος Θέος γεννήθηκε στην Kαρδίτσα το 1935. Tα βιώματα του από τα γεγονότα της Kατοχής και του Eμφυλίου θα μετουσιωθούν στο έργο του σε μια διαχρονική θεώρηση του «τραγικού», μια αντιμετώπιση του παρελθόντος (Iστορίας) ως γνωστικού εργαλείου επεξεργασίας και κατανόησης του παρόντος. Mετά την αποφοίτηση του από τη σχολή Σταυράκου θα εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης και διευθυντής παραγωγής σε διάφορα φιλμ του εμπορικού κινηματογράφου. Το 1963, ορμώμενος από τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις της περιόδου -με αιχμή του δόρατος τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη- ξεκινάει μαζί με το Φώτο Λαμπρινό και μια μεγάλη ομάδα οπερατέρ μια «εν θερμώ», χωρίς σχέδιο γυρισμάτων και πλάνο παραγωγής, καταγραφή των γεγονότων. Το πλούσιο αλλά ανοικονόμητο από θεματική σκοπιά υλικό θα πάρει σχήμα και μορφή στο μοντάζ και το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή το εικοσάλεπτο 100 ώρες του Μάη, θεωρείται, δικαίως, πρόδρομος του ελληνικού πολιτικού κινηματογράφου που άνθησε στη δεκαετία του ’70. Ο ίδιος ο Θέος αναφέρει σχετικά: «Μέσα στην αλαμπουρνέζικη κοινωνία, όπως εκείνη στις δεκαετίες 1950-1970, περίοδος κατά την οποία ο χαζοχαρούμενος κινηματογράφος της Φίνος Φιλμ βρισκόταν στο ζενίθ του, το φιλμ 100 ώρες του Μάη συνιστά μια εξέγερση. Ερχόταν να θέσει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων. Φυσικά η ταινία απαγορεύτηκε. Χρειάστηκε να περάσουν κάπου δεκαπέντε χρόνια για να μπορέσει, μετά την Μεταπολίτευση να προβληθεί στην Ελλάδα. Στο μεταξύ είχε βρει ευρεία ανταπόκριση στο εξωτερικό, αρχικά στο Φεστιβάλ της Tours (1968) και ακολούθως στη Γαλλία και τη Γερμανία».
Στα τέλη του 1966 ο Δήμος Θέος θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, Κιέριον. Με σχεδόν μηδενικό κεφάλαιο εκκίνησης, ένα σενάριο «εν εξελίξει», γραμμένο σε συνεργασία με τον Κώστα Σφήκα, και διάθεση πειραματισμού (μια ελευθερία στην αφηγηματική δομή και την κινηματογραφική φόρμα, ανάλογη με αυτήν των Ευρωπαίων κινηματογραφιστών της εποχής), θίγει την γόρδια σχέση κράτους-παρακράτους μέσα από μια «αστυνομική» ιστορία που παραπέμπει άμεσα στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ στη Θεσσαλονίκη του 1948. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών που εκδηλώθηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων ανάγκασε το Θέο να φυγαδεύσει το υλικό του στην Ευρώπη και να ολοκληρώσει την ταινία εκεί. Tο Κιέριον –το όνομα μιας αρχαίας πόλης της Θεσσαλίας, που ρημάχτηκε από τις λεηλασίες και την ξενοκρατία- έλαβε παράνομα μέρος στο Φεστιβάλ Βενετίας του ΄68, όπου και απέσπασε μια Τιμητική Μνεία, ενώ στην Ελλάδα παρέμεινε απαγορευμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας και προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1974, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
Στις κατοπινές δουλειές του –περίπου μια κάθε δέκα χρόνια, ξεκινώντας από τη Διαδικασία του ΄76- ο Θέος γίνεται ακόμη πιο ρηξικέλευθος, εικονοκλάστης και εγκεφαλικός στις επιλογές των θεμάτων και της φόρμας του. Γκρεμίζοντας τις γέφυρες ανάμεσα στο σημαίνον του μύθου και το σημαινόμενο της κινηματογραφικής του αναπαράστασης, εκκινεί από την ιστορία του θηβαϊκού κύκλου και το πρόσωπο της Αντιγόνης για να μιλήσει για το φαινόμενο της εξουσίας και τις σχέσεις της «μητρόπολης» με την «περιφέρεια» (Διαδικασία), από το αμφιλεγόμενο, υπαρκτό πρόσωπο του Καπετάν Μεϊντάνη (έδρασε στην περιοχή της Βόρειας Θεσσαλίας ως Κλέφτης, έπειτα Αρματολός και στη συνέχεια πάλι Κλέφτης, το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ) για να μιλήσει για το τρίπτυχο πραγματικό-ιστορικό-μυθοπλασία, από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης για να μιλήσει για την επώδυνη αναζήτηση της αλήθειας (Ελεάτης Ξένος). Η μόνη «συνθήκη» που διατήρησε –και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο, ίσως, ρίσκο του- είναι αυτή που προϋποθέτει την ύπαρξη θεατών ενεργών και εναργών, διατεθειμένων να κοιτάξουν πίσω από το προφανές.
«Τι θα ήταν ο Δήμος Θέος αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα; Θα ήταν ένας σοφιστής, ο οποίος θα είχε πάει στην Αθήνα για ν’ ακούσει τον Απόστολο Παύλο να λέει ότι γνώριζε το γιο του Θεού, κι εκείνος θα προσπαθούσε να πείσει τους Έλληνες να κρατήσουν μακριά τον Χριστιανισμό. Αν ζούσε τον 19ο αιώνα, θα ήταν ένας Κοραής στο Παρίσι που, όμως, θα άφηνε μουστάκια και θα ερχόταν στην Ελλάδα να πολεμήσει. Τη δεκαετία του ’60, ήταν ένας απλός κινηματογραφιστής». Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει τον Δήμο Θέο, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης.
Αναφερόμενος στη σημασία του έργου του Δήμου Θέου, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης τόνισε ότι τόλμησε να κάνει αυτό που ονομάζουμε πολιτικό κινηματογράφο, δίνοντας μεγάλη σημασία στη λέξη «πολιτικός»: «Σ’ έναν κόσμο ο οποίος διακρίνεται από τη μωρολογία που χαρακτηρίζει εμάς τους Έλληνες, που με τις λέξεις μας φτιάχνουμε τον κόσμο σε τρία λεπτά και σε άλλα τόσα τον διαλύουμε, ο Δήμος Θέος έδειξε μια προσοχή, μια στωικότητα και μια αντοχή στις λέξεις και τις εικόνες, γεγονός που τελικά αποτελεί σημείο αναφοράς στον ελληνικό κινηματογράφο», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Ο Δήμος Θέος δηλώνει: «Σαν κάποιος που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, φυσικό ήταν να στοιχειωθεί η μνήμη μου από τους νεκρούς! Όλες μου οι ταινίες αναφέρονται σε νεκρούς. Τόσο οι διάσημοι όσο και οι ανώνυμοι, οι νεκροί (εννοούνται οι ψυχές τους) ως ταξιδευτές του άπειρου απαιτούν από τους επιζώντες να ανταποκριθούν στο πανάρχαιο έθιμο του ενταφιασμού. Και φυσικά αυτό προσπάθησα να εκφράσω».
(πηγή δελτίο τύπου 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)