Αναθεώρηση σημαίνει μία νέα οπτική για κάτι που προϋπάρχει. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να ορίσουμε και το ντοκιμαντέρ, ως την έννοια της αναθεώρησης κάποιου γνωστού πράγματος. Στο ντοκιμαντέρ, το σημαντικό για μένα είναι αυτό που ονομάζω κατασκευή, αυτό που μας βοηθά να δώσουμε δομή στην ιστορία. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε στην επίσημη Ιστορία ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε το 1492. Αν μπαίναμε στη διαδικασία να αναθεωρήσουμε αυτή την άποψη, θα βλέπαμε ότι δεν ισχύει για εκείνους που ήδη έμεναν στην Αμερική πριν τον Κολόμβο. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να μετατοπίσουμε την άποψη του κόσμου για τα γεγονότα και να αλλάξουμε την Ιστορία.
(...) Έχει ενδιαφέρον το πώς χωρίζεται η Ιστορία σε περιόδους. Αμφιβάλλω αν στο Μεσαίωνα υπήρχε κάποιος που περίμενε καρτερικά την Αναγέννηση για να αλλάξουν τα πράγματα. Αν προσπάθησα κάτι να κάνω μέσα από τις ταινίες μου, αυτό είναι μία αναθεώρηση της Ιστορίας. Αυτό προϋποθέτει να αρνηθείς κάτι ιστορικό. Κοινώς, εκείνο που προτείνω είναι μία άλλη Ιστορία, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επικρατούσα, την οποία ονομάζω αντι-ιστορία (counter-history). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ζητούμενο στο ντοκιμαντέρ δεν είναι να δοθεί μία ξεκάθαρη απάντηση αλλά να γεννηθούν ερωτήσεις.
(...) Το κάδρο εμπεριέχει μία υποκριτική, αλαζονική οπτική, καθώς εντάσσουμε σ’ αυτό κάτι που δε μπορεί να φανεί διαφορετικά. Για μένα όμως το κάδρο είναι λογοκρισία, αφορά αυτό που αποφασίζουμε να μη δείξουμε. Εκεί κάπου ξεκινά και η κουβέντα περί υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας.
(...) Το ντοκιμαντέρ είναι μία πρόταση να κοιτάμε κάτι από μία ασυνήθιστη οπτική γωνία.Η παράδοση του ντοκιμαντέρ επιβάλλει τον τρόπο που εμείς κινηματογραφούμε τον “άλλο” ώστε να τον κάνουμε το βασικό χαρακτήρα της ταινίας. Ο “άλλος”, που δε μ’ αρέσει σαν όρος, είναι συνήθως οι φτωχοί, οι πόρνες, τα θύματα, οι φυλακισμένοι. Το σινεμά γίνεται έτσι κάτι σαν μία κοσμική εκκλησία, όπου αντί για τον κρεμασμένο Εβραίο στο σταυρό, βλέπουμε τα θύματα της ζωής και ξαφνικά νιώθουμε ανθρωπιά, συμπόνια, νιώθουμε ανθρώπινοι.
(...) [Σχετικά με μια σκηνή από το Άκαμπατ-Τζάμπερ] Είμαστε Περαστικοί. Όπως φαίνεται από τη σκηνή, πήγα ως νέος, Ισραηλινός να συναντήσω τον “άλλο”, τον πρόσφυγα, σκεφτόμενος ότι αυτό που πρέπει να κάνω είναι δώσω τη δυνατότητα σε αυτούς του ανθρώπους να μιλήσουν. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν κατέλυα επί της ουσίας καμία εξουσία: Παρέμενα ο λευκός που πήγαινα να δω τους κατώτερους και είναι σαν να τους έλεγα ότι “εγώ θα σας δώσω την ευκαιρία να μιλήσετε”. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Κατάλαβα ότι δεν είμαι εδώ για να δώσω το λόγο στους αδύναμους αλλά να χρησιμοποιήσω την κάμερα προκειμένου να αποδομήσω την έννοια της εξουσίας και να αντιμετωπίσω αυτούς που είναι στο ίδιο επίπεδο με μένα.
(...) Με το Ιζκόρ εκδικήθηκα τρόπον τινά το εκπαιδευτικό σύστημα και τους φορείς του. Αυτή ακριβώς ήταν για μένα η στιγμή που έγινα αιρετικός, ακόμη και εγκληματίας, καθώς αποκάλυψα το σύστημα αναγιγνώσκοντάς το όχι ως Ιστορία αλλά ως αντι-ιστορία. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και συντηρητικοί Ισραηλινοί αντιμετώπισαν την πρώτη μου ταινία ως μία θετική ενέργεια. Φυσικά δεν ίσχυσε το ίδιο για τη δεύτερη. Είμαι όμως λευκός και προέρχομαι από ένα κράτος Απαρτχάιντ, οπότε το να ασκώ κριτική είναι το στοιχειώδες, το αυτονόητο. Αν δεν το έκανα θα ήμουν δοσίλογος. Κάθε καλλιτέχνης και διανοούμενος οφείλει να περάσει στην αντι-ιστορία, αλλιώς είναι ένας δοσίλογος. Ο Φουκώ είπε ότι η πολιτική έχει να κάνει με λέξεις. Παραφράζοντάς τον εγώ θα πω ότι έχει να κάνει με εικόνες.
(...) Είναι ενδεικτικό αυτό που είχε ειπωθεί κάποτε πως εμείς οι Ισραηλινοί δε θα συγχωρέσουμε ποτέ τους Παλαιστινίους γιατί μας αναγκάζουν να γίνουμε δολοφόνοι!
(...) Είναι βλακεία το πόσο σημαντική θεωρείται η μνήμη. Για να υπάρχει μνήμη πρέπει να υπάρχει λήθη. Αντιστοίχως και με την Ιστορία, όταν μιλάμε για μνήμη το ερώτημα που εγείρεται είναι τι είναι αυτό που έχει ξεχαστεί. Είναι ενδιαφέρον ότι κανένα έθνος δεν θυμάται τον εαυτό του ως δράστη εγκλημάτων, αλλά ως θύμα. Ότι οι Γάλλοι που συνεργάστηκαν με τους Ναζί το έχουν εξαιρέσει από τη συλλογική μνήμη. Οι Κούρδοι θεωρούν εαυτούς θύματα, ξεχνώντας ότι για λογαριασμό των Τούρκων συμμετείχαν στη γενοκτονία των Αρμενίων. Οι Ισραηλινοί, παραδοσιακά θύματα επίσης, ήταν εκείνοι που έδιωξαν τους αυτόχθονες Παλαιστινίους από τον τόπο τους. Θέλω να πω ότι η μνήμη μπορεί κάλλιστα να είναι εργαλείο διάπραξης εγκλημάτων. Μπορεί βέβαια να προτιμούμε να αυτοχαρακτηριζόμαστε θύματα, ωστόσο η αλήθεια είναι πως όλοι μάλλον εν δυνάμει είμαστε θύτες.
(...) Το μοντάζ είναι η απόλυτη εξουσία, αφού στο τέλος όλα εκεί καταλήγουν. Αυτό που προτιμώ περισσότερο απ’ όλα άλλωστε είναι το δωμάτιο του μοντάζ και όχι το γύρισμα. Δε μου αρέσει να προσπαθώ να φανώ ευχάριστος ή έξυπνος, ξέρω εξαρχής ότι η απόλυτη εξουσία και ο έλεγχος είναι στα δικά μου χέρια μέσω του μοντάζ.
(...) Όταν ψάχναμε με τον συνεργάτη μου, τον Ρόνι Μπράουμαν, να βρούμε βιντεοκασέτες με τη δίκη Άιχμαν στα αρχεία, τις βρήκαμε κρυμμένες στις μη χρησιμοποιημένες τουαλέτες του πανεπιστημίου. Κλασσική περίπτωση όπου η ιστορία είχε πεταχτεί στην τουαλέτα. Πήραμε λοιπόν το πρωτότυπο υλικό και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το θέμα του “κακού” στην πολιτική. Δε θέλαμε μία ταινία για το Ολοκαύτωμα αλλά για τη γραφειοκρατία. Προσπαθήσαμε μέσα από τον Σπεσιαλίστα να δώσουμε όχι το πορτρέτο ενός ψυχοπαθούς, αλλά ενός ‘κανονικοπαθούς’. Στον Σπεσιαλίστα έγινε επανασχεδιασμός των σκηνών. Πρόκειται όντως για βεβήλωση του αρχείου και κάποιοι έθεταν ζήτημα κατά πόσο επιτρεπόταν να κάνω τόσο σημαντικές παρεμβάσεις σε ένα ευαίσθητο για τους Ισραηλινούς ζήτημα.
(...) Ο στόχος μου είναι ασφαλώς πολιτικός. Η μνήμη, όμως, από μόνη της είναι αναμφισβήτητα επιλεκτική. Όταν μιλάτε για την άλλη πλευρά, για μένα εκεί δε βρίσκονται οι Άραβες. Άλλωστε, δεν προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός. Ό,τι κάνω το κάνω επειδή υπάρχει ένα κράτος στον κόσμο που έκανε όλους τους Εβραίους θύματα του Ολοκαυτώματος και πολίτες του Ισραήλ χωρίς να τους ρωτήσει. Το Ισραήλ έχει προκύψει μέσα από την αντίθεση που γεννήθηκε στην Ευρώπη μεταξύ της Βίβλου και του Άουσβιτς.
(...) Όταν η εξουσία γυρίζει ντοκιμαντέρ ονομάζεται προπαγάνδα. Ένα ωραίο παράδειγμα για αυτό είναι η Ανατολική Γερμανία, όπου το μόνο που ήθελαν ήταν να παρακολουθούν την αντεπανάσταση και τελικά αυτό ήταν το μόνο που δεν κατέγραψαν. Ποτέ μία κάμερα παρακολούθησης δεν προλαβαίνει το έγκλημα. Ποτέ δε λειτουργούν προληπτικά για αυτόν που έχει αποφασίσει να δράσει.
(αποσπάσματα από το masterclass του Eyal Sivan κατα τη διάρκεια του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρτ Θεσσαλονίκης)