του François Girard
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
boychoir.jpg

Η παροδικότητα της παιδικής χορωδίας είναι μια υπενθύμιση ότι σε αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή, πάντα κερδίζουμε κάτι και χάνουμε κάτι. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε στατικά την ύπαρξή μας, όταν στην πραγματικά διαρκώς αλλάζουμε, κινούμαστε και εξελισσόμαστε. Παρόλο που θέλουμε να ζήσουμε με μια βεβαιότητα, αυτή η βεβαιότητα θα ανατραπεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό ισχύει και για τα παιδιά της χορωδίας σε αυτή την ιστορία - νομίζω ότι όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους.
(...) Με τον Ντάστιν/ Dustin Hoffman ξεκινήσαμε από το κείμενο. Περάσαμε πολλές ώρες, πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, συζητώντας, αναλύοντας και πίνοντας τσάι. (...). Είχε μόλις ολοκληρώσει μια ταινία ως σκηνοθέτης – συνεπώς πιστεύω ότι ίσως ένιωθε βαθύτερα τις δυσκολίες του ρόλου!
Αρχικά αναρωτήθηκε για ποιο λόγο να αναλάβει αυτό τον ρόλο. Ο Καρβέλ στην αρχή είναι ένας αψύς χαρακτήρας, είναι πολύ σκληρός με τον Στετ και σχεδόν ανταγωνίζεται το κοινό. Ήξερα ότι αν αναλάμβανε ο Ντάστιν αυτόν τον ρόλο, θα κατάφερνε να τον κάνει συμπαθή στο κοινό, παρά τη σκληρότητά του. Ο Ντάστιν έχει μια θαλπωρή στην καρδιά του, που τη νιώθεις κάθε φορά. Αυτό προσέδωσε στον ρόλο και έκανε τη μεγάλη διαφορά. Είναι μια ύπαρξη με πολλή ψυχή.
(...) Όλη αυτή η ιδέα που το αγόρι λέει στον δάσκαλό του ‘τα λεπτά της ζωής σου περνάνε, γέρο’ είναι κάτι που προέκυψε πολύ αργότερα, χάρη στη συνεργασία με τον Ντάστιν. Όσο προχωρούσαν τα γυρίσματα, και οι δυο αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το πώς επηρεάζει ο Στετ τον Καρβέλ. Το γεγονός ότι ο δάσκαλος θα διδάξει τον μαθητή είναι κάτι το προφανές. Το ότι ο δάσκαλος όμως, θα πάρει κι εκείνος ένα μάθημα ζωής είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Στο τέλος της ιστορίας, ο Καρβέλ δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος.
(...) Πιστεύω ότι ο κόσμος θαυμάζει και αγαπά συνθέτες ορχηστρικής μουσικής όπως είναι ο Γιο Γιο Μα και ο Τζόσουα Μπελ επειδή μπορεί να ακούσει στη μουσική τους τον ήχο της ανθρώπινης φωνής. Όταν σκηνοθετούσα όπερες, οι πιο χαρούμενες ίσως πρόβες ήταν αυτές που ερχόταν η χορωδία. Οι φωνητικές τους αρμονίες με συγκινούσαν βαθύτατα. Έχουν εξαιρετική συναισθηματική δύναμη.
(...) Όταν ήμασταν στη φάση επιλογής της μουσικής, έκανα μεγάλη έρευνα, άκουσα πολύ υλικό και διαρκώς ανακάλυπτα μια αγνότητα και καθαρότητα που αγγίζει την καρδιά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Άκουγα μόνο μικρά αποσπάσματα, για να μην παρασυρθώ στο συναίσθημα και τη νοσταλγία. Όταν έχεις απέναντί σου την αθωότητα των παιδιών παντρεμένη με το όραμα μεγάλων συνθετών, ζεις μια μοναδική εμπειρία. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη της Boychoir/ Χορωδίας – οι καθάριες φωνές που ανοίγουν διάπλατα την καρδιά σου.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)