του John Sayles
sayles4.jpg
Το Passion Fish του John Sayles (Matewan, Eight Men Out, City of Hope), προσπαθεί να εξερευνήσει ένα χώρο, που το κυρίως ρεύμα του αμερικάνικου σινεμά έχει εξορίσει. Ο χώρος συγκροτείται τόσο από την καθημερινότητα και τα μικρά γεγονότα της αμερικάνικης κοινωνίας, όσο και από τα αισθήματα που δημιουργεί η ένταση και ο γιγαντισμός της στους πολίτες της. Το σινεμά αυτό, είτε εκφράζεται στο επίπεδο των στούντιο από σκηνοθέτες όπως ο Lawrence Kasdan (Grand Canyon), είτε είναι εξορισμένο στο χώρο των ανεξάρτητο παραγωγών με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις εδώ, τις ταινίες Sex, Lies and Videotape και Waterdance. Μια εσωτερική ματιά λοιπόν στην συναισθηματική πραγματικότητα της Αμερικής του σήμερα: είναι το ζητούμενο για αυτό το μειοψηφικό και μάλλον περιθωριακό ρεύμα. Μια ματιά, που αποπειράται παράλληλα να οργανώσει άμυνες και αντιστάσεις, απέναντι στις συνεχείς επιθέσεις που δέχεται το συναίσθημα, από την διάχυτη πολιτιστική σκληρότητα αλλά και τον κυνισμό των Media.
Η αφήγηση οργανώνεται γύρω από τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις δύο κεντρικές ηρωίδες: την Μέι- Άλις, μια παραπληγική μετά από ένα ατύχημα, πρώην ηθοποιό σε τηλεοπτικές σαπουνόπερες (στον ρόλο η Mary McDonnell) και στην Σαντέλ, την βοηθό -νοσοκόμα της (στον ρόλο η Alfre Woodard). Η αποφυγή χρήσης στερεοτύπων, στην σχεδίαση των δύο χαρακτήρων απομακρύνει την ταινία από μια μελοδραματική και ταυτόχρονα μη ρεαλιστική τροπή. Ήδη η ιστορία διαθέτει από μόνη της αρκετές δόσεις μελοδραματισμού, και έναν επιπλέον τονισμός τους από την σκηνοθεσία θα οδηγούσε, την μεν ταινία σε μια ρηχότητα σημασιών, τους δε θεατές στην εύκολη συγκίνηση.
Η αφήγηση δεν τροφοδοτείται από κάποια αντίθεση ανάμεσα στους κεντρικούς χαρακτήρες (κάτι που θα ήταν κοινός τόπος σε μια συμβατική εκδοχή της ιστορίας), αλλά επιλέγει να παρακολουθεί μια σειρά αλλαγών που συμβαίνουν στις δύο ηρωίδες, καθώς αυτές προσπαθούν να επιβιώσουν σε νέο τόπο και σε μια νέα ζωή. Οι όποιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο ηρωίδες δεν λειτουργούν σαν προωθήσεις της μυθοπλασίας αλλά εξωτερικεύουν περισσότερο κάποιες εσωτερικές διαδικασίες αλλαγής των προσώπων.
Οι δύο γυναίκες έχουν καταλήξει σε ένα νέο τόπο, αφού προηγουμένως έχουν περάσει από μια διαδικασία απόρριψης του παρελθόντος τους. Για την Μέι- Άλις η διαδικασία είναι αναγκαστική, μιας και οδηγείται στην επιστροφή στο γενέθλιο τόπο, όχι από κάποια συνειδητή επιλογή, αλλά λόγω της κατάστασης της υγείας της. Αντίθετα για την Σαντέλ, η απόφαση της απομακρυνθεί μοιάζει σαν ένα βήμα σε μια διαδικασίας απεξάρτησης.
Άτομα λοιπόν που έχουν βιώσει τον κόσμο των παραισθήσεων -η Μέι- Άλις των τηλεοπτικών και η Σαντέλ των ναρκωτικών- και έχουν οδηγηθεί αναγκαστικά ή εθελούσια εκτός από αυτόν. Έτσι η έξοδος από την πόλη και η επιστροφή στην ύπαιθρο και συγκεκριμένα στους βάλτους της Λουϊζιάνας, δείχνει σαν επιλογή σχεδόν αναπόφευκτη. Επιλογή που οδηγεί, όχι μόνο στον απολογισμό του προηγούμενο βίου, αλλά και στην επανεκτίμηση τρόπων ζωής που η προσήλωση σε εντατικούς ρυθμούς διαβίωσης προσπέρασε. Είναι η ανακάλυψη της κρυφής γοητείας του τοπικού πανηγυριού ή συγκρότηση ενός νέου βλέμματος πάνω στο περιβάλλον, που αποκαλύπτεται ξαφνικά στην διάρκεια μιας περιπλάνησης στους βάλτους. Είναι τελικά το πέρασμα από την φτώχεια των τηλεοπτικών συναισθημάτων, στο πλούτο μίας - καθαρής από παραισθήσεις - ζωής.
sayles3.jpgΗ αφήγηση της ταινίας παρακολουθεί την Μέι -Άλις να προσπαθεί να προσαρμοστεί στην νέα κατάσταση. Εδώ το πατρικό σπίτι αλλά και η τηλεθέαση είναι το απαραίτητο καταφύγιο από τους κινδύνους της πραγματικής ζωής. Η επαφή με την Σαντέλ και η έξοδος από το σπίτι, την εισάγει σε μια διαδικασία ανασυγκρότηση αλλά και επαναφοράς του χαμένου της αυτοσεβασμού. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι την οδηγεί στην ανασύσταση ενός βλέμματος πάνω στην Φύση και στην ζωή. Για την Σαντέλ είναι η απροσδόκητη εμφάνιση ενός εξορισμένου παρελθόντος, μέσα από τα πρόσωπα της κόρης της και του πατέρα της που θα οδηγήσει στην επανεκτίμηση προσώπων και συναισθημάτων. Ή σχέση της με την Μέι -Άλις τροφοδοτεί τις διαδικασίες αλλαγής, οδηγώντας την σιγά -σιγά στην επανασύνθεση του προσώπου της, που ο έντονος βίος της πόλης αποσύνθεσε.
Συνοδοί σ' αυτό το ταξίδι, των δύο ηρωίδων, είναι οι δύο ανδρικοί κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας. Για την Μέι- Άλις είναι ο ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας στο πρόσωπο ενός ανθρώπου των βάλτων, που επαναφέρει ευαισθησίες και συναισθήματα που ξεχάστηκαν. Για την Σαντέλ είναι ο κιθαρίστας ενός τοπικού συγκροτήματος, που αποκαλύπτει, τον ερωτισμό που διασώζεται μέσα από την επαφή δύο σωμάτων αλλά και επισημαίνει το περίπλοκο της ερωτικής ζωής. Οι δύο αυτοί ανδρικοί χαρακτήρες διασώζουν μέσα από τα πρόσωπα τους, κάτι από το ακατέργαστο της πραγματικής ζωής, που ο βίος των πόλεων, είτε το επικάλυψε, είτε το παραποίησε σε ευτελή φαλλοκρατισμό ή αγοραίο Macho Look.
Αξίζει να επισημάνουμε την αντίθεση που κρύβεται στο περιθώριο του μύθου και που αναδύεται σε ορισμένες στιγμές της: αυτής ανάμεσα στον πραγματικό βίο και στον τηλεοπτικό. Ενώ οι πρώτες εικόνες της ταινίας δείχνουν την Μέι-Άλις στο κρεβάτι του νοσοκομείου να παρακολουθεί την σαπουνόπερα που παίζει στην τηλεόραση: αυτό που κυριαρχεί είναι η εισβολή της ηρωίδας των τηλεοπτικών εικόνων στην πραγματική ζωή. Μια εισβολή που την αποτρέπει να αποκτήσει καθαρή αίσθηση της κατάστασης της. Στην δεύτερη σχετική σκηνή της ταινίας, η ηρωίδα δέχεται την επίσκεψη των συμπρωταγωνιστριών της στο σήριαλ και ακούει τα νέα τους. Εδώ είναι η πρωτοφανής σύγχυση που εισπράττει η κεντρική ηρωίδα και μαζί της οι θεατές, ανάμεσα στην πραγματική ζωή των ηθοποιών του σήριαλ και σ' αυτήν που βιώνουν ως ηθοποιοί στην σαπουνόπερα. Μια σύγχυση που υπογραμμίζει τόσο την ρηχότητα των προσώπων, αλλά το σημαντικότερο αναδεικνύει την απουσία συναισθηματικής ζωής στο εσωτερικό των τηλεοπτικών εικόνων.
Στην τελευταία σκηνή είναι ο τηλεοπτικός παραγωγός που προσφέρει στην κεντρική ηρωίδα την προοπτική μιας επιστροφής στην σαπουνόπερα. Της υπόσχεται να παίξει πάνω στην αναπηρική καρέκλα, αλλά ταυτόχρονα της ζητά να υποδυθεί, εκτός από την παραπληγική (κάτι που είναι εξάλλου στην πραγματική ζωή) και την τυφλή. Τώρα η απόρριψη είναι αυτονόητη για την Μέι-Άλις. Έχοντας έρθει σε επαφή με τον κόσμο των πραγματικών συγκινήσεων, ο ρόλος που καλείται να υποδυθεί μοιάζει όχι μόνο ως ένα ακόμα ψεύδος των τηλεοπτικών εικόνων, αλλά το σημαντικότερο ως Ύβρις απέναντι στην αληθινή ζωή.

Δημήτρης Μπάμπας