(Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές)
του Kenneth Branagh
της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_murder-on-the-orient-express.jpg

Μπορεί το πιο πολυδιαφημισμένο πρόσωπο της ταινίας να είναι ο Τζόνι Ντεπ (Johnny Depp), ο πραγματικός σταρ όμως του «Εγκλήματος στο Οριάν Εξπρές» είναι ο Ηρακλής Πουαρό του Κένεθ Μπράνα (Kenneth Branagh). Τελειομανής αλλά όχι μισάνθρωπος (αντιβαίνοντας έτσι τις περισσότερες αποδόσεις του ήρωα), ευαίσθητος στον ανθρώπινο πόνο, παρατηρητικός στην κρυμμένη αλήθεια του Άλλου, ικανός να αποδεχτεί πώς υπάρχουν καταστάσεις που βάζουν σε κίνδυνο την κοσμοθεωρία σου, αυτός ο Πουαρό καλείται να λύσει το μυστήριο της ίδιας της φύσης μας για να καταλάβει τελικά πώς οι ανισορροπίες της ζωής είναι αναγκαίο συστατικό για τη συνέχισή της. Ο Κένεθ Μπράνα τον ερμηνεύει με τα μάτια και την κίνησή του, υπαινικτικός κι εκρηκτικός μαζί, με θεατρικές πινελιές στην κινηματογραφική του διάσταση, στιλιζαρισμένος αλλά κι ερωτεύσιμος -όπως ακριβώς έχει κάνει και την ίδια την ταινία. Η ερμηνεία του προσδίδει στο βέλγο ντέντεκτιβ ρομαντική χροιά και ανθρώπινη διάσταση, τον κάνει λίγο περισσότερο άγγλο απ’ ότι ίσως θα ήθελε η συγγραφέας του και πολύ περισσότερο σαιξπιρικό απ’ ότι θα αναμέναμε εμείς, το αποτέλεσμα, ωστόσο δικαιώνει το σκηνοθέτη Μπράνα που παραμένει πιστός στην προβληματική του έργου, ενώ ταυτόχρονα το απαλλάσσει από την επιτήδευση των τεχνικών λεπτομερειών της επίλυσης, κι όσο για το «ανακάτεμα» θεατρικού στησίματος και κινηματογραφικού σκηνικού χαρίζει στην ταινία μερικά από τα καλύτερά της πλάνα.
Η φύση γίνεται εδώ μέρος της πλοκής, το φευγαλέο της Ανατολής σε αντίθεση με το συγκεκριμένο της Δύσης, έτσι όπως το τρένο διασχίζει την Κωνσταντινούπολη σαν σε νοσταλγικό όνειρο και σκαλώνει στα χιόνια της Γιουγκοσλαβίας καλύπτοντας με γοργούς ρυθμούς την απόσταση από τη ζεστασιά της ελπίδας για λύτρωση στην παγωνιά της συντελεσμένης δολοφονίας. Η κινηματογράφηση σε 65mm βοηθάει στην απόδοση των αποχρώσεων και των σκιών και συντελεί στην καθηλωτική ατμόσφαιρα της ταινίας. Το ίδιο κάνει και η εκφραστική μουσική του Πάτρικ Ντόιλ (Patrick Doyle), στενού συνεργάτη του Μπράνα. Η κάμερα του Χάρη Ζαμπαρλούκου κινείται προς/από όλα τα επίπεδα του σκηνικού (ευφυής για το λόγο αυτό η επιλογή της γέφυρας και του τούνελ), τους κλειστούς και τους ανοιχτούς χώρους και κάθε λίγο μας ξαφνιάζει ευχάριστα, μ’ ένα ευφάνταστο πλάνο, από ψηλά ή χαμηλά, ή μια ασυνήθιστα αποκαλυπτική γωνία λήψης (ιδιαίτερα στα πλάνα που μοιάζουν θεατρικά, ή σ’ εκείνα στο τούνελ). Η φωτογραφία του αναδεικνύει τις προθέσεις κάθε σκηνής, φωτίζει με την ίδια ευκολία ασπρόμαυρα και έγχρωμα, την αφαίρεση του τώρα και τη συμπύκνωση της ανάμνησης, με τρόπο που αφήνει να διαφανεί η ιδιαιτερότητα κάθε ήρωα – και το τραύμα που κρύβεται πίσω από την περσόνα ή το ρόλο που έχει επιλέξει.
Οι ήρωες κινηματογραφούνται εξίσου συχνά από πολύ κοντά και μόνοι, ή από μακριά και μαζί, μοιάζουν με ξεχωριστές μονάδες, αλλά παραμένουν πάντα μέρη ενός συνόλου που έχει τον ίδιο σκοπό. Ο καθένας τους διαθέτει το ζευγάρι του- τις περισσότερες φορές μ’ ένα μη ερωτικό τρόπο. Ο μόνος που ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό είναι ο κύριος Μπουκ, ικανός για λύσεις και ψέματα αλλά μάλλον ανίκανος να συμπάσχει, δείγμα μιας Ευρώπης που ζει στον αφρό των ημερών και επιμένει να αγνοεί τα εγκλήματα, τουλάχιστον όσο το τρένο συνεχίζει να φέρνει χρήματα και να μη χρειάζεται να σκεφτούμε που θα καταλήξει. «Ζευγάρι» του Πουαρό είναι πάντα η φωτογραφία της χαμένης Κατρίν, το δικό του τραύμα που κουβαλά παντού, αλλά που δεν σκοπεύει να επανορθώσει. Ο καιρός περνά, αλλά τα πάθη παραμένουν αναλλοίωτα κι ο χρόνος δεν είναι ικανός να τα κατευνάσει. Και είναι προς τιμήν του Μπράνα που βάζει την τρίτη ηλικία στο κέντρο της σκηνής και δεν κάνει ηλικιακές εκπτώσεις. Το καστ είναι βεβαίως ένας κι ένας: Τζος Γκαντ (Josh Gad), Πενέλοπε Κρουζ (Penélope Cruz), Γουίλιαμ Νταφόε (Willem Dafoe), Τζούντι Ντέντς (Judi Dench), Τζόνι Ντεπ, Ντέιζι Ρίντλει (Daisy Ridley), Λέσλι Όντομ Τζούνιορ (Leslie Odom Jr.), Ντέρεκ Τζάκομπι (Derek Jacobi), Μισέλ Φάιφερ (Michelle Pfeiffer) και μαζί ο Σεργκέι Πολούνιν (Sergei Polunin) που παίζει ελάχιστα, αλλά μας χαρίζει ένα αξέχαστο δευτερόλεπτο χορευτικής βίας. Ο καθένας έχει από το σκηνοθέτη μια τουλάχιστον σκηνή πρωταγωνιστή, αλλά σε κανέναν δεν επιτρέπεται να ξεχωρίσει. Ο κύριος Ράτσετ του Τζόνι Ντεπ κερδίζει σίγουρα λίγα παραπάνω πλάνα λόγω ονόματος, κερδισμένη, όμως, της μοιρασιάς είναι αναμφίβολα η κυρία Κάρολαϊν Μάρθα Χάμπαρντ της Μισέλ Φάιφερ, η μόνη στην οποία επιτρέπεται να αποκτήσει δική της υπόσταση, ως επικεφαλής ενός «κρυφού θιάσου» σ’ ένα έργο απώλειας, μοναξιάς, θανάτου και εκδίκησης που έχει γράψει από πριν, αλλά που δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάληξή του.
Ως συνεπής θεατρικός σκηνοθέτης ο Μπράνα αγαπά το στοιχείο του προσχεδιασμού και της ανατροπής και το ίδιο κάνει κι ο ήρωάς του. Έτσι οι εξαιρετικές εξωτερικές σκηνές με τα τραπέζια οφείλονται εξίσου στο σκηνοθέτη όπως και το ντεντέκτιβ του, το ίδιο και η αγαπημένη μου σκηνή προς το τέλος με εκείνο το «όχι» που φωνάζουν όλοι μαζί. Η αγάπη του σκηνοθέτη για τα τρένα είναι κι αυτή παραπάνω από εμφανής, το ίδιο και η προτίμηση του για την υψηλή αισθητική και την ακρίβεια στη δράση. Και παρότι δεν αντιστέκεται σε κάποιες μικρές ευκολίες ή υπερβολές που στοχεύουν να αιχμαλωτίσουν το θεατή, αυτό που μας προτείνει μας αγγίζει τελικά, επειδή προέρχεται κατευθείαν από τα μικρά, φαιά του κύτταρα, που του επιτρέπουν να φαντάζεται τη ζωή έτσι ακριβώς όπως θέλει να μας την αποδώσει.