των Benny Safdie & Josh Safdie
(σχετικά με την ταινία)
Μετά από μια ληστεία σε τράπεζα, ο Constantine (στο ρόλο ο Robert Pattinson) ξεκινάει μια οδύσσεια μέσα στον υπόκοσμο της πόλης. Ότι επιδιώκει σ’ αυτήν την ολοένα και πιο απελπιστική και επικίνδυνη περιήγηση είναι να βγάλει τον αδερφό του από τη φυλακή. Κατά τη διάρκεια μιας νύχτας που ομοιάζει ως μια τρελή κάθοδο μέσα στη βία και το χάος, ο Constantine αγωνίζεται ενάντια στο χρόνο για να σώσει τον αδελφό και τον εαυτό του.
Οι δηλώσεις του Josh Safdie
Έχουμε εμμονή με τους χαρακτήρες που ζουν τη στιγμή. Ο χρόνος είναι πάντα εχθρός και το παρόν υπάρχει έξω από τον χρόνο. Οι χαρακτήρες μας δεν ξέρουν τι θα τους φέρει η επόμενη μέρα ούτε καν η επόμενη ώρα. Είναι παραμερισμένοι άνθρωποι που μπορεί να εξαφανιστούν σε ένα δευτερόλεπτο, κι αυτό είναι μέρος της ομορφιάς και της γοητείας τους.
(...) Στο Good Time, η εμμονή μας με τους ανθρώπους του περιθωρίου εστιάζει σε ένα διαφορετικό είδος ξεχασμένων Αμερικάνων, των οποίων η αίσθηση του τώρα υποδεικνύεται περισσότερο από την πλοκή και την αφήγηση.
Όσο πιο πολύ αναλογιζόμασταν στοιχεία όπως ο κίνδυνος, το επείγον και ο σκοπός τόσο καταλήγαμε να κάνουμε ένα pulp thriller στο στυλ grindhouse ταινιών (ταινίες που θυσιάζουν τις ερμηνείες, το υπόβαθρο των χαρακτήρων, την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και την πλοκή προς όφελος της βίας, των σεξουαλικών σκηνών και άλλων σοκαριστικών θεαμάτων).
(...) Είναι σημαντικό για εμάς να αγαπάμε τους χαρακτήρες μας, είναι πάντα ήρωες. Αρνούνται να βιώσουν τη ζωή όπως τους έχει έρθει και κάνουν τα πάντα για να ξεχωρίσουν. Με τον Rob (σ.τ.ε. Robert Pattinson), βρήκαμε έναν φοβερά γοητευτικό και αρεστό άντρα, αλλά είχε και ένα παράδοξο. Μπορούσε να δημιουργήσει έναν περιθωριακό τύπο που όμως θέλει να συνδεθεί. Όταν γράφεις για κάποιον, πρέπει να βάλεις κάτι από τον ίδιο. Ο Rob έδωσε ευαισθησία τον Connie και αυτό το βρίσκω πολύ ελκυστικό.
(...) Το Heaven Knows What ήταν η αποκάλυψη του Buddy Duress ως ερμηνευτή. Ο σπόρος για αυτή την ταινία ήταν να βάλουμε τον Rob και τον Buddy μαζί σε μία ταινία. Αρχικά ήταν ο Rob που είχε τον υποστηρικτικό ρόλο δίπλα στον Buddy.
(...) Όταν ο Connie μπαίνει στη φυλακή, αρχίζει να σκέφτεται τι πήγε λάθος. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να επανορθώσει τα λάθη που έχει κάνει σε βάρος του αδελφού του, να βρει έναν τρόπο να είναι ελεύθεροι, να σωθούν από έναν απελπιστικό κόσμο με κακοπληρωμένες δουλειές και άλλες παγίδες.
(...) Ξερώ τον Connie. Τον έχω ξανασυναντήσει. Είναι ο τύπος του ξερόλα που έχει πρόσβαση στο Μανχάταν, αλλά δεν θα ζήσει ποτέ εκεί.
(...) Το Κουινς μοιάζει απομονωμένο, αλλά είναι και φοβερά ποικιλόμορφο, με αναπάντεχες τοποθεσίες και φοβερές εικόνες που θέλουμε να αιχμαλωτίζουμε στη δουλειά μας. Αυτά τα μέρη τα βρίσκεις μόνο σε ιδιαίτερες γειτονιές και αναδεικνύονται τέλεια στο φιλμ.
(...) Οι άνθρωποι είναι περήφανοι να λένε ότι είναι από το Κουίνς, αλλά υπάρχει η ανάγκη να ξεφύγουν και να τα καταφέρουν στη μεγάλη πόλη, γιατί το Μανχάταν θεωρείται το κέντρο της Νέας Υόρκης. Πολλοί άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν μέχρι εκεί κι αυτό θεωρείται τραγικό.
Η μανία είναι ένα συναίσθημα που γεννάει αυτή η ταινία. Θέλαμε μία μουσική που να έχει πάντα αυτή τη συχνότητα. [Η μουσική] Έγινε η ψυχή της ταινίας μας. Κάθε οπτικό στοιχείο έχει τον ήχο του, μέχρι και το πορτοκαλί φούτερ με κουκούλα που φοράει ο Connie σε μία σκηνή. Η μουσική ήταν ένας ακόμα χαρακτήρας στην ταινία.
[Για το The Pure and the Damned του Iggy Pop] Ο Iggy είδε τον Connie ως καταραμένο και τον Nick ως αγνό. Υπονοεί ότι ο αγνός ενεργεί από αγάπη μόνο, όπως και ο καταραμένος. Το τραγούδι υπογραμμίζει την ιδέα ότι ο Connie έχεις καλές προθέσεις καθώς η ταινία καταλήγει σε ένα αδιάλλακτο συμπέρασμα.
Καθηλώθηκα όταν άκουσα τον μονόλογο του Iggy που λέει ότι θέλει να ξεμπερδέψει με τα νήματα που τον κρατάνε, είδα ξεκάθαρα ότι ο Connie έχει καλή πρόθεση, απλώς έχει πιαστεί στα δίχτυα. Η ληστεία ήταν ο τρόπος του να δώσει στον αδερφό του μια καλύτερη ζωή. Είχε έναν σκοπό, ήθελε να περάσουν καλά, παρά τις προσπάθειες πολλών που στέκουν εμπόδια στον δρόμο τους.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή