(Ο κύριος Γουέστ στη χώρα των μπολσεβίκων)
του Lev Kuleshov
κείμενο του Nikolai Lebedev
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_extraordinary-1.jpg

(...) Η ταινία σχεδιάστηκε σαν δίπτυχο φυλλάδιο: Πάνω στον ψευδολόγο αστικό Τύπο και τους Αμερικανούς που τον πιστεύουν και ταυτόχρονα, πάνω στο πιο διαδεδομένο είδος του ξένου, αστικού κινηματογράφου της εποχής, το «νουάρ». Ο Αμερικανός γερουσιαστής Ουέστ πηγαίνει για επαγγελματικό ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση. Έχοντας διαβάσει αντισοβιετικά περιοδικά, θεωρεί ότι η χώρα μας κατοικείται από άγριους, ντυμένους με δέρματα ζώων και με μαχαίρια στα δόντια. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μόσχας ο Ουέστ πέφτει στα χέρια μιας συμμορίας απατεώνων, οι οποίοι, υπολογίζοντας την ανόητη αντίληψή του για την Χώρα των Σοβιέτ, τον τρομοκρατούν με τους «μπολσεβίκους» και του αποσπούν δολάρια. Στο τέλος της ταινίας η αστυνομία συλλαμβάνει την συμμορία και απελευθερώνει τον άτυχο γερουσιαστή. Ο κύριος Ουέστ γνωρίζει την Μόσχα, είναι παρών στην στρατιωτική παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία και πείθεται ότι η ΕΣΣΔ μακράν δεν είναι χώρα αγρίων. (...) Ο Κουλεσόφ προσέγγισε το σενάριο σαν αφορμή για πειραματική δοκιμή των θεωρητικών του απόψεων και των δυνατοτήτων της κολλεκτίβας του. Θέλοντας να χρησιμοποιήσει όλα τα μέλη του εργαστηριού, ενέταξε στο σενάριο την περσόνα του “σωματοφύλακα του Ουέστ”, έναν κλασικό κάουμπόι με πλατύγυρο καπέλο και λάσσο στο χέρι, ρόλο που έδωσε στον άρτι αφιχθέντα στο εργαστήρι μποξέρ, Μπορίς Μπαρνέτ.
(...) Η ταινία ήταν η πρώτη στην οποία, όχι τυχαία και σποραδικά, αλλά ουσιαστικά και με συνέπεια εφαρμόστηκαν όλα τα βασικά ιδιαίτερα κινηματογραφικά μέσα έκφρασης: Γύρισμα με την χρήση διαφόρετικών πλάνων και ρακόρ, διάσπαση των σκηνών σε μικρά μονταρισμένα κομμάτια, ακριβής συνθετική κατασκευή κάθε πλάνου με υπολογισμό της ταχύτητας αντίδρασης του θεατή. Το παίξιμο των νεαρών ηθοποιών γοητεύτηκε από την ακρίβεια, την επεξεργασία και προετοιμασία κάθε κίνησης, ιδιαίτερα στις επικίνδυνες σκηνές, στις σκηνές του μποξ, σε όλα τα επεισόδια που απαιτούσαν πολύ καλή φυσική προετοιμασία.
Η ταινία γυρίστηκε υπέροχα από τον εικονολήπτη Λεβίτσκι, σε απόλυτη στυλιστική ενότητα με την σκηνοθεσία και το παίξιμο των ηθοποιών: Η φωτογραφία ξεχώριζε για την απλότητά της, την διαύγεια, την απόλυτη απουσία κάθε είδους απαίτησης στην «ωραιοποίηση». Επιπλέον, στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς και ταλαντούχα, τα εκφραστικά μέσα της τέχνης του εικονολήπτη, το φως, η αλλαγή του τονισμού, τα διαφορετικά σημεία λήψης. Ο «κύριος Ουέστ» μονταρίστηκε υπέροχα: Παρά την συντομία και την ποιότητα των μονταρισμένων κομματιών, η δράση αναπτύχθηκε ευδιάκριτα, λογικά, εύληπτα από τους θεατές. Χωρίς την επίτευξη αυτών των, σήμερα θεωρούμενων στοιχειωδών, κανόνων της κινηματογραφικής αφήγησης, ο σοβιετικός κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την αγκάλη του θεάτρου και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να σταθεί σαν αυτόνομη τέχνη.
Επίσης δεν πρέπει να υποτιμηθεί η καινοτόμα σημασία του «Μίστερ Ουέστ» στην καταπολέμηση της χειρωνακτικής μεθόδου δουλειάς στην παραγωγή των στούντιο. Ήταν η πρώτη, στην ιστορία του σοβιετικού κινηματογράφου, περίπτωση, όπου η ταινία γυρίστηκε πάνω σε προσεκτικά επεξεργασμένο, επακριβώς μετρημένο σκηνοθετικό σενάριο, όπου ο χρόνος του γυρίσματος τηρήθηκε εντός των συντομότερων, εκ των προτέρων προγραμματισμένων χρονοδιαγραμμάτων και κόστισε σημαντικά φθηνότερα από άλλες ταινίες ανάλογης κλίμακας.
Η διαδικασία γυρίσματος του «κυρίου Ουέστ» ήταν υπόδειγμα οργανωτικότητας και καταπληκτικού επαγγελματισμού, μετά από τον οποίο δεν επιτρέπεται επιστροφή στον ερασιτεχνισμό, τον τόσο χαρακτηριστικό για την επαναστατική και πρώιμη σοβιετική κινηματογραφική παραγωγή».

( απόσπασματα απο την έκδοση Ν. Α. Λέμπεντεφ, «Δοκίμιο για την ισορία του κινηματογράφου της ΕΣΣΔ – Βωβό σινεμά, 1918 – 1934», 1965, ελληνική μετάφραση σημειώσεις για την παραγωγή)