(ένα αφίερωμα στο 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου)
fest13.jpg
«Το αφιέρωμα συμπίπτει ιδανικά με την επετειακή διοργάνωση του Φεστιβάλ και την επιθυμία του να διατυπώσει μια πρόταση επαναπροσδιορισμού της έβδομης τέχνης, με κεντρικό σύνθημα το ερώτημα ‘’Why cinema now?’’»
Δέσποινα Μουζάκη

Με συνειδητή επιλογή το «ροζ», δημιουργοί όπως ο Κότζι Γουακαμάτσου / Koji Wakamatsu, ο Νομπόρου Τανάκα / Noboru Tanaka, o Μασάο Αντάτσι / Masao Adachi, o Καν Μουκάι / Kan Mukai, o Τατσούμι Κουμασίρο /Tatsumi Kumashiro και ο Μαμόρου Γουατανάμπε / Mamorou Watanabe, έδωσαν τη δική τους, προσωπική εκδοχή για τη φαντασία στην εξουσία, μεταφράζοντας σε πλάνα μοναδικής αισθητικής τα πιο παράξενα όνειρά τους. Την ίδια στιγμή που η Ευρώπη ζούσε στους ρυθμούς του Μάη του ’68, στην Ιαπωνία, η εγχώρια κινηματογραφία δονούνταν από το έργο αυτών των σκηνοθετών, έργο που έφτασε μέχρι τα μεγάλα στούντιο, προοικονόμησε την επανάσταση του new wave και πρότεινε μια άλλη ριζοσπαστική κουλτούρα.

Η Pink Eiga, ξεκίνησε από τους κύκλους του underground, με χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγές και ερασιτέχνες ηθοποιούς, πέρασε στα χέρια των μεγάλων στούντιο (με κυρίαρχη την εταιρεία Nikkatsu) και την εποχή των υπερπαραγωγών κι έλαβε μέσα σε λίγα μόλις χρόνια θρυλικές διαστάσεις, αποτελώντας μια μοναδική περίπτωση στην ιστορία της τέχνης. Η ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας, έτσι όπως τη συνέλαβαν οι κάμερες μιας ομάδας τολμηρών ανεξάρτητων σκηνοθετών στις συναρπαστικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, έγινε πράξη αντίστασης στο πνιγηρό πολιτικό καθεστώς, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων της χώρας τους.
fest12.jpg
Οι δημιουργοί, χρησιμοποιώντας ερωτικές φαντασιώσεις ως αλληγορίες, αντιπαρέθεσαν το έργο τους στα κακώς κείμενα της άσκησης της εξουσίας. Και αντιμετώπισαν την αυστηρή ιαπωνική λογοκρισία, η οποία συνέβαλε άθελά της καταλυτικά στον μύθο των pink films. Ενώ στόχευε στην απαγόρευση σκηνών ερωτικού περιεχομένου, οδήγησε ουσιαστικά τους δημιουργούς στην χρήση τεχνικών που χαρακτήρισαν υφολογικά το είδος, δίνοντάς του ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία, χαρίζοντάς του την μοναδική υπόσταση που έχει στο παγκόσμιο σινεμά.

Οι σκηνοθέτες που χάραξαν την πορεία τους στο δρόμο της Pink Eiga, διασταυρώθηκαν και συνεργάστηκαν με μεγάλα ονόματα της ιαπωνικής και παγκόσμιας κινηματογραφικής σκηνής, όπως ο Ακίρα Κουροσάβα, ο Ναγκίσα Οσίμα, ο Σεϊτζούν Σουζούκι, ο Σοχέι Ιμαμούρα κ.α. Έμειναν πιστοί όμως στο όραμά τους, σε ένα κινηματογραφικό είδος που αναπτύχθηκε ραγδαία, φέρνοντας επανάσταση στην απεικόνιση του ερωτισμού. Ιστορικά, αλλά και φορμαλιστικά, τα Pink Films, παρά την φανερή ερωτική τους διάσταση, έχουν τις ρίζες τους στην avant – garde κινηματογραφική σκηνή της δεκαετίας του ’60.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο του Κότζι Γουακαμάτσου, πρωτοπόρου της pink eiga και συμπαραγωγού της Αυτοκρατορίας των αισθήσεων του Οσίμα. Φορτισμένες πολιτικά, οι ταινίες του Γουακαμάτσου έχουν συνδεθεί με την δυναμική σκηνή της πρωτοπορίας του ’60, διατηρώντας ταυτόχρονα μια σημαίνουσα θέση στην διαδρομή της pink eiga. Από το Secrets behind the walls – που το 1965 επιλέχθηκε να διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αντιμετωπίζοντας την οργή του σωματείου ιαπώνων παραγωγών, που θεώρησαν εθνική προσβολή την επιλογή της ταινίας εξαιτίας του ερωτικού της στοιχείου - έως το πρόσφατο 3ωρο καθαρά πολιτικό του έργο United red army (2008) – το χρονικό της δράσης της γνωστής ομάδας ιαπώνων τρομοκρατών - ο Γουακαμάτσου, έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία της ιαπωνικής κινηματογραφίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τις ανάγκες της ταινίας United red army, ο Γουακαμάτσου δεν δίστασε να ανατινάξει το ίδιο του το σπίτι. Μέσα από την εταιρεία του Wakamatsu Production, εξασφάλισε το δημιουργικό πεδίο και την ελευθερία έκφρασης που χρειαζόταν, ανοίγοντας το δρόμο για την επόμενη γενιά δημιουργών. Εκτός από το Secrets behind the walls και το United red army, στο 50ο Φεστιβάλ, θα προβληθούν δυο ακόμη ταινίες, ενδεικτικές της φιλμογραφίας του Γουακαμάτσου. Το Shinjuku Mad (1970), η κατάδυση ενός πατέρα που αναζητά τον δολοφόνο του γιου του στον κόσμο των νεανικών ομάδων αμφισβήτησης του Τόκιο και το Running in madness, Dying in love (1969), το χρονικό ενός καταραμένου ερωτικού τριγώνου και ταυτόχρονα ένα αιχμηρό σχόλιο του Γουακαμάτσου για το αστυνομοκρατούμενο κράτος.
fest11.jpg
Ως τον «πιο σημαντικό αντίπαλο του Γουακαμάτσου», αναγνωρίζουν οι ιάπωνες κριτικοί τον Καν Μουκάι (ή Χιρόσι Μουκάι). Απ’ τους πρωτοπόρους της pink eiga, ο παραγωγικότατος Καν Μουκάι (1937 – 2008) σκηνοθέτησε από το 1965 έως το 2004 περίπου 200 ταινίες και ανέλαβε την παραγωγή σε περισσότερες από 500 (!) Ο πολυπράγμων Καν Μουκάι δημιούργησε την εταιρεία Mukai Production και στάθηκε, όπως και ο Γουακαμάτσου, στο πλευρό νέων πολλά υποσχόμενων σκηνοθετών, ανάμεσα στους οποίους και ο βραβευμένος με Όσκαρ, Γιοτζίρο Τακίτα. Η ταινία του Blue Film Woman (1969) απ’ τις πρώτες έγχρωμες ταινίες του είδους, αποτελεί μια παραληρηματική άσκηση ύφους. Στοιχεία ψυχεδέλειας, ερωτική ατμόσφαιρα και μια οξεία ματιά στη διάψευση του ιαπωνικού ονείρου, συνθέτουν μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες της pink eiga.

Ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού του είδους είναι ο Μασάο Αντάτσι. Εξαιρετικός σκηνοθέτης, αλλά και δεινός συγγραφέας, ο Μασάο Αντάτσι, κύριος σεναριογράφος της Wakamatsu Productions, υπέγραψε σεναριακά πολλές ταινίες (ανάμεσά τους και δυο ταινίες του Ναγκίσα Οσίμα) και πέρασε πίσω από την κάμερα, καταθέτοντας έργο που ισορροπούσε ανάμεσα στην pink eiga και τον underground κινηματογράφο του ’60. Το 1974, ο Αντάτσι πήγε στη Βηρυτό και κατατάχθηκε στον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό, υποστηρίζοντας την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Έζησε στο Λίβανο επί 28 χρόνια πριν τη σύλληψη και την απέλασή του πίσω στην Ιαπωνία. Στο 50ο Φεστιβάλ, θα προβληθεί η ταινία του Gushing Prayer (1971), μια αλληγορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως προκύπτει μέσα από την αφήγηση της ιστορίας μιας παρέας μαθητών στα ταραγμένα χρόνια του ’60.

Ένας από τους «τρεις στυλοβάτες του pink» (όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούν), είναι ο ιάπωνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Μαμόρου Γουατανάμπε (την τριάδα συμπληρώνουν ο Γκένζι Νακαμούρα και ο Τομοάκι Τακαχάσι). Για την ταινία του Secret Hot Sprint Town: Nightly Starfish (1970), για την ο Τζάσπερ Σαρπ έχει γράψει ότι αποτελεί ένα υβρίδιο σε ροζ αποχρώσεις που αντλεί θεματικά από τις ταινίες Floating Weeds του Όζου και The Pornographers του Ιμαμούρα. Γυρισμένη σε έγχρωμο φιλμ που εναλλάσσεται με το ασπρόμαυρο (εξαιτίας του περιορισμένου προϋπολογισμού), με άφθονες δόσεις χιούμορ, ο Γουατανάμπε ακολουθεί ένα συνεργείο pink film, καθώς διασχίζει την Ιαπωνία. Και καταθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία – χιούμορ, δαιδαλώδη πλοκή, σινεφίλ αναφορές – που τον καθιέρωσαν ως έναν απ’ τους πλέον σημαντικούς δημιουργούς του πρώτου κύματος της pink eiga.

Ο Νομπόρου Τανάκα διδάχθηκε κινηματογράφο δίπλα σε μεγάλα ονόματα του ιαπωνικού σινεμά, αρχικά ως βοηθός παραγωγής στο Yojimbo του Κουροσάβα και στη συνέχεια ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες των Σεϊτζούν Σουζούκι και Σοχέι Ιμαμούρα. Η τέχνη του Τανάκα, ξεχώρισε ανάμεσα στις παραγωγές του στούντιο Nikkatsu, για τις λεπτές ποιητικές της αποχρώσεις, αλλά για την καινοτόμο – πολλές φορές σουρεαλιστική - χρήση της χρωματικής παλέτας. Στο αφιέρωμα θα παρουσιαστούν οι ταινίες του Watcher in the Attic (1976) και Beauty’s Exotic Dance: Torture! (1977), τα δυο τελευταία μέρη της τριλογίας του για την μεσοπολεμική Ιαπωνία (περίοδος Taisho), καθώς και το Secret Chronicles: She Beast Market (1974), επίσης τρίτο μέρος τριλογίας του Τανάκα με θέμα την πορνεία, στο οποίο πρωταγωνιστεί και ο καλτ ποιητής Sakumi Hagiwara.

Ο πιο επιτυχημένος σκηνοθέτης της pink eiga και πιο συγκεκριμένα των roman υπερπαραγωγών της, ο Τατσούμι Κουμασίρο (1927 – 1995), με όχημα τις γενναίες χρηματοδοτήσεις και την καλλιτεχνική ελευθερία που του εξασφάλισε η Nikkatsu, υπέγραψε ταινίες που έσπασαν τα ταμεία στην Ιαπωνία, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Εκτός από το box – office, ο Κουμασίρο, κέρδισε το σεβασμό και την αναγνώριση μεγάλων δημιουργών όπως ο Φρανσουά Τριφό, ο οποίος όταν είδε το φιλμ του Κουμασίρο The world of geisha, το εκθείασε λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ανάμεσα στην αποθέωση της γυναικείας ομορφιάς και την χλεύη της αρσενικής βλακείας, βρίσκεται το γενναιόδωρο πνεύμα του Ζαν Ρενουάρ». Στο φεστιβάλ, θα προβληθεί η ταινία του Woods are wet (1973), ένας διαστροφικός εφιάλτης, που πηγάζει απευθείας από τον κόσμο του Μαρκήσιου ντε Σαντ.
Στις ταινίες pink eiga, το «ροζ», αλλάζει χρώματα. Γίνεται κόκκινο, ενίοτε και μαύρο, αποκαλύπτοντας ένα κινηματογραφικό είδος που είδε τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα, που άσκησε κριτική, που πραγματοποίησε όνειρα και κυρίως... φαντασιώσεις.

(πηγή δελτίο τύπου)