του Xavier Dolan
(σχετικά με την ταινία)
mommy.jpg

Μια χήρα μητέρα κουβαλά το βάρος της επιμέλειας και της φροντίδας του 15χρονου γιου του που πάσχει από ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ). Καθώς προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα ασήκωτα βάρη της μητρότητας συναντά την Kyla, μια κοπέλα που οικειοθελώς τη βοηθά. Μαζί της, θα βρει μια νέα αίσθηση ισορροπίας, και η ελπίδα θα γίνει πάλι δυνατή.
Στην ταινία, ο σκηνοθέτης επέλεξε για κινηματογραφικό κάδρο το τετράγωνο, δηλαδη την αναλογία εικόνας 1:1 για να τονίσει τους χαρακτήρες και τις προσωπικότητες τους: «Το τετράγωνο δημιουργεί τέλεια καδραρίσματα για τα πρόσωπα και αντιπροσωπεύει το ιδανικό για ένα πορτρέτο», εξηγεί ο Xavier Dolan.«Βλέμμα έλκεται προς την κατεύθυνση αυτή». Και συνεχίζει: «[Τα κοστούμια:] συχνά είναι παραμελημένα στις ταινίες Ωστόσο, είναι η πρώτη οπτική επαφή με το θεατή. Κάνω ό, τι θέλω να κάνω, και προσπαθώ να σταματώ όταν δεν ξέρω τι κάνω…». Αναφερόμενος στις επιρροές του δηλώνει: «Οι αναφορές στις ταινίες μου είναι πολύ λιγότερες σε αριθμό από όσες θέλουν κάποιοι να μου αποδίδουν. Ναι, έχω ήρωες. Ένας με τον οποίο νιώθω πιο κοντά είναι ο Gus Van Sant.. Οι ταινίες του έχουν ελευθερία στην μορφή, και δεν είναι πάντα ευθείς, υπάρχουν σ’ αυτές παρεκβάσεις που δημιουργούν το συναίσθημα».
Και συνεχίζει: «Έφτιαξα την ταινία όπως κάθε καλλιτέχνης που ζωγραφίζει για να εκφραστεί, με την ευχή κάποιος να το αγαπήσει, να το κατανοήσει. Εμείς οι σκηνοθέτες κάνουμε το ίδιο πράγμα. Κάνουμε ταινίες για να τις καταλάβει ο κόσμος, να τις αγαπήσει κι έπειτα, ιδανικά, να αγαπήσει κι εμάς».

Το σημειώμα του σκηνοθέτη
Από την πρώτη μου ταινία, έχω μιλήσει πολύ για την αγάπη.
Έχω μιλήσει για την εφηβεία, την απομόνωση και τη διεμφυλικότητα. Έχω μιλήσει για τον Τζάκσον Πόλοκ και τα ’90s, για την αποξένωση και την ομοφοβία. Για οικοτροφεία και για την πολύ γαλλο-καναδική λέξη «special», για το άρμεγμα των αγελάδων, για την αποκρυστάλλωση του Σταντάλ και το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Έχω μιλήσει σε μια αρκετά πνευματώδη σλάνγκ κι έχω μιλήσει και βρώμικα. Έχω μιλήσει στα αγγλικά, πότε πότε, κι έχω μιλήσει επιπόλαια περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε.
Γιατί αυτό συμβαίνει όταν «μιλάς» για πράγματα, υποθέτω, υπάρχει πάντα αυτό το σχεδόν αναπόφευκτο ρίσκο ότι μπορεί να λες μαλακίες. Και γι’ αυτό πάντοτε αποφάσιζα να μένω σε αυτά που ήξερα, ή σε ό,τι –λίγο ή πολύ– μου ήταν οικείο. Θέματα που νόμιζα ότι γνώριζα ενδελεχώς ή ικανοποιητικά επειδή γνώριζα τη δική μου διαφορετικότητα ή το προάστιο όπου είχα μεγαλώσει. Ή επειδή γνώριζα πόσο μεγάλος ήταν ο φόβος μου για τους άλλους, και ακόμα είναι. Γιατί γνώριζα τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας όταν ζούμε στα κρυφά, ή την άχρηστη αγάπη που πεισματικά προσφέρουμε σε ανθρώπους που μας κλέβουν τον χρόνο. Αυτά είναι τα πράγματα στα οποία έχω έρθει αρκετά κοντά ώστε να θέλω όντως να μιλήσω γι’ αυτά.
Αλλά αν έπρεπε να υπάρχει ένα, μόνο ένα θέμα για το οποίο γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα για οποιοδήποτε άλλο, ένα που θα με ενέπνεε άνευ όρων, και που αγαπώ πάνω απ’ όλα, αυτό θα ήταν σίγουρα η μητέρα μου. Και όταν λέω η μητέρα μου, νομίζω ότι εννοώ Η ΜΗΤΕΡΑ γενικά, η φιγούρα που αντιπροσωπεύει.
Γιατί είναι αυτή στην οποία επιστρέφω πάντα. Είναι αυτή που θέλω να βλέπω να κερδίζει τη μάχη, αυτή για την οποία θέλω να εφευρίσκω προβλήματα έτσι ώστε να μπορεί να έχει τα εύσημα ότι τα έλυσε όλα, αυτή μέσω της οποίας θέτω ερωτήματα στον εαυτό μου, αυτή που θέλω να ακούω να φωνάζει δυνατά όταν δεν έχουμε πει τίποτα. Είναι αυτή που θέλω να έχει δίκιο όταν είχαμε άδικο, είναι αυτή που, ότι και να γίνει, θα έχει πάντα την τελευταία λέξη.
Πίσω στις μέρες του «Σκότωσα τη Μητέρα Μου», ένιωθα ότι ήθελα να τιμωρήσω τη μάνα μου. Μόνο πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε, και πιστεύω πως, μέσω του «Mommy», αναζητώ τώρα την εκδίκησή της. Μη ρωτάτε.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή )