(Κάποτε στην Ανατολία)
του Nuri Bilge Ceylan
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_bir-zamanlar-anadolu-da.jpg

Γνωστός στο ελληνικό κοινό, μέσα από το τμήμα του Φεστιβάλ Κιν/φου Θεσσαλονίκης Ματιές στα Βαλκάνια, ο Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν / Nuri Bilge Ceylan θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς Τούρκων σκηνοθετών. Μιας γενιάς δημιουργών που όχι μόνο ανανέωσαν τον τουρκικό κινηματογράφο -τόσο θεματικά όσο και αισθητικά- αλλά και ξεπέρασαν  τα σύνορα της χώρας τους, κερδίζοντας τη διεθνή αναγνώριση και σημαντικές διακρίσεις στα μεγάλα φεστιβάλ. Ο Τσεϊλάν ειδικά είναι από τους πιο πολυβραβευμένους κινηματογραφιστές του Φεστιβάλ των Καννών.
Επιγραμματικά θα έλεγα ότι είναι ένας σκηνοθέτης που προσπαθεί να διερευνήσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής με ελλειπτική αφήγηση. Ό,τι ωστόσο τον χαρακτηρίζει ως σκηνοθέτη-δημιουργό είναι τα  υψηλής αισθητικής πλάνα του -εδώ φαίνεται και η θητεία του ως φωτογράφος- και ένας κινηματογραφικός λόγος, που χωρίς να είναι κραυγαλέα πολιτικός, είναι καυστικός και βαθιά ουμανιστικός.
Η πλοκή της ταινίας Once Upon a Time in Anatolia/ Κάποτε στην Ανατολία /Bir Zamanlar Anadolu'da, είναι απλή και βασίζεται σε ένα αληθινό περιστατικό, έτσι όπως το διηγήθηκε στον Τσεϊλάν ένας από τους συν-σεναριογράφους του. Ο τίτλος της είναι εμπνευσμένος από το κλασικό φιλμ του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στη Δύση», και προήλθε από μια ατάκα που είπε ένας από τους οδηγούς στην εξέλιξη της πραγματικής ιστορίας.  Μια ομάδα αντρών οι οποίοι διασχίζουν τους έρημους λόφους της αχανούς στέπας της Ανατολίας αναζητούν ένα πτώμα, που είναι και το τεκμήριο ενός εγκλήματος . Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ως χαρακτήρες ένας γιατρός, ένας εισαγγελέας και ένας αστυνόμος, καθώς επίσης και ο κύριος ύποπτος για το φόνο. Εκείνο που φαίνεται  να διαγράφεται, ειδικά στο δεύτερο μέρος της ταινίας, είναι ότι η κινηματογραφική αφήγηση  ξετυλίγεται μέσα από την οπτική γωνία του γιατρού, ενός μελαγχολικού  και απόμακρου επιστήμονα, το βλέμμα του οποίου είναι ταυτόσημο με αυτό του σκηνοθέτη και μάλλον πρόκειται για το alter ego του .
Ο Τσεϊλάν επιστρέφει με αυτή την ταινία σε έναν τόπο που γνωρίζει καλά, λόγω και προσωπικών παιδικών βιωμάτων. Στον τόπο της Ανατολίας, την κοιτίδα  της κινηματογραφίας του, για να μας αφηγηθεί  μια ιστορία που εξελίσσεται σε μία νύχτα και μία μέρα. Με φόντο το αστυνομικό περιστατικό ενός εγκλήματος και με υλικό τις ανδρικές ιστορίες των ηρώων του, ο δημιουργός στήνει το σκηνικό μέσα στο οποίο ξεδιπλώνονται οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί των χαρακτήρων του με τρόπο ρεαλιστικό και ευτράπελο.
Στην πραγματικότητα στο Κάποτε στην Ανατολία ο σκηνοθέτης επιθυμεί να μιλήσει με τους τρόπους ενός αφηγητή για πολλά θέματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του. Για τους μονότονους ρυθμούς της επαρχιακής ζωής που γνωρίζει καλά, τα παιχνίδια ηγεμονίας των αντρών, τις απογοητεύσεις και τους φόβους τους, τον έρωτα και την απιστία, τη ζωή και το θάνατο. Οι γυναίκες, αν και απούσες, είναι μέσα από τις ιστορίες αυτές περισσότερο ορατές από ποτέ. Οι άντρες τις μνημονεύουν, τις σκέφτονται, φτάνουν εξαιτίας τους ως το έγκλημα. Αλλά είναι η κοινή θλίψη των νικημένων και καταπιεσμένων από τη μοίρα αντρών που κινεί κατά βάθος τα νήματα της ιστορίας.
Τα στοιχεία που καθορίζουν ωστόσο αυτή του την ταινία και τη διαφοροποιούν από άλλες –πέρα από το ότι υπήρξε επικό επίτευγμα και η πιο δύσκολη από τεχνικής άποψης δουλειά του σκηνοθέτη- είναι κυρίως δύο: από τη μια ο αχανής σκηνοθετικός χώρος,  χωρίς αρχή και τέλος, αέναα επαναλαμβανόμενος και ρευστός, με τις φιδωτές διαδρομές του,  κι από την άλλη οι παρεκβατικοί διάλογοι ή μονόλογοι, οι μικρές ιστορίες που πλέκουν τον ιστό της ταινίας. Πρόκειται στην ουσία για ένα σύνολο από διαδρομές –εξωτερικές και εσωτερικές- μια περιπλάνηση που φέρνει τους ήρωες πιο κοντά στον ίδιο τους τον εαυτό. Ειδικότερα όσον αφορά το χώρο, ο Τσεϊλάν  χρησιμοποιεί εδώ την αχανή έκταση της στέπας, με την άγρια αρχαϊκή ομορφιά της, τα χρώματα και τη γεωμορφολογία της, μέσα από ευρέα φορμάτ και μια ποικιλία από γωνίες λήψεων για να υποστηρίξει την αφήγηση αλλά και να προβάλει την εικαστικότητά της. Εδώ βλέπουμε στα μακρινά στατικά του πλάνα και την οπτική ενός φωτογράφου-τοπιογράφου κάτι που τον φέρνει κοντά στον Κιαροστάμι. Κοινός τόπος εξάλλου και των δύο δημιουργών είναι η φωτογραφία. Υπήρξαν και φωτογράφοι.  Όσον αφορά τους διαλόγους  και τις μικροϊστορίες που εξιστορούν,  πηγή έμπνευσης του παραμένει ο Τσέχωφ, αφού στο σενάριο υπάρχουν  πλήθος αναφορές από ιστορίες του. Ένα τρίτο όμως στοιχείο, το πιο καθοριστικό για το ύφος της ταινίας, είναι ο φωτισμός της και ειδικότερα ο τρόπος που το φως σχίζει το σκοτάδι. Είτε πρόκειται για τους προβολείς των αυτοκινήτων, μοναδική πηγή φωτός κατά τη νυχτερινή αναζήτηση, είτε για το φως του φεγγαριού ή μιας αστραπής, είτε για το φως που εκπέμπουν τα κεριά και οι λάμπες πετρελαίου.  Κάθε πρόσωπο έχει το δικό του φωτισμό στην ταινία. Ο διαφορετικός μάλιστα τρόπος που τα πρόσωπα της ιστορίας φωτίζονται μέσα στο σκοτάδι αποκαλύπτει κάτι από τον ψυχικό τους κόσμο, ίσως και την άβυσσο της ψυχής τους.
Για την ταινία έχουν γραφτεί πολλά. Κάποιοι την είδαν σαν ένα  τελετουργικό road movie στην έρημη τουρκική ενδοχώρα, άλλοι σαν ένα ρεαλιστικό δράμα που διαθέτει χιούμορ και στοιχεία νουάρ. Αρκετοί τη θεώρησαν αιχμηρή αλληγορία για την κατάσταση στην Τουρκία ή ένα ταξίδι αυτογνωσίας για την αναζήτηση της αλήθειας. Πέρα από όλα αυτά  η ταινία είναι μια σπουδή πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο. Ένα αυστηρά δομημένο πορτρέτο μιας έρευνας που διαρκεί μια μέρα και μια νύχτα και που οδηγεί σε πολλαπλές αποκαλύψεις, όπως σ αυτήν της απόλυτης ομορφιάς σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας.
H ταινία είναι αρκετά μεγάλη. Όταν σε μια συνέντευξη του ο Τσεϊλάν ρωτήθηκε γιατί δεν τη μάζεψε λίγο για να την κάνει πιο εμπορική, απάντησε  ότι ο λόγος μπορεί να ήτανε ακριβώς κι αυτός. Ότι δηλαδή δεν ήθελε να υποκύψει στις επιταγές της κινηματογραφικής βιομηχανίας που θέλουν την ταινία να διαρκεί ενενήντα λεπτά. Ο λόγος βέβαια δεν είναι μόνο αυτός. Το «Κάποτε στην Ανατολία» παρά τη μεγάλη του διάρκεια και το γεγονός ότι αφήνει κάποια ερωτήματα ανοιχτά, βυθίζει το θεατή σε έναν κόσμο ονειρικό, σχεδόν μεταφυσικό, όπου ο χρόνος φαίνεται να καταργείται. Και σ' αυτόν τον κόσμο ούτε μία σκηνή δεν είναι περιττή.

(εισήγηση στην Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης στην προβολή της ταινίας την Κυριακή, 26-3-2017)

της Καλλιόπης Πουτούρογλου  [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]