(Ο λάκκος)
του Hiroshi Teshigahara
κριτική του Acquarellο
pitfall.jpg

Κάτω από την κάλυψη του σκοταδιού, ένας κατατρεγμένος ανθρακωρύχος (Hisashi Igawa) και ο νεαρός, απαθής γιος του (Kazuo Miyahara), συνοδευόμενοι κι από έναν άλλο απελπισμένο συνάδελφο, εγκαταλείπουν τη δουλειά και το χωριό τους, για να αναζητήσουν την τύχη τους μακριά από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας (και τον αυταρχικό έλεγχο που ασκείται) από την πανίσχυρη βιομηχανία. Ένας μυστηριώδης και μεθοδικός ξένος ντυμένος μ’ ένα λευκό κοστούμι (Kunie Tanaka) κρυμμένος πίσω από τα πέτρινα μνημεία του γειτονικού νεκροταφείου, τον φωτογραφίζει από απόσταση.
Ο ανθρακωρύχος τελικά βρίσκει δουλειά σε ένα καλά οργανωμένο μεταλλωρυχείο και συνεχίζει τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής. Μια μέρα, ο προϊστάμενος του ανακοινώνει ότι μια μεγαλύτερη εταιρία θα ήθελε να τον προσλάβει. Σαν απόδειξη της σημαντικής θέσης που του προσφέρεται, του δείχνει μια φωτογραφία του ανθρακωρύχου που συνόδευε το συμβόλαιο της εταιρίας. Ο ανθρακωρύχος αποδέχεται τη θέση και όταν φτάνει με το γιο του στον τόπο του ραντεβού, το μόνο που αντικρίζει είναι ένα ανησυχητικά άδειο χωριό. Η μοναδική κάτοικος είναι η ιδιοκτήτρια ενός ζαχαροπλαστείου (Sumie Sasaki), που περιμένει τον εραστή της να έρθει να την πάρει από εκεί. Αυτή τους εξηγεί ότι το τοπικό ορυχείο έχει κλείσει, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσει και η πόλη ερήμωσε, καθώς οι εργάτες έφυγαν, για να αναζητήσουν αλλού δουλειά. Ανεξήγητα γοητευμένος από την πόλη-φάντασμα, ο ανυποψίαστος ανθρακωρύχος συναντά τον άνθρωπο με το λευκό κοστούμι, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το ακατανόητο, αλλά μοιραίο πεπρωμένο του.
Βασισμένη στο πειραματικό μυθιστόρημα του συγγραφέα της μεταπολεμικής εποχής Κόμπο Άμπε/ Abe Kōbō, η ταινία Otoshiana/ Pitfall/ Ο λάκκος αποτελεί ένα σκοτεινό, λιτό, σουρεαλιστικό και ατμοσφαιρικό πορτρέτο της αποξένωσης, της πνευματικής κενότητας και της ηθικής κατάπτωσης. Η πρώτη μεγάλη μήκους ταινία του Τεσιγκαχάρα/ Hiroshi Teshigahara συνδυάζει τον ψυχρό ρεαλισμό των προηγούμενων μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του, (με έργα, όπως τα: «Hokusai», μια ευλαβική σφαιρική θεώρηση των έργων του Katsushika Hokusai, «Ικεμπάνα», ένα εισαγωγικό φιλμ στην τέχνη, το σχεδιασμό και την αισθητική της ανθοδετικής και το «Jose Torres», ένα πορτρέτο του σεμνού και ήρεμου Ολυμπιακού αθλητή) με τους καφκικούς ψυχολογικούς εφιάλτες της συμβολικής μοντέρνας λογοτεχνίας του Άμπε, με σκοπό να συνυφάνει συνειδησιακές καταστάσεις και υποκειμενικές πραγματικότητες σε μια επιβεβλημένη έκθεση της φύσης της ύπαρξης. Ο Τεσιγκαχάρα επεκτείνεται στις υπαρξιακές καταστάσεις με τη χρήση ενός σωσία, που όχι μόνο συνδέει τις φαινομενικά ανόμοιες ζωές (και πεπρωμένα) του φτωχού ανθρακωρύχου και του προέδρου του σωματείου, αλλά επίσης οπτικά προκαλεί τη μεταφυσική σύνδεση των ζωντανών και νεκρών κατοίκων της (μεταφορικά και κυριολεκτικά) πόλης-φάντασμα.
Εντύπωση προκαλεί η κολασμένη και αιώνια κίνηση των νεκρών κατοίκων, που μιμούνται τις κινήσεις που έκαναν τη στιγμή του θανάτου τους. Η απόδειξη κι η επικύρωση της σωματικής τους ύπαρξης έχει περιοριστεί στο σισύφειο τελετουργικό του μηδαμινού – και ανώνυμου – ανθρώπινου αγώνα. Κατ’ επέκταση, το ορυχείο που είναι έτοιμο να καταρρεύσει χρησιμεύει ως μια σκοτεινή και προφητική αντανάκλαση, όχι μόνο της οικονομικής κατάρρευσης της πόλης, αλλά και της ηθικής αβύσσου που δημιουργείται, όταν ξυπνά η απληστία, η εκμετάλλευση και η απανθρωπιά.

(δημοσιεύτηκε στο filmref.com. ελληνική μετάφραση δελτίο τύπου)