(Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων)
του Peter Weir
(η κριτική του Αντώνη Μοσχοβάκη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_picnick-at-hanging-rock.jpg

Οι μαθήτριες ενός αριστοκρατικού παρθεναγωγείου, στις αρχές του αιώνα, σε μια πόλη της Αυστραλίας, πηγαίνουν εκδρομή, τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου (ενός αγίου που, στην Καθολική δοξασία συνδέεται με το ζευγάρωμα) στον Κρεμαστό Βράχο, ηφαιστειογενή γεωλογικό σχηματισμό, μ' αλλόκοτη, τρομαχτική όψη. Ακριβώς μεσημέρι (μοιραία ώρα, όπως αλλού τα μεσάνυχτα) τρεις κοπέλες, σαν από εσωτερική παρόρμηση, ξεκινούν για ν' ανέβουν στο βράχο. Όσο προχωρούν, τόσο η μυστηριακή έλξη εντείνεται και διαρκώς ανεβαίνουν, ενώ απαλλάσσονται λίγο - λίγο από τα ρούχα τους, ώσπου χάνονται. Παρόμοια χάνεται και η δασκάλα, που σε λίγο τις ακολουθεί. Μία μόνο θα βρεθεί, παραλογισμένη, όπως κι ο νεαρός που τις αναζητούσε, αλλά ο νεαρός χωρικός που τους βρήκε θα πεθάνει. Παρόμοια θα βρεθεί πεθαμένη και η διευθύντρια του παρθεναγωγείου. Τίποτα δε θα διαφωτίσει το μυστήριο.
Υπενθυμίζουμε ότι η Αυστραλία είναι μια χώρα όπου ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος, βρίσκεται πιο κοντά στην αρχέγονη φύση και την πρωτογονική ψυχή. Αυτόχθονες φυλές με παγανιστικές δοξασίες παραμένουν, και υπάρχουν απέραντες εκτάσεις ερήμων και βουνών, δυσπρόσιτες και ανεξερεύνητες. Η ταινία του Γουέιρ φέρνει και πάλι το σημερινό άνθρωπο σ' ένα αντίκρισμα με το πρωτογονικό αυτό μυστήριο που δεν παύει να διατηρεί μέσα του. Γοητεύει με μια υποβλητική σκηνοθεσία που αξιοποιεί τα τοπία, διαβαθμίζοντας τους χρόνους και τους χρωματικούς τόνους, τις σιωπές και τους ήχους, ρίχνοντας στη φωτεινότητα των νεανικών προσώπων τη σκιά της ανησυχίας και του τρόμου, αντιπαραθέτοντας στην αγνή, ελεύθερη φύση και τη χάρη των νεαρών κοριτσιών την παγερότητα της πουριτανικής αγωγής, που φυλακίζει το σώμα σε κλειστούς γιακάδες, μακριές φούστες, καπέλα, γάντια και κορσέδες.

(δημοσιεύτηκε στη εφ. Η Αυγή)