reed3.jpg

Τεχνίτης του σινεμά, ο Carol Reed (Κάρολ Ριντ) είναι ένας σκηνοθέτης με προσωπικό στίγμα και όραμα που ξεχώρισε για την, πρωτοποριακή για την εποχή του, χρήση των φυσικών σκηνικών χώρων (η καταδίωξη στους βιενέζικους υπονόμους από τον Τρίτο άνθρωπο θεωρείται και είναι σκηνή ανθολογίας), την ευρηματική διαχείριση του κινηματογραφικού λεξιλογίου (γωνίες λήψεις, επιλογή φακών, φωτισμοί, κ.ο.κ) σε άμεση πάντα συνάρτηση με το είδος (genre) που υπηρετούσε, την ικανότητα του να αξιολογεί σωστά και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο το ταλέντο των ηθοποιών του. Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται ίσως καλύτερα σε κάτι που έχει πει για τον Ριντ ο έγκριτος συνάδελφος και συμπατριώτης του Μάικλ Πάουελ: «Ο Κάρολ μπορεί να “συναρμολογήσει” μια ταινία με την ίδια ακρίβεια που ένας ωρολογοποιός συναρμολογεί ένα ρολόι».
Σύγχρονος του Χίτσκοκ και μαζί με εκείνον ο σημαντικότερος και πλέον αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Βρετανικού σινεμά, για το πρώτο τουλάχιστον μισό του εικοστού αιώνα, ο Κάρολ Ριντ συνεργάστηκε με μερικούς από τους καλύτερους παραγωγούς (Αλέξάντερ Κόρντα, Τζ. Άρθουρ Ρανκ), ηθοποιούς (Μάικλ Ρεντγκρέιβ, Ρεξ Χάρισον, Ντέιβιντ Νίβεν, Νόελ Κάουαρντ, Άλεκ Γκίνες, Τζέιμς Μέισον) και συγγραφείς (Γκράχαμ Γκριν) της χώρας του και άφησε πίσω του μια φιλμογραφία μεγάλη όχι μόνο σε εύρος και «διαθέσεις» (31 ταινίες σε διάστημα σαράντα περίπου χρόνων, στις οποίες βρίσκει κανείς από screwball κωμωδίες και φιλμ νουάρ μέχρι ντοκιμαντέρ και μιούζικαλ), αλλά και σε σημασία. Αποκορύφωμα της καριέρας του και αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του ο εμβληματικός Τρίτος άνθρωπος του 1949, για τον οποίον απέσπασε και το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, θα ήταν, ωστόσο, άδικο να τον θυμόμαστε μόνο γι’ αυτόν.
Ο Κάρολ Ριντ (1906 – 1976), νόθος γιος του ηθοποιού Σερ Χέρμπερτ Μπίρμπομ Τρι, ακολούθησε αρχικά τα βήματα του πατέρα του, επιδιώκοντας μια καριέρα στην θεατρική σκηνή του Λονδίνου. Εγκατάλειψε το θεατρικό σανίδι για τα φημισμένα Ealing Studios στις αρχές της δεκαετίας του ’30, πιάνοντας δουλειά πρώτα ως υπεύθυνος διαλόγων και στη συνέχεια ως βοηθός σκηνοθέτη.
reed1.jpg
Υπέγραψε την παρθενική σκηνοθετική του δουλειά, μια περιπέτεια εποχής με τίτλο Midshipman easy, το 1935. Για τη δεύτερη ταινία του, την διασκεδαστική ηθογραφία Laburnum grove, ο Γκράχαμ Γκριν, από τη θέση του κριτικού κινηματογράφου του έγκριτου Spectator, γράφει χαρακτηριστικά: «Επιτέλους μια βρετανική ταινία που μπορεί κανείς να εκθειάσει χωρίς ενδοιασμούς».
Το σενάριο, ωστόσο, που θα επιτρέψει στον Ριντ να ξετυλίξει για πρώτη φορά πραγματικά το ταλέντο του, θα έρθει τέσσερα χρόνια και έξι ταινίες μετά, με το φιλμ The stars look down του 1939. Βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Α. Τζ. Κρόνιν –αξίζει να σημειωθεί πως οι μισές και πλέον δουλειές του Ριντ αποτελούν κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων, διηγημάτων και θεατρικών έργων- το The stars look down αφηγείται την άνοδο ενός φιλόδοξου, ιδεαλιστή νεαρού, γιου ενός εργάτη στα ορυχεία, στις έδρες του βρετανικού κοινοβουλίου και είναι η πρώτη εμπορική επιτυχία του σκηνοθέτη, η ταινία που του έδωσε τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους τη θέση του στην κινηματογραφική βιομηχανία.
reed2.jpg
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην καριέρα του Ριντ, το ντοκιμαντέρ The true glory (1946), μια συναρπαστική καταγραφή των γεγονότων που σημάδεψαν τον τελευταίο χρόνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από την απόβαση στη Νορμανδία μέχρι την πτώση του Βερολίνου, συρραφή σπάνιου οπτικού υλικού, κινηματογραφημένου από εικονολήπτες του συμμαχικού στρατού. Το φιλμ εκθειάστηκε από τους κριτικούς ως μια από τις αρτιότερες κινηματογραφικές ανασκοπήσεις του πολέμου και απέσπασε το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ εκείνης της χρονιάς.
Με τις τρεις επόμενες δουλειές του, το συναρπαστικό Odd man out (1947), με τον Τζέιμς Μέισον στο ρόλο ενός φυγόδικου ληστή, μέλους του ΙΡΑ, που αναζητά καταφύγιο αλλά συναντά τη νέμεσή του στα σκοτεινά σοκάκια του Μπέλφαστ, την υποβλητική ιστορία ενηλικίωσης του The fallen idol (1948) και το αριστοτεχνικό πορτρέτο της αμοραλιστικής μεταπολεμικής Ευρώπης του The third man (1949) - τα δύο τελευταία σε σενάριο του Γκράχαμ Γκριν - ο Κάρολ Ριντ αγγίζει το ζενίθ της καριέρας του.
Αρκετά χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1968, το Oliver!, μια μιούζικαλ εκδοχή του γνωστού μυθιστορήματος του Ντίκενς, θα του χαρίσει, έστω και όψιμα, το μοναδικό Όσκαρ σκηνοθεσίας της καριέρας του. Ούτως ή άλλως όμως, ο Ριντ είχε ήδη καταξιωθεί στη συνείδηση τόσο των κριτικών όσο και του κοινού ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της γενιάς του. Ο τίτλος αυτός του ανήκει, δικαιωματικά, μέχρι σήμερα...

(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)