Όπου να’ ναι κλείνει μια εικοσαετία που ο Κιγιόσι Κουροσάουα/ Kiyoshi Kurosawa κυκλοφορεί στο χώρο του σινεμά. Είκοσι χρόνια γυρίζει ταινίες, συχνά πολύ βιαστικά, στην καρδιά και ταυτόχρονα στο περιθώριο μιας οικονομίας τόσο αβέβαιης που οι περισσότεροι γάλλοι σκηνοθέτες, ακόμη και οι πιο φτωχοί, δε θα γνωρίσουν ποτέ. Ο Κιγιόσι Κουροσάουα είναι παιδί της κρίσης του γιαπωνέζικου κινηματογράφου. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, ενώ τα στούντιο και οι μεγάλες εταιρίες ετοιμάζουν ασυνείδητα την κατάρρευσή τους, το κραχ τους κατά κάποιο τρόπο, ο Κουροσάουα, ενώ βρίσκεται ακόμα στα θρανία του πανεπιστημίου, γυαλίζει τα όπλα του, ολομόναχος στη γωνιά του, κάνοντας κάποιες ανέκδοτες πειραματικές ταινίες σε σούπερ-8. Δεν είναι εύκολο να λέγεσαι Κουροσάουα όταν θέλεις να κάνεις σινεμά. Κι όμως, με ακούραστη επιμονή, ο Κιγιόσι Κ., γυρίζοντας καμιά εικοσαριά ταινίες μεγάλου μήκους, δεν έπαψε, με παραδειγματική μετριοφροσύνη, σοβαρότητα και διακριτικότητα, να προσπαθεί να κάνει όνομα.
Όπως πολλοί γιαπωνέζοι σκηνοθέτες, μπαίνει στις ταινίες μεγάλου μήκους, το 1983, με μια ταινία pink eiga, που αποκαλείται επίσης roman porno, ένα είδος μαθητείας αντίστοιχο με τις ταινίες των γιακούζα, το Kandawaga Wars. Δυστυχώς για τον νεαρό σκηνοθέτη, η ταινία δεν πείθει καθόλου ούτε τον παραγωγό, ούτε το κοινό. Δεν είναι αρκετά ερεθιστική, δεν ακολουθεί αρκετά τους κώδικες του είδους, δεν είναι αρκετά εμπορική. Ο Κουροσάουα εκείνη την εποχή εμπνέεται σίγουρα λιγότερο από το σεξ απ’ ό,τι ο διάσημος προκάτοχός του Τατσούμι Κουμασίρο, μετρ των ροζ ταινιών στη δεκαετία του ’70, αλλά δε θ’ αργήσει να κερδίσει έδαφος με την επόμενη ταινία του, The Excitement of Do-Re-Mi-Fa Girl, μια ποπ, γκονταρική ταινία, απόλυτης ελευθερίας, εντελώς άτυπη μέσα σε μια φιλμογραφία μάλλον ζοφερή. Το Excitement of Do-Re-Mi-Fa Girl είναι αναμφίβολα ο φόρος που ο Κουροσάουα όφειλε να πληρώσει στον σύγχρονο ευρωπαϊκό και ίσως, συγχρόνως, στον γιαπωνέζικο κινηματογράφο. Είναι μια σεξουαλική φαντασία πάνω στην αναζήτηση της ηδονής, μια χαρούμενη τακτοποίηση λογαριασμών με το Πανεπιστήμιο, ένα παιχνίδι σφαγής κι ένα παιχνίδι παιδιάστικων και γελοίων ρόλων που θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την Κινέζα/ La Chinoise.
Αν και η αγάπη για τον κινηματογράφο τέχνης έθρεφε μόνιμα τον Κουροσάουα, δεν στείρωσε ωστόσο την έμπνευσή του. Θαυμαστής του Godard ή του Straub όπως και του Richard Fleischer, που είναι γι’ αυτόν ένα από τα μεγαλύτερα σημεία αναφοράς, του Don Siegel ή του Sam Peckinpah, ο Κουροσάουα, που υπήρξε επίσης κριτικός κυρίως στις στήλες των γιαπωνέζικων Cahiers du cinéma (με προτροπή του φίλου μας Γιότσι Ουμεμότο που τον ευχαριστώ θερμά γιατί μου αποκάλυψε τις ταινίες του), προσέγγιζε πάντα ρεαλιστικά τον κινηματογράφο, πράγμα που του επέτρεπε να αναμετριέται με τα είδη, χωρίς συντριπτικό υπερεγώ, προσπαθώντας ουσιαστικά να λύσει τα συγκεκριμένα προβλήματα που του έθετε η σκηνοθεσία. Εξ ου κι αυτό το μίγμα της εγγραφής των σωμάτων στο χώρο και της καθαρής αφαίρεσης που χαρακτηρίζει το σινεμά του, απόλυτα αντιληπτό ήδη από το The Guard from Underground, μια ταινία τρόμου που γυρίζει το 1992. Μ’ αυτή την πολύ ανησυχητική ταινία, ο Κουροσάουα μπαίνει κατά κάποιο τρόπο στα b-movies και συνεχίζει λαμπρά και σχεδόν υπόγεια τη μαθητεία του στη σκηνοθεσία, ενώ ο γιαπωνέζικος κινηματογράφος, ιδίως με την ώθηση του Κιτάνο, ξυπνάει από τον καταναγκαστικό ύπνο του. Βλέποντας το The Guard from Underground, μας έρχεται αμέσως στο νου ο John Carpenter, σίγουρα εξ αιτίας αυτής της μαεστρίας του να δημιουργεί ένα κλειστό χώρο, να παίζει με τη δομή του πολιορκημένου κάστρου, να γεμίζει ένα ρεαλιστικό, μάλλον ουδέτερο χώρο με παράξενες δονήσεις και ανομολόγητες συμβολικές δυνάμεις, να παίζει με το φόβο άμεσα… Το μοντέρνο και high-tech κτίριο επενδυμένο με τα αρχαϊκά ορμέμφυτα ενός φύλακα, ο οποίος, απ’ το υπόγειο, σκοτώνει τον ένα μετά τον άλλον τους υπόλοιπους ενοίκους, είναι σίγουρα μια μεταφορά της Κόλασης, αλλά ο Κουροσάουα επικεντρώνεται κυρίως στο θέμα της εδαφικής κατοχής, δηλαδή στην επεξεργασία του χώρου, του εκτός πεδίου, των διαφόρων ορόφων, σ’ αυτό που βλέπουμε και σ’ αυτό που δε βλέπουμε, κινητοποιώντας τους θεατές και τους ήρωες σε πολλά επίπεδα.
Μετά απ’ αυτή τη μικρή αλλά πολύ πειστική επιτυχία, ο Κουροσάουα, η επιρροή του οποίου παραμένει εκείνη την εποχή ακόμη πολύ περιορισμένη, επιχειρεί κάτι περίεργο, τη σειρά Suit Yourself or Shoot Yourself, της οποίας ο τίτλος ξαναχρησιμοποιεί τον γιαπωνέζικο τίτλο του Με κομμένη την ανάσα/ Breathless. Κι όμως, ο Γκοντάρ δεν είναι καθόλου παρών σ’ αυτή την άνιση σειρά των έξι ταινιών (μ’ έναν ήρωα που επανεμφανίζεται μόνο σε τέσσερις απ’ αυτές), όλες γυρισμένες για την τηλεόραση και τις πρωτοεμφανιζόμενες βιντεοκασέτες. Τα περισσότερα επεισόδια εξελίσσονται σε ύφος αστυνομικής κωμωδίας, ένα είδος χάρη στο οποίο ο σκηνοθέτης ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του ειρωνικά με τον κόσμο των γιακούζα, σατιρίζοντάς τον με τον τρόπο του. Ανάμεσα στις έξι ταινίες, υπάρχει μία εντελώς ξεκάρφωτη, The Hero, στην οποία ο σκηνοθέτης ξαναγυρίζει στα ίχνη της μυθιστορίας πορνό. Με το τρόπο του, το The Hero είναι μια παραλλαγή του Ο προδότης (The Beguiled), της περίφημης ταινίας του Don Siegel με τον Clint Eastwood, αλλά μ’ ένα τρόπο πιο ρητά σαδομαζοχιστικό που φλερτάρει με την πορνογραφία. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτής της φλογερής και σκοτεινής ταινίας, της οποίας ο αρσενικός ήρωας είναι ακινητοποιημένος σ’ ένα κρεβάτι, κυριολεκτικά ευνουχισμένος, είναι πως οι γυναίκες, η μία σατανική, η άλλη αγγελική, αλλά και οι δυο εξ ίσου διεστραμμένες, έχουν την πρωτοβουλία στα τερτίπια της επιθυμίας και στις σεξουαλικές φιγούρες. Γράφουν την ταινία με τα σώματά τους και τα σώματα των ανδρών και παίρνουν οριστικά την εξουσία που τους δίνει ο Κιγιόσι Κουροσάουα ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παίρνει το σεξ πολύ στα σοβαρά.
Έπειτα απ’ αυτή την ενότητα υπό μορφή διαλείμματος, ο Κουροσάουα συνεχίζει την εξερεύνησή των b-movies με τέσσερις ταινίες γυρισμένες σε 16 χιλιοστά, που προορίζονται αποκλειστικά για την αγορά του βίντεο. Ταινίες γυρισμένες σε δεκαπέντε μέρες και μονταρισμένες σε μια βδομάδα μέσα στην καθαρά ιαπωνική παράδοση αλλά επίσης στην ατμόσφαιρα των αμερικάνικων b-movies. Τέσσερις ταινίες λοιπόν-The Revenge, The Revenge 2, Serpent’s Path, Eyes of the Spider- με κοινό σημείο έναν ήρωα με εμμονή στην εκδίκηση, των οποίων η φόρμα πολύ εκλεπτυσμένη, με ψυχρή αυστηρότητα, αποτελεί από μόνη της ένα αποστασιοποιημένο βλέμμα πάνω στη βία. Θα ήταν δελεαστικό να δούμε αυτές τις ταινίες μικρού προϋπολογισμού ως καθαρές ασκήσεις δεξιοτεχνίας ή ακόμη στυλ, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα εκεί διαφαίνεται πολύ καθαρά το ενδιαφέρον του Κουροσάουα για τους τραυματισμούς και τα αποτελέσματά τους στον εγκέφαλο κάθε ατόμου και κατ’ επέκταση στο σύνολο του κοινωνικού σώματος. Αυτό ακριβώς το αγωνιώδες ερώτημα δίνει έναν επιτακτικό λόγο ύπαρξης σ’ αυτές τις γρήγορες, βίαιες, σπασμωδικές, απελπισμένες ταινίες. Στη μέση αυτής της ενότητας των τεσσάρων ταινιών βρίσκεται το Cure, η ταινία που έκανε γνωστό τον Κιγιόσι Κουροσάουα στο γαλλικό και ευρωπαϊκό κοινό-θυμίζουμε ότι η πρώτη προβολή του Cure έξω από την Ιαπωνία έγινε στο Festival d'automne 1997, παρουσία του σκηνοθέτη. Το Cure είναι ταυτόχρονα μια επιτομή του πρώτου μέρους του έργου του Κουροσάουα και μια καθοριστική αισθητική εξέλιξη. Με μια καθαρή, εντυπωσιακή φόρμα, η ταινία στήνει ένα τηλεπαθητικό παιχνίδι ανάμεσα σ’ ένα νευρωτικό αστυνομικό κι ένα κατά συρροή δολοφόνο χωρίς μνήμη και ακτινογραφεί μ’ αυτό τον τρόπο μια ερημωμένη Ιαπωνία, λεία μιας βουβής παράνοιας. Ανταγωνιστής των Αμερικανών στο πεδίο των αστυνομικών ταινιών τρόμου, των οποίων το πιο διάσημο παράδειγμα είναι αναμφισβήτητα το Seven, αλλά με εκ διαμέτρου αντίθετες αισθητικές επιλογές, ο Κουροσάουα, με το Cure, φαίνεται να παρουσιάζει την πιο ολοκληρωμένη μορφή του είδους, με φιλοδοξίες που δεν θα του αναγνώριζε κανείς ως τότε, και συγχρόνως να αποχαιρετά (προσωρινά;) τα b-movies.
Οι τρεις τελευταίες ταινίες του Κιγιόσι Κουροσάουα- Αναζητώντας νέα ζωή (License to Live), Χάρισμα (Charisma), Barren Illusion - επιβεβαιώνουν μια αλλαγή πορείας. Τρεις ταινίες μεγάλης ωριμότητας που δεν αρνούνται σε τίποτα τις θεμελιώδεις αρχές του σκηνοθέτη- την αίσθηση του κάδρου, τον έλεγχο του χώρου, την αδιαφάνεια των ηρώων και των παρορμήσεων, τη δουλειά σε κάποια μορφή εσωτερισμού- αλλά που απελευθερώνονται οριστικά από τους κώδικες του είδους. Η τροχιά που διαγράφει η ταινία Χάρισμα είναι απ’ αυτή την άποψη παραδειγματική: αρχίζει σαν ένα αφαιρετικό αστυνομικό φιλμ αλλά στρέφεται γρήγορα, μέσω της απραξίας και της εξορίας στην ύπαιθρο ενός αστυνομικού επιθεωρητή (που τον ερμηνεύει θαυμάσια ο Κόζι Γιακούσο, ο ήρωας του Το Χέλι/ The Eel του Ιμαμούρα αλλά και του Cure), προς την περιοχή ενός παράξενου φιλοσοφικού μύθου που είναι επίσης μια σχεδόν πολιτική ανάλυση των αγορεύσεων των διαφόρων πρωταγωνιστών πάνω στην ιαπωνική κοινωνία. Αν το Χάρισμα είναι η ταινία με τον περισσότερο διάλογο στο έργο του Κουροσάουα- χωρίς αυτό να αποκλείει τη μεγάλη προσοχή που δίνει στη σιωπή-, το Αναζητώντας νέα ζωή και κυρίως το Barren Illusion, προσπαθούν αντίθετα να συλλάβουν το ανείπωτο, δηλαδή τα υπόγεια ρεύματα της συνείδησης που συγκλονίζουν τα άτομα, θύματα μιας ολοένα αυξανόμενης αποξένωσης από τον ζωτικό τους χώρο. Στο Αναζητώντας νέα ζωή, ίσως την πιο ολοκληρωμένη ταινία του μέχρι σήμερα, ο Κουροσάουα επανέρχεται στην αμνησία, την κατ’ εξοχήν ιαπωνική ασθένεια, μέσω ενός νεαρού ήρωα που προσπαθεί να ξαναβρεί αδύναμα σημεία αναφοράς μετά από δέκα χρόνια απώλειας μνήμης. Στο Barren Illusion, την τελευταία του σχεδόν βουβή, ονειρική ταινία, σκηνοθετεί με χορογραφικό τρόπο μια χούφτα αφασικών νεαρών υπό την επήρεια διαταραχών συμπεριφοράς και απώλειας όλο και πιο απτών σημείων αναφοράς, σωματικά και διανοητικά.
Στις τελευταίες του ταινίες, ο Κιγιόσι Κουροσάουα παραμένει πάντα ο σκηνοθέτης του φόβου, ικανός να δημιουργεί ανησυχία ή αίσθημα πανικού σε μερικά πλάνα, αλλά φτάνει ταυτόχρονα σε μια πρωτόγνωρη ευρύτητα στοχασμού και ποίηση, κληρονομιά αφ’ ενός της μεγάλης παράδοσης του ιαπωνικού κινηματογράφου και αφ’ ετέρου του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά και της οικονομίας των μέσων των αμερικανικών b-movies, με μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην υπνοβατική του σύλληψη του αόρατου και στο βλέμμα σαγηνευτικής ομορφιάς που ρίχνει στο υπαρξιακό αίνιγμα. Ο μικρός Κουροσάουα, όπως τον αποκαλούν τρυφερά οι φίλοι του, έγινε μεγάλος: κατάφερε να κάνει όνομα…
Thierry Jousse
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το αφιέρωμα στο Festival d'Automne των Cahiers du cinéma No 540, Οκτωβρίου 1999. Πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετάφραση: Μαριάννα Κουτάλου)