των Jørgen Leth και Andreas Koefoed
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_music-for-black-pigeons.jpg

Ψυχαγωγία για μαύρα περιστέρια που κάθονται στο παράθυρο μέχρι να τελειώσει το κομμάτι που ακούν; Ροή ενέργειας σ’ απευθείας σύνδεση με το κέντρο της ύπαρξής μας; Ατέρμονο παιχνίδισμα ήχων από μουσικούς που τους αρέσουν οι αυτοσχεδιασμοί κι έχουν αποφασίσει πως δεν θα βγάλουν ποτέ πολλά λεφτά; Όπως και να την ορίσει κανείς, πράγμα που στο ντοκιμαντέρ Music for black pigeons των Jørgen Leth και Andreas Koefoed, προσπαθούν να κάνουν για μας ο Λι, ο Τζέικομπ, ο Τόμας, ο Πολ, ο Γιον, η Μιντόρι, ο Μάνφρεντ, ο Μπιλ αλλά και άλλοι πραγματικά πολύ ωραίοι τύποι, η τζαζ δεν χωράει σε όρια και κανόνες. Για χάρη της και για χάρη μας, όλοι αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι που παρεμπιπτόντως είναι (ή ήταν γιατί δυστυχώς κάποιοι πέθαναν πριν βγει το ντοκιμαντέρ) από τους καλύτερους μουσικούς του είδους στον πλανήτη θα ψαχουλέψουν τις αναμνήσεις τους, θα μοιραστούν μικρές ιστορίες και σκέψεις, θα γελάσουν, αλλά και θα διαλογιστούν και κυρίως θα μας δείξουν έμπρακτα -δηλαδή παίζοντας- τι είναι αυτό στο οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους. Το τόσο αγαπημένο αλλά και συχνά παρεξηγημένο ως προς τη δυσκολία του μουσικό είδος αυτό, δεν παρουσιάζεται εδώ στις πιο ελιτίστικες μορφές του (μ’ εξαίρεση ίσως την πρωτοποριακή δουλειά της Μιντόρι), αλλά σ’ εκείνες που έχουν πιο εύκολα τη δύναμη να σαγηνεύουν το ακροατήριο και να κρατάν τα περιστέρια κολλημένα στο περβάζι.
Τι ακόμα να πει κανείς για τη τζαζ; Μήπως τι σημαίνει ακριβώς να την παίζεις; Όπως θα μας εξηγήσουν οι μουσικοί, κάθε συνάντησή τους είναι μια συνομιλία ανάμεσα στο εδώ και τώρα της κάθε στιγμής, αλλά και ανάμεσα στο μουσικό παρελθόν του καθενός και σ’ εκείνο όλων των άλλων που παίζουν μαζί του. Η κάμερα μοιράζεται μαζί μας την αναζωογονητικά καλή τους διάθεση- έτσι όπως μας ανοίγουν τη μνήμη, τα διαμερίσματα και τα συρτάρια τους και μας αφήνει να τους παρακολουθήσουμε στις πρόβες και στις συναυλίες τους, χωρίς ποτέ να γίνεται ιδιαίτερα εφευρετική ή απρόσμενη, κι αφήνοντας πάντα τον πρώτο λόγο στη μουσική. Κι όμως, ενώ η σκηνοθεσία δεν μοιάζει να κάνει κάτι ιδιαίτερο, όσο το ντοκιμαντέρ προχωρά μας αγγίζουν όλο και περισσότερο αυτά που ακούμε, και θέλουμε να ψάξουμε τα ονόματα και να μάθουμε κι άλλα για κάποιους απ’ τους ήχους αυτούς που έχουν ήδη αρχίσει να μας μιλάνε. «Εμπνεύστηκα» μας λέει ο Λι Κόνιτς στην αρχή του ντοκιμαντέρ και το ίδιο ακριβώς νοιώθουμε κι εμείς στο τέλος. Κι αυτό σίγουρα είναι ένας πετυχημένος τρόπος να πεις κάτι…