της Alice Diop
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Σε μία από τις εισαγωγικές σκηνές του Saint Omer (Σεντ Ομέρ), η Rama, νεαρή λεκτόρισσα από τη Σενεγάλη και ανερχόμενη συγγραφέας , προβάλλει στους φοιτητές της εικόνες διαπόμπευσης γυναικών, ενώ παράλληλα διαβάζει με κατανυκτική έμφαση αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Χιροσίμα, αγάπη μου» της Μαργκερίτ Ντυράς. Η αφηγηματική δύναμη του κειμένου μετουσιώνει τη βίαιη πράξη μιας αυτοδίκαιης για την εποχή ταπείνωσης σε λυρική απεικόνιση εξιλέωσης, εξανθρωπίζοντας τις στιγματισμένες γυναίκες, μεταμορφώνοντάς τες σε ηρωίδες. Λίγο αργότερα ο θεατής μεταφέρεται σε μια δικαστική αίθουσα , για να παρακολουθήσει τη διεξαγωγή μιας δίκης κατά την οποία η Laurence Coly, σενεγαλέζικης κι αυτή καταγωγής, ξεδιπλώνει από το εδώλιο της κατηγορουμένης, το ίδιο καθαρά και υποβλητικά, το χρονικό ενός ειδεχθούς εγκλήματος. Μιας παιδοκτονίας. Αυτή τη φορά η Rama, βρίσκεται εκεί ως ακροάτρια, για ερευνητικούς αλλά και προσωπικούς λόγους.
Η κυρίαρχη οπτική της ταινίας είναι αυτή της Rama . Η αφήγηση ανοίγει και κλείνει με αυτήν, φωτίζοντας λακωνικά το οικείο της περιβάλλον, προσωπικό και οικογενειακό (κυρίως την προβληματική σχέση με τη μητέρα), μέσα από σεκάνς ρεαλιστικές ή ονειρικές, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις ψυχολογικές συνδέσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν. Είναι ωστόσο εμφανές ότι το πρόσωπο που τραβάει το βλέμμα του θεατή είναι αυτό της γυναίκας στο εδώλιο, της Laurence, που με φιλοσοφικό σθένος δηλώνει ως μοναδική γνώση την άγνοια και περιμένει και η ίδια να της δοθούν απαντήσεις. Η Alice Diop , ανασταίνοντας το φάντασμα της ευριπίδειας Μήδειας, είτε ως τίτλο ενός υπό έκδοση βιβλίου, είτε ως ιερατική φιγούρα του Παζολίνι στο πρόσωπο της Κάλλας, κυρίως όμως στην ίδια τη μορφή της «αόρατης» ξένης μετανάστριας που παραβιάζει τους κανόνες της μητρότητας με ριζοσπαστικό τρόπο, κάνει ορατά εδώ τα τραύματα πολλών γενεών μεταναστών, σε μια χώρα που παρά τους δημοκρατικούς της θεσμούς κρατάει ακόμα αρκετά από τα κατάλοιπα του αποικιοκρατικού της παρελθόντος, όπως γίνεται φανερό στη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Alice Diop είναι στην ουσία ο απόηχος μιας προσωπικής εμπειρίας παρατήρησης. Η σκηνοθέτιδα βρισκόταν το 2016 στη γαλλική πόλη Saint Omer στη δίκη της Fabienne Kabou, μιας νεαρής γυναίκας που, αν και παραδεχόταν ότι άφησε τη δεκαπεντάμηνη κόρη της να πνιγεί στη θάλασσα, δήλωνε αθώα και θύμα μαγείας. Η Diop είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Πήγα εκεί, κάτω από τη μαγνητική έλξη μιας εμμονής που για πολύ καιρό δεν μπορούσα να εκφράσω με λόγια. Υπήρχε αυτή η ψυχαναλυτική και μυθική διάσταση στον τρόπο που η βρεφοκτόνος εξηγούσε τις πράξεις της. Έπιανα τον εαυτό μου να φτιάχνω μια ιστορία πιο όμορφη, ίσως πιο αποδεκτή από την πραγματική, για μια γυναίκα που προσφέρει το παιδί της σε μια θάλασσα που θα μπορούσε να τη φροντίσει.» Επιθυμώντας να προβληματιστεί πάνω σε «άβολα ερωτήματα που δεν μπορούν εύκολα να διατυπωθούν» η Diop κρατώντας πολλά από τα στοιχεία της δίκης, κατασκευάζει ένα Alter Ego της, τη Rama, και περνάει από το χώρο του ντοκιμαντέρ σε αυτόν της μεταμυθοπλασίας, με ένα λιτό και αυστηρό ως προς τη φόρμα και τα χρώματα δικαστικό δράμα, έναν εντεινόμενο διαλογισμό πάνω σε θέματα ρατσισμού και πολιτιστικής ταυτότητας αλλά και έναν στοχασμό πάνω στη διαλεκτική σχέση δύο γυναικών που τις συνδέουν οι έννοιες της καταγωγής και της μητρότητας. Της γυναίκας που απολογείται και της γυναίκας απέναντι, που παρακολουθεί τη διεξαγωγή της δίκης. Πρόκειται στην ουσία για μια σειρά αντικατοπτρισμών, διπλών (Rama-Laurence), ή υπό μία έννοια τετραπλών, που προς το τέλος διευρύνονται για να συμπεριλάβουν μέσα από τη θεωρία της Χίμαιρας ολόκληρο το γυναικείο φύλο, στη συγκλονιστική αγόρευση της συνηγόρου υπεράσπισης στο τέλος της δίκης.
Σε μία ταινία που οικοδομείται με βάση μακροσκελείς δικαστικούς μονολόγους και εύγλωττες σιωπές και που την ετυμηγορία δεν τη μαθαίνουμε ποτέ, υπάρχει μία σκηνή που αντανακλά την τρομακτική σχέση επικοινωνίας που υπόβοσκε από την αρχή. Είναι η γεμάτη δραματική ένταση στιγμή που η κατηγορούμενη γυρίζει το κεφάλι της αργά και η ματιά της συναντάει αυτήν της ηρωίδας-δημιουργού, σε έναν κοινό τόπο μυστικής συνενοχής. Αυτή η συνάντηση βλεμμάτων εμπερικλείει όλη την ταινία. Μια ταινία που παρά την τραγικότητά της προσφέρει ελπίδα μέσα από την υπέροχη σκηνή του τέλους της.