(The Castle)
του Martín Benchimol
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_el-castillo.jpg

Μια γυναίκα με βαριές κινήσεις καλεί από ένα μικρό μπαλκόνι τις αγελάδες της, με τον παραδοσιακό τρόπο των γκαούτσο. Είναι η Justina, που έχοντας δουλέψει μια ζωή ως οικονόμος, κληρονόμησε από την αφεντικίνα της μία έπαυλη στα βάθη των αργεντίνικων  πάμπα, στη μέση του πουθενά. Υπό έναν όρο: να μην την πουλήσει ποτέ. Με τη βοήθεια της απρόθυμης κόρης της, Alexia, - η οποία προτιμά να περνά τις ώρες της στον υπολογιστή και ονειρεύεται τον εαυτό της μηχανικό αυτοκινήτων και οδηγό αγώνων-, η Justina προσπαθεί με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει να συντηρήσει ένα τεράστιο σπίτι-κάστρο, που βρίσκεται σε αποσύνθεση. Επιπλέον μέλη της οικογένειας των  πρώην αφεντικών της επισκέπτονται τακτικά το παλιό αρχοντικό και επιμένουν να αντιμετωπίζουν τις δύο αυτόχθονες γυναίκες ως υπηρέτριες. Σε ένα κάστρο ευχή και κατάρα, ανάμνηση μιας άλλης εποχής, η Justina, αν και ιδιοκτήτρια, παραμένει αιχμάλωτη της κοινωνικής της τάξης και μιας βαριάς κληρονομιάς. Όταν η κόρη της θα την αφήσει για το Μπουένος Άιρες,  θα ξεκινήσει και η ίδια για πρώτη φορά τη δική της πορεία προς την απελευθέρωση.
Με το The Castle o Martín Benchimol μας παραδίδει ένα σύγχρονο σκοτεινό παραμύθι, εμποτισμένο με ένα ιδιαίτερο χιούμορ, υιοθετώντας τη γλώσσα και το ύφος ενός ντοκιμαντέρ. Υπάρχει μια αυθεντικότητα στον τρόπο που ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τις δύο ηρωίδες και τον περιβάλλοντα χώρο, γεγονός που οφείλεται  όχι μόνο στη μακρά φιλία που τον συνδέει με αυτές αλλά και στο ότι αφηγείται την αληθινή τους ιστορία. Υπό το πρίσμα αυτό το The Castle θα μπορούσε να θεωρηθεί ταινία τεκμηρίωσης, που με μαγικό τρόπο μεταμορφώνεται σε μυθοπλασία και θέτει στο επίκεντρο τα ανυπέρβλητα ταξικά εμπόδια που υπάρχουν ακόμα στην Αργεντινή. Η  ταινία ωστόσο εξελίσσεται και σε μια ιστορία για τη σχέση μάνας-κόρης, όπου και εδώ τα όρια μεταξύ παρατήρησης και σκηνοθεσίας  συχνά θολώνουν. Η ταινία εξάλλου συνιστά πρόκληση  και για τον ίδιο τον θεατή, που κουβαλάει τις δικές του ταξικές προκαταλήψεις.
Το Κάστρο, φωτισμένο το σούρουπο με ένα απειλητικό φως, φαντάζει  απόκοσμο, σχεδόν μαγικό, έτοιμο να πάρει την εκδίκησή του. Η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ πιο πεζή και «απομαγεμένη». Ο Benchimol παίζει με τη φαντασία του θεατή για να τον οδηγήσει στο τέλος σε μια ιστορία αφύπνισης. Αυτή είναι ίσως και η τρομακτικότερη στιγμή του.