της Sofia Coppola
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_priscilla.jpg

Άλλη μια απόδειξη ότι ο μύθος του Elvis διατηρείται αλώβητος από ρυτίδες και φθορές μέσα στο πέρασμα του χρόνου, η ταινία της Sofia Coppola συνιστά μια απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα των καιρών, ανάγνωση του θρύλου και των παρεπόμενων του.
Βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Priscilla Presley, Elvis and Me (1985) , η αφήγηση της ταινίας επικεντρώνεται στα χρόνια της κοινής ζωής του ζεύγους: από τη γνωριμία τους, το 1959, σε μια αμερικάνικη στρατιωτική βάση στη Γερμανία, όταν ο 24χρονος Elvis, ήδη Βασιλιάς του Rock’n’Roll, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και η Priscilla, κόρη στρατιωτικού, ήταν 15χρονη μαθήτρια- μέχρι το τέλος του γάμου τους, το 1973.  Στο ενδιάμεσο αναπτύσσεται μια ιστορία έρωτα αλλά και μια ιστορία πτώσης...
Εστιάζοντας στο πρόσωπο της Priscilla (που υποδύεται εξαιρετικά η Cailee Spaeny), η σκηνοθέτις προσεγγίζει το μύθο και τη διαδρομή του μέσα σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο, μέσα από το βλέμμα ενός νεαρού και ερωτευμένου κοριτσιού. Εδώ δεν υπάρχει η λατρεία, το πάθος, ούτε η εμμονή στα θεαματικά στοιχεία που συναντάμε σε άλλες πρόσφατες κινηματογραφικές αναγνώσεις του μύθου, όπως στην ταινία Elvis του Baz Luhrmann (2022). Αντίθετα παρουσιάζεται μια διερεύνηση και απεικόνιση του πεδίου των μεταξύ τους σχέσεων –συναισθηματικών κυρίως, αλλά και εν μέρει σεξουαλικών. Σημαδεμένος από τη συντηρητική και με θρησκευτικές επιδράσεις καταγωγή του, ο Elvis αντιμετωπίζει τη Priscilla ως ένα απόμακρο αντικείμενο του πόθου, μια “ιερή παρθένα”  που πρέπει να μείνει αμόλυντη όχι μόνο από την περιρρέουσα μολυσμένη ατμόσφαιρα της showbiz, αλλά ακόμα και από το δικό του σαρκικό πόθο.
Προορισμένη να διατηρήσει την παρθενία της μέχρι το γάμο τους, η Priscilla μοιάζει να βιώνει μια γυναικεία νεανική «τραγωδία»: ζει δίπλα και μαζί μ’ ένα σύμβολο του σεξ, αλλά δεν μπορεί να ζήσει καμία από τις σαρκικές συγκινήσεις που αυτός υπόσχεται. Ό,τι λοιπόν αφηγείται η ταινία είναι ακριβώς αυτή η εσωτερική «τραγωδία» της ηρωίδας, τα διάφορα στάδια της, ή τα διαφορετικά της επεισόδια μέχρι την κλιμάκωση και την κάθαρση της. Σύμφωνη λοιπόν με τη διαδρομή της σκηνοθέτιδος - The Virgin Suicides (1999), Lost in Translation (2003), Marie Antoinette (2006),- η ταινία καταλήγει σ’ ένα βαθμό να γίνει πορτραίτο μιας γυναίκας που ζει στη σκιά ενός μύθου, μιας γυναίκας που αναζητά την πραγμάτωσή της και την ερωτική της εκπλήρωση μέσα από μια σχέση και η οποία εντέλει αποτυγχάνει σ’ αυτό.
Όμως πέρα από τα προηγούμενα, η ταινία καταλήγει να είναι και το πορτραίτο ενός άνδρα σε πτώση, με τη αφήγηση σε τρόπο πλάγιο, γεμάτο υπονοούμενα και υπαινιγμούς. Καθώς αυτή η χρονική περίοδος στην καριέρα του Elvis συμπίπτει με την σταδιακή του πτώση από την κορυφή -μόνο μια αναλαμπή υπάρχει η “ροκ” εμφάνιση του  στο σόου '68 Comeback Special-, ό,τι παρακολουθούμε είναι μια διαχείριση της δόξας που έχει ήδη κατακτήσει. Μια διαχείριση που, όπως συνεχώς μας επισημαίνει η σκηνοθέτις, είχε μια σκοτεινή πλευρά: την ναρκοεξάρτηση του Elvis.
Όταν η Priscilla αποχωρεί από τη σκηνή του κοινού τους βίου, αφού προηγουμένως έχει επιτελέσει το ρόλο της “ιερής παρθένας” άψογα, ο  Elvis έχει και αυτός αποχωρήσει από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Πρώτο όνομα στα σόου του Λας Βέγκας, αυτός ένας Βασιλιάς... Αυτή είναι η αληθινή τραγωδία της ταινίας: η πτώση ενός Βασιλιά από τον θρόνο του. Η  απομάγευση του. Η εκθρόνισή του  από την καρδιά της Priscilla έχει συμβεί λίγα χρόνια πιο πριν, και κατά κάποιο τρόπο προοικονόμισε την αληθινή του πτώση...