festival.jpg

Κάθε διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου έχει ένα διπλό ρόλο. Από την μια πλευρά οφείλει να συλλάβει το πνεύμα των καιρών. Να καταγράψει δηλαδή με μια σχετική πιστότητα, την κινηματογραφική πραγματικότητα όπως αυτή συμβαίνει τη στιγμή της διεξαγωγής του, να απεικονίσει μ’ ένα τρόπο συστηματικό το χαοτικό τοπίο που εκτείνεται στην πέραν του Χόλιγουντ επικράτεια –ένα τοπίο που όχι σπάνια παραμένει αχαρτογράφητο- , τέλος να αποδώσει με μια διάθεση πλουραλιστική όλη την πολυμορφία και πολυχρωμία του τοπίου. Παράλληλα όμως οφείλει και να σταθεί κριτικά απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα, έχει υποχρέωση δηλαδή από ένα συνοθύλευμα εικόνων να επιλέξει το καίριο και το ουσιώδες. Παράλληλα πρέπει να αρθρώσει έναν κριτικό λόγο ο οποίος να εξηγεί με σαφήενια και καθαρότητα τόσο το πώς μεταλλάσσονται σήμερα οι κινηματογραφικές εικόνες, όσο και το πώς γεννιούνται, αναπτύσσονται και τροφοδοτούνται τα ρεύματα της εποχής. 
Στις 10 ημέρες του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν προφανής η διάσταση ανάμεσα στα προηγούμενα –δηλαδή στις προσδοκίες που τρέφει κάθε μη περιστασιακός φίλος του κινηματογράφου- και στην «πραγματικότητα» που διαμόρφωσε η διοργάνωση. Αυτό που υπήρχε ήταν μια «εκτός τόπου και χρόνου» αποτύπωση και ένας κριτικός λόγος, ο οποίος, όταν δεν ήταν δάνειο, ήταν επιφανειακός και γι’ αυτό αδιάφορος. Ωστόσο η απουσία κάθε διάθεσης να χαρτογραφηθεί το άναρχο τοπίο του κινηματογράφου, η εγγενής αδυναμία να επιλεχθεί το καίριο και το ουσιώδες και η έλλειψη ενός κριτικού λόγου είχε ένα «σοβαρό» και άξιο σχολιασμού αντίβαρο. Ως ένα δείγμα των καιρών πρέπει να αντιμετωπισθεί το γεγονός ότι η καλλιτεχνική διεύθυνση της διοργάνωσης έδωσε προτεραιότητα στη δημιουργία φωτογραφικών στιγμιότυπων-ενσταντανέ, «γεγονότων» και «συμβάντων» ικανών να προκαλέσουν την προσοχή των media. Αυτή όμως η πληθώρα «master class» -όπου σωρηδόν ως «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι» οι προσκεκλημένοι εκθέτουν ενώπιον κοινού τις περί κινηματογράφου απόψεις τους- αλλά και οι αθρόες απονομές τιμητικών βραβείων μοιάζουν να ‘ναι κενές περιεχομένου (1), όταν παράλληλα δεν εκτίθεται το συνολικό έργο των δημιουργών (όπως συνέβη φέτος με τον Takeshi Kitano και στο παρελθόν με δημιουργούς όπως οι Chen Kaige, Jiří Menzel) ή όταν παραλείπονται τα άγνωστα και τα σημαντικά (όπως συνέβη φέτος με την απουσία των ντοκιμαντέρ των αδελφών Dardenne).  Αποκαλύπτουν τέτοιες εκδηλώσεις μια διάθεση για ρηχό εντυπωσιασμό.
festiv1.jpg
Αν κάποιος αναζητούσε τι υπήρχε πίσω από απ’ αυτήν τη λαμπερή πρόσοψη του 49oυ Φεστιβάλ ασφαλώς θα ανακάλυπτε την πολιτική και τις αντανακλάσεις της στην κοινωνία: Η παρουσία του χολιγουντιανού σκηνοθέτη Oliver Stone αλλά και του ενός εκ των αδελφών Dardenne του Luc και τα τιμητικά αφιερώματα στον Έλληνα Μάνο Ζαχαρία και στον αφρικανό Ousmane Sembene (έφυγε από τον ζωή το 2007) υπήρξαν τα καθοριστικά σημεία για την τελική εικόνα του Φεστιβάλ. Ο πρώτος επιλέγει να εστιάσει στα πρόσωπα και τα παρασκήνια της εξουσίας (μια αντίληψη για την πολιτική πολύ πιο παλιά από το Χολιγουντ), ενώ οι δεύτεροι μ’ ένα έργο που σε πρώτη ανάγνωση έχει έναν πολιτικό- κοινωνικό χαρακτήρα επιλέγουν να εστιάσουν στους απόκληρους και τους καταραμένους (δηλαδή στα θύματα της πολιτικής εξουσίας), όχι για να προκαλέσουν τη συμπόνια του θεατή αλλά αντίθετα για να περιγράψουν μια πορεία από την βαρβαρότητα προς τον ανθρωπισμό. Στα υπόλοιπα τιμητικά αφιερώματα η πολιτική διάσταση ήταν ουσιαστική και καίρια: Στο έργο του Μάνου Ζαχαρία οι εικόνες αντανακλούν εν θερμώ χρόνους ταραγμένους και εποχές δύσκολες. Εδώ ανακαλύπτουμε ένα είδος «εξόριστου» κινηματογράφου που την ίδια στιγμή νοσταλγεί τη πατρίδα αλλά στέκεται και κριτικά απέναντι της. Ο αφρικανός Ousmane Sembene χαρτογράφησε ένα χαοτικό τοπίο: την Αφρική μετά την απελευθέρωση της από την αποικιοκρατία. Το βλέμμα του, από το οποίο δεν απουσιάζει μια εθνογραφική διάσταση, παρακολουθεί τις περιπέτειες μιας ηπείρου προσπαθεί να εισέλθει απεγνωσμένα στη σύγχρονη εποχή. Επιπλέον στις ταινίες του διακρίνουμε ένα κριτικό σχόλιο για την (όχι μόνο πολιτισμική) οπισθοδρόμηση αλλά και την προσωπική του αγωνία πολύ πριν συμβεί η καταστροφή. Συμπληρωματικές ως προς τα προηγούμενα υπήρξαν και ταινίες όπως το Firaaq (στο Διεθνές Διαγωνιστικό) ή το Sous les Bombes που προβλήθηκε στα πλαίσια του αφιερώματος στο σινεμά της Μέσης Ανατολής, δραματικές απεικονίσεις των επιπτώσεων στην πρώτη περίπτωση του διαφυλετικού μίσους, και της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο στο δεύτερο. Το αφιέρωμα στο Terence Davies συνιστούσε μια λαμπρή εξαίρεση στα προηγούμενα: εδώ υπάρχει ένας κινηματογραφικός βιωματικός λόγος όπου κυριαρχείται από το συναίσθημα και τη βαθιά νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Στο έργο αυτού του ολιγογράφου βρετανού δημιουργού η τραυματική (συναισθηματικά  και όχι μόνο) παιδική ηλικία είναι η μήτρα από την οποία γεννιούνται οι εικόνες αλλά και τα πάθη.
festiv2.jpg
Η επιλογή στο Διεθνές Διαγωνιστικό πρόγραμμα είχε μάλλον ως πρώτη προτεραιότητα τη θεματική διάσταση παρά μια αξιολογική. Το σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφονταν η φετινή επιλογή ήταν η απεικόνιση του κόσμου της νεότητας, ορισμένες φορές σε τόπους αφιλόξενους και στιγμές δύσκολες (Voya explotar, Chicas Normales, Selda, Una semanas solos). Εδώ νεανικά πρόσωπα (Jiu Jiang Feng) καθώς βιώνουν τις θύελλες της νεότητας αναζητούν ένα σημείο ισορροπίας μέσα σ’ ένα κόσμο χαοτικό. Σημείο ισορροπίας αναζητούν και οι ενήλικες στις ταινίες που συμπλήρωναν το πρόγραμμα εδώ: Aan Ja, Pescuit sportiv, Three Blind Mice. Εδώ το τοπίο ήταν το σύμπαν των διαπροσωπικών σχέσεων -όπως συνέβη στην καλύτερη ταινία του προγράμματος γαλλική Le Bruit des gens autour- και το σήμειο εστίασης η αγωνία απέναντι στις ταραχές και τις ανισορροπίες των σχέσεων.

Στο ελληνικό τμήμα του προγράμματος είχαμε την εμφάνιση δύο νέων δημιουργών: του Αλέξανδρου Αβρανά αλλά και του Αλέξη Αλεξίου. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες οι ταινίες τους, αρνούμενες την κυρίαρχη στο ελληνικό σινεμά ρεαλιστική τάση, ανοίγουν το πεδίο. Ανανεώνοντας την αποπνικτική ατμόσφαιρα του ελληνικού κινηματογράφου φέρνουν ένα φρέσκο αέρα: διερευνώντας είτε το κινηματογραφικό κάδρο και το χρώμα (Without) είτε τις δυνατότητες της κινηματογραφικής αφήγησης (Ιστορία 52). Ένα φρέσκο αέρα όμως μπορούμε να βρούμε και σε ταινίες αναπάντεχες όπως το Μικρό έγκλημα του Χρίστου Γεωργίου, μια κωμωδία που λόγω της σκηνοθεσίας της διασπά τα ασφυκτικά πλαίσια της ηθογραφίας. Η ισχυρή τάση του ντοκιμαντέρ και φέτος είχε κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις, όπως ήταν η ταινία Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη (Στέλιος Χαραλαμπόπουλος) –βραβευμένη από την ΠΕΚΚ «για τη δημιουργική χρησιμοποίηση στοιχείων μυθοπλασίας σε μια ταινία τεκμηρίωσης». Η ιδιαιτερότητα της συνίσταται τόσο στη διαπλοκή της φόρμας ενός φιλολογικού ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας- όσο και στο περιεχόμενο αφού ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα φανταστικό ποιητικό διάλογο μεταξύ δύο όχι και τόσο μακρινών ποιητών ένα τόλμημα όχι μόνο φιλολογικής τάξης…
festiv4.jpg
Για το τμήμα Ημέρες Ανεξαρτησίας (υπεύθυνος Λευτέρης Αδαμίδης) οι επιλογές πέραν των τιμητικών αφιερωμάτων στους Ousmane Sembene και Terence Davies υπήρξαν ενδεικτικές ενός πνεύματος αναζήτησης του εναλλακτικού: το σύνηθες αφιέρωμα στο αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά (όπου βρίσκουμε την τελευταία ταινία της Kelly Reichardt, Wendy and Lucy), επισημάνσεις στους Azazel Jacobs και στο ζεύγος των Desperate Optimists (Christine Molloy, Joe Lawlor). Αν κάτι χαρακτήριζε το κυρίως σώμα των επιλογών ήταν μια αιρετική διάθεση η οποία επιχειρεί να συνθέσει από ένα ετερόκλητο και εν πολλοίς ανομοιογενές σύνολο το πνεύμα της εποχής: Ιδιότυποι εκπρόσωποι του σινεμά των κινηματογραφικών ειδών (The Good, the Bad, the Weird του Kim Jee-woon,  Encarnação do Demônio του José Mojica Marins), δημιουργοί όπως οι Hirokazu Kore-eda, Lisandro Alonso, Brillante Mendoza, ένα σινεμά αισθητικά πολύμορφο (Parking, Not sool), ακραίο (Gabbla), περιπετειώδες (Tulpan) και γι’ αυτό ουσιαστικό (Teza¸ Flower in the Pocket).

Είναι όμως στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια (υπεύθυνος Δημήτρης Κερκινός) που βρίσκουμε τόσο το πνεύμα των καιρών όσο και ένα κριτικό βλέμμα πάνω σ’ αυτό. Εδώ ο θεατής είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με τη νέα ανερχόμενη γενιά του Ρουμάνικου κινηματογράφου (Spotlight σε ταινίες μικρού μήκους) αλλά και με ταινίες καίριες που αποτυπώνουν το ανάγλυφο του βαλκανικού τοπίου όπως το Zift από την Βουλγαρία και το Snow από την Βοσνία. Όμως το κέντρο βάρους φέτος ήταν το αφιέρωμα στο σύγχρονο τούρκικο κινηματογράφο, ένα σινεμά αισθητικά ανήσυχο και βαθιά συναισθηματικό. Παρουσιάστηκε ένα πανόραμα της πιο ακμαίας βαλκανικής κινηματογραφίας, την πιο κατάλληλη στιγμή: από την μια πλευρά η γενιά του 90 με σκηνοθέτες όπως Dervis Zaim, Nuri Bilge Ceylan, και από την άλλη η νέα γενιά του σήμερα. Εκκινώντας από ένα ταραχώδες τοπίο –μια χώρα σε διαρκή κατάσταση αναταραχής και διχασμού– οι τούρκοι σκηνοθέτες ακολουθούν δύο δρόμους: ο πρώτος είναι η αποτύπωση αυτής της αναταραχής και του διχασμού–είναι η περίπτωση των ταινιών My Marlon and Brando, Lost Songs of Anatolia-, ενώ ο δεύτερος είναι ένας δρόμος που σε μια πρώτη προσέγγιση μοιάζει να αγνοεί το σκληρό κοινωνικό τοπίο –εδώ ανήκουν οι ταινίες Sut, Three monkeys, Autumn, Pandora’s Box. Όμως αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι δύσβατος: οδηγεί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας, και γίνεται ένας τρόπος για να αποτυπωθεί μ’ ένα τρόπο βαθύ και ουσιαστικό κάτι από τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ιχνογραφεί την ανθρώπινη εμπειρία καθώς βιώνει ένα καθεστώς (όχι απαραίτητα πολιτικού) αποκλεισμού…

Υ.Γ. Το ογκώδες όπως πάντα πρόγραμμα συμπληρωνόταν από το τμήμα Focus μ’ ένα θεματικό αφιέρωμα υπό τον εύγλωττο τίτλο «Κοινόβιο 2008» (υπεύθυνος Κωνσταντίνος Κοντοβράκης), το νέο Πειραματικό Φόρουμ (υπεύθυνος Βασίλης Μπούρικας) με αφιερώματα στον Ivan Ladislav Galeta και στον Ουγγρικό Πειραματικό Κινηματογράφο και το Στούντιο Μπέλα Μπάλαζ. Άξιο επισήμανσης είναι και το παράλληλο εξαιρετικά πλούσιο και πολύμορφο τμήμα με εκθέσεις έργων μεταξύ άλλων των Γκαμπριέλ Φιγκερόα, Κυριάκος Κατζουράκης, Ρουστάμ Χαμντάμοφ (επιμέλεια: Μάριον Ιγγλέση), Κωνσταντίνος Γιάνναρης (επιμέλεια: Ντένυς Ζαχαρόπουλος). Αυτή η τελευταία μοιάζει να ανοίγει ένα νέο πολύ ενδιαφέρον πεδίο για το φεστιβάλ: μια νέα μορφή παρουσίασης -με μέσα από το χώρο των εικαστικών- του έργου ενός κινηματογραφικού δημιουργού. 

Δημήτρης Μπάμπας

1  Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας υπήρξε μόνο μια απονομή τιμητικού βραβείου (στον  Werner Schroeter) ενώ στο φετινό φεστιβάλ Καννών  ένα  Masterclass (του Quentin Tarantino).