barbara1.jpg

Barbara, Christian Petzold
Ανατολική Γερμανία, 1980. Η Barbara είναι γιατρός από το Βερολίνο που βρίσκεται ύστερα από δυσμενή μετάθεση σε μικρό επαρχιακό νοσοκομείο. Αιτία η αίτηση που έχει υποβάλλει για να εγκαταλείψει τη χώρα. Η ίδια εξακολουθεί να ονειρεύεται τη μεγάλη απόδραση με τη βοήθεια του φίλου της που ζει στη δύση. Η μυστική υπηρεσία της Στάζι την παρακολουθεί στενά. Παράλληλα ένας γιατρός από το νοσοκομείο στο οποίο εργάζεται δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι αυτήν και φαίνεται να θέλει να τη βοηθήσει. Ή ίσως και να μπει στη ζωή της, που παραμένει ερμητικά κλειστή. Πώς μπορεί να ζήσει κανείς σε μία χώρα την οποία νομίζει ότι έχει προ πολλού αφήσει πίσω του; Και τι συμβαίνει, όταν η πολυπόθητη ελευθερία αποκτά άλλο νόημα από αυτό της κατάκτησης της προσωπικής ευτυχίας; Όταν συνδέεται με μια ηθική εσωτερική επιταγή πολύ πιο δύσκολη και επώδυνη; Ή όταν το άτομο αντιμετωπίζει και άλλου είδους διλήμματα, που θέτουν υπό αμφισβήτηση το ίδιο το προσωπικό οικοδόμημα της ευτυχίας;
Στην «Barbara» o Petzold αφηγείται μια προσωπική ιστορία. Η ηρωίδα του, ψυχρή και απόμακρη, περιπλανώμενη αλλά και παγιδευμένη στο αμυντικό κέλυφος που την προστατεύει, κρατάει απόσταση από οποιουδήποτε είδους επαφή, δεν εκφράζει καμία συγκίνηση. Προφυλάσσεται συνεχώς από το περιβάλλον της, ενώ μέσα της σιγοκαίει η απελπισμένη αναζήτηση της ελευθερίας. Αλλά και η ευθύνη ενός επαγγέλματος που υπηρετεί με θέρμη. Ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του Νέου Γερμανικού κινηματογράφου καταπιάνεται με ένα τετριμμένο θέμα της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας για να το αναγάγει με υπαινικτικό τρόπο σε οικουμενικό, αποφεύγοντας συμβολισμούς ή τους γνωστούς σκοπέλους της ενοχοποίησης ή της εξιδανίκευσης. Το πολιτικό κλίμα δεν απεικονίζεται, αλλά απλά αντικατοπτρίζεται μέσα από λεπτομέρειες που αναδεικνύονται στη διάρκεια της κινηματογραφικής αφήγησης. Και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται αργά κρατώντας το μυστήριο της ύπαρξης και των επιλογών τους μέχρι την τελευταία στιγμή. Στην ταινία του μπορεί να διακρίνει κανείς τη νηφαλιότητα και ακρίβεια της «Σχολής του Βερολίνου», ένα κίνημα του οποίου ο Petzold υπήρξε άλλωστε πρωτεργάτης. Αλλά και κάποια άλλα στοιχεία, όπως τη διακριτική παρατηρητικότητα και την προσήλωση στα βλέμματα και στις σιωπηλές αντιδράσεις που προκαλούν. Ωστόσο πέρα από την πειθαρχία της οπτικής και την οικονομία της έκφρασης η αφήγηση δεν είναι τόσο μινιμαλιστική και τα αφηγηματικά κενά στα οποία καλείται να διεισδύσει ο θεατής καλύπτονται με τρόπο πιο δυναμικό. Ο Petzold έχει εξάλλου έναν πιο συναισθηματικό τρόπο να αφηγείται ιστορίες και μια συγκρατημένη τάση προς το μελόδραμα, που υποβόσκει χωρίς ποτέ να εκδηλώνεται. Επιπλέον εδώ η ματιά του απέναντι στα τοπία αλλάζει, τόσο τα εσωτερικά, όσο κυρίως τα εξωτερικά. Η παλέτα των χρωμάτων του γίνεται πιο γήινη και πιο έντονη και το φως αν και καθαρό, δεν είναι ποτέ το ψυχρό ή σκληρό φως προηγούμενων ταινιών του. Με την ηρωίδα του ποδηλάτισσα σε κάποιες από τις ομορφότερες σκηνές της ταινίας, ο Petzold φαίνεται να θέλει να μιλήσει με τρόπο απλό, για κάτι πολύ πιο μεγαλόπνοο και φιλόδοξο. Την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά και τις απώλειες απέναντι στην ουτοπία της ελευθερίας. Η λύση αλλά και η ατμόσφαιρα των εικόνων του τον κατατάσσουν σε έναν από τους μεγάλους ρομαντικούς. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
berlin12.jpg
Spanien (Spain), Anja Salomonowitz
Ένας ξένος που εμφανίζεται από το πουθενά σε μια άγνωστη γι αυτόν χώρα. Μια μυστηριώδης γυναίκα που προσπαθεί να ξεφύγει οριστικά από ένα βίαιο γάμο. Ένας αστυνομικός που κυνηγάει αμείλικτα μετανάστες που παντρεύονται για την άδεια παραμονής, ενώ ταυτόχρονα αναζητάει τα λόγια που θα φέρουν πίσω τη γυναίκα του. Ένας οικογενειάρχης που από χειριστής γερανού θα εκπέσει στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια. Τέσσερις παράλληλες φαινομενικά ιστορίες που στην πραγματικότητα ακολουθούν χρονικά η μία την άλλη. Τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα που κυνηγώντας την ευτυχία θα συναντηθούν τυχαία και η ζωή τους θα αλλάξει για πάντα. Μια περίεργη αλυσιδωτή αντίδραση στην οποία η ευτυχία του ενός βασίζεται στη δυστυχία του άλλου. Ή και το αντίστροφο. Ο ξένος, ο πιο δυναμικός χαρακτήρας, είναι ο κινητήριος μοχλός των ιστοριών. Αυτός που τις ενεργοποιεί τη μία μετά την άλλη. Ένας Μολδαβός λαθρομετανάστης που ξεκινάει για την Ισπανία, αλλά ένα ατύχημα θα τον ρίξει στην Αυστρία.
Η Salomonowitz ξέρει να χειρίζεται καλά το υλικό της. Μετανάστευση, ανθρώπινη εκμετάλλευση, γυναικεία κακοποίηση αλλά και χειραφέτηση είναι θέματα που διαπραγματεύτηκε και στο «It happened just before»(2006), ταινία με ιδιαίτερη κινηματογραφική φόρμα, που κινούνταν μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Έτσι και στο « Spain», θέματα που επανέρχονται στην αυστριακή φιλμογραφία των τελευταίων χρόνων δίνονται με έναν εντελώς προσωπικό, εικαστικό τρόπο. Βγαλμένοι μέσα από μια σκληρή υπαρκτή πραγματικότητα οι χαρακτήρες της κινούνται σε μια μη-ρεαλιστική ατμόσφαιρα που εντείνεται από το σκηνικό, τα χρώματα, τις σιωπές. Ένας διακριτικός θρησκευτικός τόνος διατρέχει σταθερά την ταινία περισσότερο ως συμβολική υποδήλωση παρά ως θεματική υπαγόρευση. Βυζαντινές εικόνες και πρόσωπα αγίων, ευαγγελικές αναφορές, εκκλησιαστικές τοιχογραφίες και αγάλματα προβάλλουν τα πάθη και τους κρυφούς πόθους των ηρώων, που περιφέρονται σαν δαίμονες ή εκπεπτωκότες άγγελοι στη γη. Η ίδια η σκηνοθέτις εξάλλου δηλώνει ότι ήθελε να πει «μια ιστορία, η οποία να βασίζεται στις κοινωνικές συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας αλλά να δίνεται με την οπτική ατμόσφαιρα ενός παραμυθιού… που να συνοδεύεται από τις αποχρώσεις του γήινου καφέ χρώματος και από το φως που εκπέμπουν οι πίνακες του Caravaggio».
sister1.jpg
L’ enfant d’ en haut (Sister), Ursula Meier
Ένα πολυτελές χιονοδρομικό θέρετρο στις ελβετικές Άλπεις. Στους πρόποδες του ένα αφιλόξενο τοπίο με μια εργατική πολυκατοικία στη μέση του πουθενά. Εκεί σε ένα γυμνό σχεδόν διαμέρισμα μένει ο δωδεκάχρονος Simon με την άνεργη αδελφή του. Ο μικρός ακολουθεί κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Ανεβαίνει με τελεφερίκ από την γκρίζα βιομηχανική κοιλάδα στον πολύχρωμο κόσμο των σκιέρ, με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο. Να ελαφρύνει τους τουρίστες από τα σακίδια και τον εξοπλισμό τους. Ο Simon είναι επαγγελματίας κλέφτης. Δεν έχει ενδοιασμούς ούτε ενοχές. Οι κλοπές είναι γι αυτόν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Τόσο της δικής του, όσο και της αδελφής του με την οποία η σχέση του φαίνεται προβληματική, το ίδιο και η συγκατοίκηση.
Η Meier στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός αγοριού που ελίσσεται με μαεστρία μεταξύ δύο κόσμων εντελώς διαφορετικών και μεταξύ οικογενειακών ρόλων που συγχέονται συνεχώς, έως τη συγκλονιστική τελική τους ανατροπή. Τα συναισθηματικά όρια είναι κι αυτά ρευστά και συνεχώς μεταβάλλονται. Από την υπερβολική αυτοπεποίθηση με την οποία ο μικρός χρησιμοποιεί το ψέμα και την απάτη έως την πιο ευάλωτη πλευρά του που διψά για αγάπη και τρυφερότητα. Με ανάλογη ευελιξία κινείται και η κάμερα ακολουθώντας τον ήρωα άλλοτε από κοντά, με τρόπο που θυμίζει έντονα το ύφος των αδελφών Dardenne και άλλοτε διακριτικά ή από απόσταση, δίνοντας περισσότερο έμφαση στη δυναμική του χώρου. Στo χιονοδρομικό κέντρο και στις πίστες του, ως έναν μη-τόπο αλλά απλό κέντρο διερχομένων, στον γκρίζο αυτοκινητόδρομο και στο σπίτι, ως εστία ανέστια. Το τέλος του χειμώνα απογυμνώνει όχι μόνο το τοπίο από τη φαινομενική του λευκότητα, αλλά και τις ψυχές και τα σώματα από την ψευδαίσθηση μιας «οικογενειακής ζωής». Η ταινία βραβεύτηκε με τη Μνεία Ειδικής Επιτροπής στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
tabu1.jpg
Tabu, Miguel Gomes
Ένας περιπλανώμενος εξερευνητής της εποχής της αποικιοκρατίας περιφέρεται στη ζούγκλα της Αφρικής κουβαλώντας την ερωτική του απόγνωση για το χαμό της γυναίκας του. Καταδιωκόμενος από το φάντασμά της και από την αναγκαιότητα του θανάτου, θα συναντήσει τελικά τη μοίρα του στις όχθες ενός ποταμού. Εκεί θα τον καταπιεί «ένας θλιμμένος και μελαγχολικός κροκόδειλος, που θα στοιχειώσει τη σαβάνα για πάντα».
Στο υπνωτικής ομορφιάς ποιητικό εισαγωγικό μέρος της ταινίας Tabu, που δίνεται ως εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, ο αφηγητής –σκηνοθέτης διηγείται μια ιστορία που προϊδεάζει για αυτά που θα ακολουθήσουν. Χωρισμένη σε δύο τμήματα, ασπρόμαυρα όπως και το εισαγωγικό, η ταινία στο πρώτο της μέρος («A lost Paradise») παρακολουθεί ημερολογιακά την Pilar, μια μεσήλικη γυναίκα στη σύγχρονη Λισσαβόνα. Πιστή καθολική, ακτιβίστρια και σινεφίλ, η Pilar θέλει να κάνει πάντα το καλό, ζώντας στην ουσία για τους άλλους. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη γειτόνισσά της Aurora, μια ιδιόρρυθμη και στα όρια της παράνοιας ηλικιωμένη, που ζει με την μαύρη της υπηρέτρια Santa. Λίγο πριν πεθάνει η Aurora παραδίδει στην Pilar το όνομα ενός άντρα από το σκοτεινό της παρελθόν. Η αναζήτηση του προσώπου αυτού θα οδηγήσει την ταινία στον αφηγητή του δεύτερου μέρους («Paradise»). Εδώ με ένα flashback 50 χρόνων ξετυλίγεται η πολυτάραχη ζωή της Aurora σε μια πορτογαλική αποικία της Αφρικής, στους πρόποδες του όρους Tabu.
Η τρίτη ταινία του Πορτογάλου σκηνοθέτη και κριτικού Miguel Gomes συνιστά μια ελεγεία για τον έρωτα, την ιστορία και το σινεμά, δοσμένη μέσα από μία πρωτότυπη κινηματογραφική φόρμα. Εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Murnau “Tabu, a Story of the South Seas”(1931) δανείζεται στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά και του αμερικάνικου κινηματογράφου του Griffith για την απόδοση κυρίως της πιο αχνής ασπρόμαυρης δεύτερης περιόδου. Αυτής που -φέροντας τον ειρωνικό τίτλο «Παράδεισος»- υιοθετεί την αισθητική του βωβού κινηματογράφου και το μυθιστορηματικό λογοτεχνικό ύφος για να εικονογραφήσει τις αφηγούμενες αναμνήσεις και την γεμάτη πάθος επιστολογραφία των δύο εραστών. Υιοθετώντας τρία διαφορετικά είδη κινηματογραφικής αφήγησης, τα οποία επικοινωνούν και αντιδιαστέλλονται ταυτόχρονα, ο Gomes επιχειρεί μια κατάδυση στην προσωπική και ιστορική μνήμη, μια ποιητική αναφορά σε αυτά που χάνονται αμετάκλητα αφήνοντας πίσω τους τη γλυκόπικρη μελαγχολία της ανάμνησης. Η ταινία, αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μεταφορά για το θάνατο της αποικιοκρατίας, προχωράει παραπέρα εστιάζοντας γενικότερα στο τέλος μιας εποχής, μιας κοινωνίας αλλά και ενός σινεμά που επιβιώνουν στις μνήμες των ανθρώπων. Διατρέχεται ωστόσο από έναν έντονο αυτοσαρκαστικό τόνο και μια σουρεαλιστική ειρωνική ματιά, που αμβλύνουν ή και ανατρέπουν το ύφος οποιασδήποτε νοσταλγικής διάθεσης. Η ταινία βραβεύτηκε με τα βραβεία Fipresci και Αlfred Bauer στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
meteora2.jpg
Μετέωρα, Σπύρος Σταθουλόπουλος
Όλα ξεκινούν από το τοπίο. Εκεί όπου τα όρια μεταξύ ουρανού και γης συγχέονται και η ψυχή βρίσκεται σε μια μετέωρη κατάσταση ανάμεσα στο άυλο και το υλικό, την πνευματικότητα και την πραγματική ζωή. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Σταθουλόπουλου παρακολουθεί τα στάδια μιας απλής αλλά «ανορθόδοξης» ιστορίας, ενός μοναχού και μιας μοναχής που ερωτεύονται σε δύο αντικρινά μοναστήρια των Μετεώρων.
Οι ήρωες φαίνονται παγιδευμένοι σε μια ενδιάμεση κατάσταση που αιωρείται μεταξύ της γήινης και της πνευματικής φύσης τους, της ανάγκης τους για ερωτική ικανοποίηση και της επιθυμίας τους για θεϊκή αποδοχή. Αυτή η πάλη ανάμεσα στα ανθρώπινα πάθη και τη θεϊκή τελειότητα δίνεται με έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο, μέσα από τη χρήση κινούμενων σχεδίων βυζαντινής εικονογραφίας. Τα ηθικά διλήμματα και τα αισθήματα ενοχής ζωντανεύουν με τρόπο μαγικό μέσα από εξαιρετικά animation, που παραπέμπουν στις ξύλινες βυζαντινές αγιογραφίες και σε συμβολικές θεματικές της χριστιανικής ορθοδοξίας αλλά και λαϊκών μύθων και παραμυθιών. Ο έρωτας ως απαγορευμένος καρπός αλλά και ως ολοκλήρωση μέσω του άλλου, η θυσία και η σταύρωση, η πτώση και η τιμωρία είναι μερικά από τα θέματα αυτής της ιδιαίτερης αφηγηματικής τεχνικής που σε συνδυασμό με την επένδυση αντιφωνικής μουσικής συνιστούν το δυναμικότερο στοιχείο της ταινίας. Με ελάχιστους διαλόγους να σκιαγραφούν σχηματικά τους κεντρικούς ήρωες και την εμφάνιση κάποιων συμπληρωματικών χαρακτήρων, όπως του βοσκού και του ασκητή- η ταινία κινείται περισσότερο στην προβολή αντιθέτων: του κοινοτικού και του ατομικού, του ανιμαλιστικού και του πνευματικού, του γήινου και του ουράνιου. Αυτή η παλίνδρομη κίνηση μεταξύ ανθρώπινης και θρησκευτικής κοινότητας είναι διαρκής στην ταινία και οδηγεί σταδιακά στην τελική επιλογή. Τα «Μετέωρα» αιωρούνται και κινηματογραφικά μεταξύ ενός αφηγηματικού ρεαλισμού, που πλησιάζει το ντοκιμαντέρ και ενός αλληγορικού συμβολισμού, που πετυχαίνεται κυρίως με το ψηφιακό μέσο. Μοναδικής ομορφιάς και τα γενικά πλάνα των γιγάντιων μονολιθικών βράχων που επανέρχονται σαν ενδιάμεσος συνδετικός κρίκος και σαν υπενθύμιση της μετέωρης φύσης των ανθρώπων.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]