(Σχόλια για το τούρκικο σινεμά)
Golden Horn, Erden Kiral
Ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους σκηνοθέτες, ο Erden Kiral, στρέφει το φακό του στην οικουμενική πόλη που απλώνεται γύρω από τον Κεράτιο κόλπο. Ένα ντοκιμαντέρ γεμάτο ήχους και χρώματα, νοσταλγία και ποιητική διάθεση για έναν κόσμο που αλλάζει αλλά που παραμένει πολύβουο σταυροδρόμι πολιτισμών.
Η Κωνσταντινούπολη, ως η αιώνια αγαπημένη, αλλά και ως άλλη καβαφική Ιθάκη, τόπος επιστροφής και αναζήτησης της ιστορικής και προσωπικής μνήμης του αφηγητή, αποκαλύπτει στον επισκέπτη το παλιό και το σύγχρονό της πρόσωπο ταυτόχρονα. Το λιμάνι και οι αγορές, οι γειτονιές και οι δρόμοι της που κατεβαίνουν στη θάλασσα, τα τείχη και τα μνημεία της, ζωντανεύουν από την εκτός κάδρου φωνή του αφηγητή που διανύει μια διαδρομή, από το Karakoy ως το Sultanahmet και από εκεί ως το Eyup, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Μια διαδρομή που κλείνει με τις μουσικές των δερβίσηδων και τα πανοραμικά νυχτερινά πλάνα πάνω από τον Κεράτιο, αλλά και με τους γνωστούς στίχους του Αλεξανδρινού ποιητή. Αν και η αναφορά στο οθωμανικό παρελθόν διατρέχει διακριτικά την ταινία, προβάλλεται ιδιαίτερα o πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης ως ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της. Εξαιρετικό όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προβολή από τον Kiral της συνύπαρξης δύο διαφορετικών θρησκευτικών κόσμων, του μουσουλμανικού και του ορθόδοξου χριστιανικού, που συμβιώνουν σε αυτήν ως παράλληλοι και όχι ως αντίθετοι τόποι λατρείας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξάλλου δηλώνει ότι « η ειρηνική συμβίωση» ήταν η κινητήρια ιδέα του πρώτου του αυτού ντοκιμαντέρ. Αυτό που ήθελε να κινηματογραφήσει ήταν από τη μια τον Κεράτιο, ως κράμα λαών και θρησκειών και από την άλλη τον τόπο που αποθανάτισε ο μεγάλος φωτογράφος Ara Guler και που κατά κάποιο τρόπο εξακολουθεί να υπάρχει σαν μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία.
Do not forget me Istanbul, Hany Abu-Assad, Stefan Arsenijevic, Aida Begic, Eric Nazarian, Stergios Niziris, Omar Shargawi, Josefina Markarian
Εφτά σκηνοθέτες με καταγωγή από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή στήνουν τις δικές τους μικρές ιστορίες με φόντο τη μυθική πόλη της Κωνσταντινούπολης, για τη δημιουργία μιας ταινίας που ξεκινάει και τελειώνει με μία επιστροφή. Αυτή του αρχικού αφηγητή και επόπτη του project, γνωστού συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη, στο σπίτι των παιδικών του χρόνων. Η σπονδυλωτή ταινία «Do not forget me Istanbul», χαοτική και πολυσυλλεκτική, σαν την ίδια την πόλη που τη γέννησε, όπως λέει χαρακτηριστικά ένας από τους παραγωγούς της, ο Huseyin Κarabey, αποτελείται από 6 δεκαπεντάλεπτες ταινίες μικρού μήκους και έναν επίλογο. Εφτά άνθρωποι, ήρωες σε εφτά διαφορετικές ιστορίες, έχουν τους δικούς τους ξεχωριστούς λόγους για να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη. Κουβαλώντας οι περισσότεροι ένα βαρύ παρελθόν, θα βιώσουν όλοι τους μία περιπέτεια στη διάρκεια της οποίας θα δοκιμάσουν αντιφατικά συναισθήματα: την απογοήτευση και την ελπίδα, την ανασφάλεια και την προδοσία, την αγωνία της αναζήτησης και τη νοσταλγία. Ένας Έλληνας μικρέμπορος, μια νεαρή ηθοποιός από τη Βοσνία, ένας Αρμένης οργανοπαίχτης, είναι κάποια από τα πρόσωπα που συνθέτουν αυτό το μωσαϊκό σε μια τοπογραφία που κινείται από τους εξωτερικούς στους συναισθηματικά φορτισμένους εσωτερικούς χώρους. Οι προσωπικές μνήμες και μια μελαγχολική διάθεση διατρέχουν τις περισσότερες από τις ιστορίες με εξαίρεση την ταινία του Hany Abu – Assad «Almost», η οποία και ξεχωρίζει με τη φρεσκάδα, το χιούμορ και την πρωτοτυπία της. Κυρίως όμως χάρη στην κεντρική ηρωίδα της, μια ηρωική γιαγιά που υπερβαίνει όλα τα εμπόδια, προκειμένου να συναντήσει ύστερα από 62 χρόνια την αδελφή της.
Broken Mussels, Seyfettin Tokmak
Η ταινία παρακολουθεί τον αγώνα δύο αγοριών κουρδικής καταγωγής να επιβιώσουν σε μια σκληρή Κωνσταντινούπολη που δεν έχει τίποτα από τη γνωστή της αίγλη. Η πόλη εξάλλου εδώ είναι σχεδόν μη αναγνωρίσιμη, ένας μακρινός υδάτινος ορίζοντας, γέφυρες και ράγες διερχόμενων τρένων. Κεντρικό σημείο, το φτηνό πανδοχείο γύρω και μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες της ιστορίας. Τα δυο ξαδέλφια, οι Αφρικανοί λαθρομετανάστες, η γυναίκα από τη Βοσνία, σύγχρονοι «Άθλιοι», θύματα διαφορετικού είδους εκμετάλλευσης, που συγκινούν ως κινηματογραφικοί χαρακτήρες. Η ταινία εστιάζει στα δύο αγόρια που οι συνθήκες της ζωής τα ωριμάζουν πρόωρα. Παρόλα αυτά οι δύο μικροί ήρωες διατηρούν την παιδική αφέλεια και αθωότητα, γεγονός που συνιστά και το δυνατό σημείο της ταινίας. Χωρίς να χάνει τίποτα από το ρεαλισμό της, η περιπέτεια των δύο διαφορετικών ως προς το χαρακτήρα αγοριών περνάει με κωμικό πολλές φορές τρόπο από όλα τα στάδια μιας τραγικής πορείας ενηλικίωσης. Ακόμα κι η εμπλοκή τους στο οργανωμένο έγκλημα απενοχοποιείται λόγω της άγνοιας και των ονειρικών τους ψευδαισθήσεων. Στο τέλος, αν και ο παράδεισος παραμένει μακριά, εξακολουθούν να προσβλέπουν σε αυτόν, έχοντας μάλιστα αναλάβει επιπλέον ευθύνες. Στην πρώτη του αυτή ταινία μυθοπλασίας, ο Tokmak φωτίζει κάποιες από τις σκοτεινότερες γωνιές μιας μητρόπολης της Ανατολής που αποτελεί πύλη εξόδου προς τη Δύση. Επιλέγοντας έναν απλό αλλά αυθεντικό τρόπο κινηματογραφικής γραφής και αποφεύγοντας τη συναισθηματική ταύτιση δίνει στην ιστορία του οικουμενική διάσταση.
Toll Booth, Tolga Karacelik
Η ταινία εστιάζει σε έναν υπάλληλο σταθμού διοδίων. Σοβαρό, τυπικό, λιγομίλητο, μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Έναν ερμητικά κλειστό άνθρωπο, ψυχρό και απόμακρο, που οι συνάδελφοί του αποκαλούν ρομπότ. Στο σπίτι ο ήρωας φροντίζει τον αδύναμο αλλά αυταρχικό πατέρα του, ο οποίος τον καταπιέζει και τον βασανίζει ψυχολογικά. Η μονοτονία της δουλειάς και η συσσωρευμένη πίεση θα οδηγήσουν τον ήρωα από την αντικοινωνικότητα και την απομόνωση στον κόσμο του παράλογου και των παραισθήσεων με τρόπο βίαιο και κωμικοτραγικό. Οι εμμονές, η φυγή στον κόσμο της φαντασίας και η επαναφορά του στην πραγματικότητα δίνονται με έξυπνο και χιουμοριστικό τρόπο, ενώ κοντινά και μακρινά πλάνα εναλλάσσονται για την απόδοση της σωματικής έντασης ή της αποξένωσης αντίστοιχα. Ο Karacelik, που υπογράφει και το σενάριο, καταφέρνει να στήσει μια ταινία με ενδιαφέρουσα κινηματογραφική φόρμα, η οποία κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Ένα θέμα γνωστό και από άλλες ταινίες του σύγχρονου τουρκικού κινηματογράφου, αυτό της αυταρχικής πατρικής φιγούρας και της προβληματικής σχέσης πατέρα-γιου (που είδαμε πρόσφατα και στο Majority του Seren Yuce), σε συνδυασμό με την ευρηματική χρήση του θαλάμου διοδίων μέσα στον οποίο είναι εγκλωβισμένος ο ήρωας, δίνουν τη δυνατότητα στο νέο δημιουργό να κατασκευάσει μια πρωτότυπη μαύρη κωμωδία με σουρρεαλιστικά στοιχεία.
Our grand despair, Seyfi Teoman
Η τελευταία ταινία του Teoman, γνωστού από το βραβευμένο σε προηγούμενο Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης Summer book, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Baris Bicakci. Αν και πολύ κοντά στη γλυκόπικρη ρομαντική κομεντί, η ταινία δεν εντάσσεται εύκολα σε κατηγοριοποιήσεις και σίγουρα όχι στη συνήθη θεματική της τουρκικής κινηματογραφίας. Ο τίτλος της είναι επίσης παραπλανητικός. Πρόκειται στην ουσία για την ιστορία μιας σπάνιας ανδρικής φιλίας που παραμένει σταθερή ως το τέλος μιας δοκιμασίας. Η ταινία παρακολουθεί την καθημερινή ζωή δύο διαφορετικών ως προς το χαρακτήρα «κολλητών» φίλων, που είναι κάτι παραπάνω από συγκάτοικοι και κάτι λιγότερο από συζυγικό ζευγάρι. Μια πλατωνική αλλά και παθιασμένη φιλία δύο τριαντάρηδων εφήβων που ανατρέχουν συνεχώς στο παρελθόν γιατί φοβούνται να ενηλικιωθούν. Η εισβολή μιας νεαρής γυναίκας στη ζωή τους και η κοινή τους ερωτική επιθυμία γι αυτήν θα ταράξει προσωρινά τις ισορροπίες, αλλά δε θα αμφισβητήσει τη σχέση τους . Αιωρούμενη ανάμεσα στην ελαφρά μελαγχολία και την κωμική διάθεση και χωρίς κάποια κορύφωση ως το τέλος η ταινία κλείνει αισιόδοξα αν και κάπως αμήχανα. Εξαιρετική είναι η κινηματογράφηση της χειμερινής Άγκυρας και γενικότερα ενός αστικού περιβάλλοντος που δεν εμφανίζεται συχνά στον τουρκικό κινηματογράφο.
Η ταινία, που συμμετείχε και στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της πρόσφατης Berlinale, μοιράστηκε εξ ημισείας το Ειδικό Βραβείο Της Επιτροπής του διεθνούς διαγωνιστικού με το «Α useful life» του Federico Veiroj.
Hair, Tayfun Pirselimoglu
Μετά το Riza και το Haze ο Pirselimoglu ολοκληρώνει με το αινιγματικό Hair την «Τριλογία της Συνείδησης», που κινείται γύρω από τα θέματα της έλλειψης επικοινωνίας και της παραίτησης, των εμμονών και της αποξένωσης. Πιο σκοτεινό και ελλειπτικό το Hair βυθίζει το θεατή με την επική λακωνικότητά του, τις παρατεταμένες σιωπές και τα βασανιστικά αργά πλάνα του σε έναν υπνωτικό λήθαργο, μια σχολαστικά επιμελημένη και εικαστικά άρτια μελέτη θανάτου. Ένα μαγαζί με περούκες στο Ταρλάμπασι της Κωνσταντινούπολης και ο ιδιοκτήτης του που πάσχει από καρκίνο βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας. Μια μυστηριώδης γυναίκα που έρχεται στο μαγαζί για να πουλήσει τα μαλλιά της και στη συνέχεια ο άνδρας της, που δουλεύει σε νεκροτομείο, θα του κινήσουν το ενδιαφέρον. Βγαίνοντας από τον κενό του μικρόκοσμο θα αρχίσει να τους παρακολουθεί με εμμονική σχεδόν προσήλωση. Για να καταλήξει σε μια απροσδόκητη υπέρβαση. Στο Hair η δράση περιορίζεται στο ελάχιστο. Η ταινία αποτελεί μία σύνθεση αργών στιλιζαρισμένων πλάνων που δημιουργούν μια αίσθηση αναμονής και αβεβαιότητας. Μέσα σε αυστηρά δομημένα κάδρα ο ήρωας παρατηρεί ακίνητος πίσω από παράθυρα ή περιφέρεται σα φάντασμα σε ένα αστικό περιβάλλον, γυμνό και αποστειρωμένο. Οι χώροι είναι αυτοί που δημιουργούν και αυτή την έντονη ατμόσφαιρα της μελαγχολίας ή της κενότητας. Άλλοτε βυθισμένοι στο σκοτάδι και άλλοτε λουσμένοι σε ένα απόκοσμο γαλάζιο φως.
Το Hair, το οποίο είχε ήδη διαγράψει μια πορεία στα διεθνή Φεστιβάλ, βραβεύτηκε με τις δύο χρυσές τουλίπες, καλύτερης τουρκικής ταινίας και σκηνοθεσίας.
Press, Sedat Yilmaz
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα το Press, η πιο πολυσυζητημένη ίσως ταινία του φετινού φεστιβάλ, αποτελεί έναν ύμνο στον αγώνα για την ανεξαρτησία του Τύπου. Η ταινία παρακολουθεί τη δράση έξι δημοσιογράφων της κουρδικής εφημερίδας Ozgur Gundem, που με έδρα το Diyarbakir ξεκινούσαν στις αρχές του 1990, κάτω από εξαιρετικές πιέσεις και με ελάχιστα μέσα, το δύσκολο αγώνα τους για την αποκάλυψη της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή. Αν και η ταινία εστιάζει κυρίως στις απειλές, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες και τις διώξεις της ηρωικής ομάδας από παραστρατιωτικές οργανώσεις, καταγράφει παράλληλα και το χρονικό της ενηλικίωσης ενός δεκαεφτάχρονου, που δουλεύει ως φύλακας στην εφημερίδα. Ο νεαρός ήρωας, μέσα από τη ματιά του οποίου δίνονται τα γεγονότα, αποκτά πολιτική και επαγγελματική συνείδηση στην πορεία αυτού του πεισματικού αγώνα. Κι ενώ με την τελευταία σκηνή η ταινία αποτίει φόρο τιμής στους μάρτυρες δημοσιογράφους της κουρδικής εφημερίδας, στην ουσία αποτελεί μια τολμηρή φωνή διαμαρτυρίας κατά της λογοκρισίας και της καταπάτησης της ελευθερίας της έκφρασης σε μια από τις πιο πολύπαθες χώρες στον τομέα αυτό.
Το Press τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής και το βραβείο FIPRESCI του εθνικού διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]