Και οι δύο ταινίες που σάρωσαν τα Οσκαρ φέτος μιλούν για βία, ερήμωση, μοναξιά, χρήμα, ωμή δύναμη, αποξένωση, θάνατο. Το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» των αδελφών Κοέν, και το «Θα χυθεί αίμα» του Π. Τ. Αντερσον, σκιαγραφούν ανθρώπους θηρία, ανθρώπους στη μεθόριο, αντιμέτωπους με ακραίες καταστάσεις, αντιμέτωπους με τους άλλους και τους εαυτούς τους: εναντίον όλων.
Είναι αδύνατον να δεις αυτές τις ταινίες, και να μη σκεφτείς τις αλληγορικές αιχμές τους. Είναι αβάσταχτες, ιδίως το «Καμιά πατρίδα».
Σκέφτεσαι ότι οι Κοέν και ο Αντερσον μιλούν για την Αμερική σήμερα. Αλλά μιλούν και για την υπόλοιπη Δύση: το χρήμα, η βία, η ξένωση είναι οι συνθήκες της. Ισως όχι με τον τρόπο του Τεξανού λούζερ και του ψυχάκια φονιά, όχι με την απόλυτη δίψα του πετρελαιοθήρα, πάντως με αναλόγως ωμή λατρεία του χρήματος και της δύναμης.
Ο ζόφος των ταινιών διαφέρει: πιο υπαρξιακός στο Αίμα, πιο σωματικός στο Καμιά πατρίδα. Αλλά και οι δύο αντλούν αφηγήσεις, χαρακτήρες και εικόνες από την κινηματογραφική και λογοτεχνική παράδοση του 20ού αιώνα.
Tο μυθιστόρημα του σοσιαλιστή Απτον Σινκλέρ (1878-1968), που κινηματογραφεί μινιμαλιστικά ο Αντερσον, σκιαγραφεί έναν πρωτοκαπιταλιστή, ένα στοιχειό της φύσης, ερμηνευμένο ιδανικά από τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Η χωρίς διδακτισμό αφήγηση του Σινκλέρ, για την απληστία και για την αποθηρίωση, φέρνει στο νου έναν άλλο σπουδαίο συγγραφέα, τον Γερμανό αναρχικό Mπ. Τράβεν (ή Ρετ Μαρούτ)· δύο από τα πιο σκοτεινά πολιτικά έργα του σφράγισαν το σινεμά: Ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» (1948) και το «Πλοίο των νεκρών» (1959). Το στόρι απληστίας και ματαιότητας του Θησαυρού, φιλμαρισμένο στεγνά πυρετικά από τον Τζον Χιούστον, αναπαράγεται συμμετρικά και από τον Αντερσον και από τους Κοέν.
Ο αβάσταχτα κακός Αντον Σιγκούρ (ερμηνευμένος εφιαλτικά από τον Χαβιέ Μπαρδέμ) στην ταινία των Κοέν, συνεχίζει κι αυτός την παράδοση των κακών του αμερικανικού σινεμά, κυρίως των ψυχικά, των ανεξήγητων και απόλυτα κακών. Δεν μπορείς εδώ παρά να θυμηθείς τις ανυπέρβλητες ερμηνείες του Ρόμπερτ Μίτσαμ σε δύο ζοφερές ταινίες: «The night of the hunter» (1955), τη μία και μόνη σκηνοθεσία του Τσαρλς Λώτον, και «Cape Fear» (1962) του Τζ. Λη Τόμπσον.
Ελάχιστες ταινίες μπορούν να συγκριθούν με το ανεξήγητο και απόλυτο κακό που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πρώην κατάδικου Χάρι Πάουελ, του ιεροκήρυκα που κυκλοφορεί στο «The night of the hunter» με τις λέξεις Μίσος και Αγάπη χαραγμένες στα χέρια του – και σίγουρα όχι τα ψυχο-σπλάτερ με δολοφόνους σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο Πάουελ σκοτώνει για να ζήσει, χωρίς ηδονή και χωρίς σκοπό, όπως ο Σιγκούρ στο «Καμιά πατρίδα»· μόνο που ο Λώτον ζωγραφίζει δραματικά, εξπρεσιονιστικά τον κακό του, ενώ οι Κοέν γέρνουν προς το απειλητικό παράδοξο και την τρομακτική γυμνότητά του. Αυτή η διαφορά απηχεί μια διαφορά καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, ασφαλώς, αλλά και μια αλλαγή στην εικόνιση του κακού, από το 1955 έως το 2008. Ο κακός σήμερα δεν φέρει καν το εξπρεσιονιστικό σκοτάδι του Πάουελ ή τη μανία του βιαστή Μαξ Κάντυ (στο Cape Fear) που φλέγεται για εκδίκηση, για καταστροφή της εφησυχασμένης και κρυπτοένοχης μεσαίας τάξης. Ο Σιγούρ δεν μανιάζει, δεν φλέγεται, δεν το κάνει καν για τα λεφτά, το κάνει για να νιώσει τη δύναμη του θύτη· σκοτώνει σιωπηλά, τεχνικά, με μια συσκευή εκδοροσφαγέα. Κι είναι πιο έρημος, πιο γυμνός από όλα τα θύματά του. Είναι ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει ο κανονικός άνθρωπος, ο σερίφης διώκτης του· ό,τι δεν χωράει στο νου του σκληροτράχηλου θηράματός του· ό,τι δεν χωράει ούτε στο νου του «νορμάλ» ανθρωποκυνηγού – για όλους αυτούς η ζωή έχει μια αξία.
«Τέλειωσα», λέει στο φινάλε ο φονιάς πετρελαιοθήρας. Μα δεν υπάρχει τέλος. Ουτε στο «Καμιά πατρίδα» υπάρχει τέλος: το θηρίο συνεχίζει στο πουθενά, με το σπασμένο κόκαλο να χάσκει. Καμιά ελπίδα. Σε αυτό το σημείο, το σινεμά του 2008, γυμνό, σπαρακτικό, ερημωμένο, συναντά την πικρή κινηματογραφική παράδοση των ’70s· ανασυστήνει τη μοναξιά, την πίκρα και την καταληκτήρια κατατονία του «Σκιάχτρου» (1973), την ερημιά και τη διάψευση του «Καουμπόη του μεσονυκτίου» (1969), όταν η Αμερική κοιτούσε πικρά τον εαυτό της.
Ο κινηματογράφος αφηγείται το ίδιο σκοτάδι. Χωρίς τέλος.
Καθημερινή, Ένα βλέμμα, 16.03.2007