Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ μιλάει για την τελευταία του ταινία και δίνει τη δική του λύση στο πρόβλημα του ελληνικού χρέους
του Fiachra Gibbons/ The Guardian
Ο Jean Luc Godard/ Ζαν-Λικ Γκοντάρ έχει μια λύση για την οικονομική κρίση που πλήττει την Ελλάδα. Είναι απλή και πρωτότυπη, όπως θα περίμενε κανείς από τον άνθρωπο ο οποίος, μαζί με τα άλλα τρομερά παιδιά της νουβέλ βαγκ, ελευθέρωσε το σινεμά από τον ζουρλομανδύα του στούντιο τη δεκαετία του ’60. «Οι Ελληνες μας έδωσαν τη λογική. Τους το χρωστάμε αυτό. Ο Αριστοτέλης ήταν που διατύπωσε το μεγάλο “επομένως”. Χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη εκατομμύρια φορές, για να λάβουμε τις πιο σημαντικές μας αποφάσεις. Είναι καιρός ν’ αρχίσουμε να πληρώνουμε γι’ αυτήν».
«Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε τη λέξη, επομένως, πρέπει να πληρώνουμε 10 ευρώ στους Ελληνες, και έτσι οι Ελληνες δεν θα χρειαστεί να πουλήσουν τον Παρθενώνα στους Γερμανούς. Κάθε φορά που η Αγκελα Μέρκελ λέει στους Ελληνες “σας δανείζουμε όλα αυτά τα λεφτά, επομένως πρέπει να μας τα πληρώσετε με τόκο”, οφείλει, επομένως, να τους πληρώσει πρώτα τα πνευματικά τους δικαιώματα».
Γελάει, γελάω, κάποιος στο διπλανό δωμάτιο γελάει κι αυτός. Ο Γκοντάρ είναι γνωστό ότι είναι ενάντιος στην καπιταλιστική αντίληψη του κοπιράιτ: της κάνει την πιο άσεμνη χειρονομία στο τέλος της ταινίας του «Film Socialisme». Το «enfant terrible» μπορεί να έχει φτάσει τα 80, αλλά δεν έχει χάσει καθόλου τη νεανική του αυθάδεια και το πνεύμα αντιλογίας.
Χωρίς πλοκή
Το «Film Socialisme» είναι εκλεκτός όψιμος Γκοντάρ με τα όλα του: μια ζαλιστική επίθεση στα μάτια και στο μυαλό, που δοκιμάζει τη διανοητική σου αντοχή, αλλά διαθέτει αδιαμφισβήτητη πρωτοτυπία. Δεν υπάρχει πλοκή, βέβαια, για όνομα του Θεού. Αντ’ αυτού, βρισκόμαστε στ’ ανοιχτά της Μεσογείου σ’ ένα κακόφωνο κρουαζιερόπλοιο, ένα πλωτό Λας Βέγκας που πνίγεται στην υπερκατανάλωση και όπου ένας Χορός ελληνικής τραγωδίας, αποτελούμενος από ηθοποιούς και φιλοσόφους, περιπλανιέται ανάμεσα στους μεσόκοπους επιβάτες εκτοξεύοντας τσιτάτα του Βίσμαρκ, του Μπέκετ, του Ντεριντά, του Κόνραντ και του Γκαίτε, σε γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και αραβικά.
Δεν είναι εύκολο να την παρακολουθήσεις την ταινία. Σου έρχεται να εγκαταλείψεις τον μάταιο τούτο κόσμο καθώς στιγμές από τον βασανισμένο εικοστό αιώνα περνούν μπροστά από τα μάτια σου – για να ζωντανέψεις πάλι χάρη σε κάποιες υπέροχες εικόνες του πλοίου και της θάλασσας ή κάποια τυχαία φράση που χτυπάει στόχο. Αυτό είναι λοιπόν το μέλλον των ταινιών, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του Γκοντάρ; Δεν είμαι σίγουρος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κανένας δεν κάνει ταινίες σαν κι αυτήν. Και ποιος άλλος μεγάλος σκηνοθέτης θα έβγαζε το φιλμ ολόκληρο στο YouTube, αν και σε ταχύτητα αστραπής, μία ημέρα πριν από την προβολή του στους κινηματογράφους;
Οι σκληροπυρηνικοί θαυμαστές του Γκοντάρ βλέπουν την ταινία όχι μόνο σαν μια μεταφορική εικόνα για την Ευρώπη –ένα καράβι με μεσόκοπους δυσαρεστημένους που ναυαγούν στην ίδια τους την ιστορία–, αλλά σαν ένα μανιφέστο για μια «νέα Δημοκρατία των εικόνων», ελεύθερη από το νεκρωτικό χέρι της εταιρικής ιδιοκτησίας και των νόμων για τα πνευματικά δικαιώματα.
Εως τώρα, ο Γκοντάρ δεν έχει ρίξει πολύ φως στο δημιούργημά του, ενώ έκανε αποχή από την πρεμιέρα του φιλμ στις Κάννες φέτος, αφήνοντας μόνο το μήνυμα: «Εξαιτίας προβλημάτων ελληνικού τύπου, δεν θα μπορέσω να έλθω». Ηταν μια χειρονομία που ταίριαζε στον Γκοντάρ–καρτούν, τον Γκοντάρ που έγινε πρωταγωνιστής ανεκδότων από τότε που έκανε στροφή στον μαοϊσμό, αφού προηγουμένως είχε ξαναγράψει τους κανόνες του σινεμά, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με φιλμ σαν το «Χωρίς ανάσα», ανοίγοντας τον δρόμο σε μια ολόκληρη γενιά ανεξάρτητων δημιουργών σε όλο τον κόσμο. Ο Σκορσέζε, ο Ταραντίνο, ο Αλτμαν, ο Φασμπίντερ, ο Ντε Πάλμα, ο Σόντερμπεργκ, ο Τζάρμους, ο Πολ Τόμας Αντερσον – αυτοί και πολλοί άλλοι πάτησαν στ’ αχνάρια του αινιγματικού Ελβετού σκηνοθέτη.
Κάποια στιγμή σ’ αυτή την πορεία ο μύθος φαίνεται να καταβρόχθισε τον άνθρωπο. Ο Γκοντάρ που κάθεται απέναντί μου στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, μοιάζοντας με αξύριστο, διοπτροφόρο Βούδα που μόλις ξύπνησε από τη σιέστα του, είναι πολύ πιο ανθρώπινος από τον θρύλο. Είναι παιχνιδιάρης και υπομονετικός. Και αρκετά λογικός.
Τον ρωτάω αν αισθάνεται πίεση που τον θεωρούν την πεμπτουσία του κινηματογραφικού δημιουργού, έναν αέναο οραματιστή. «Δεν είμαι δημιουργός, τέλος πάντων όχι τώρα», λέει έτσι απλά, σαν να δηλώνει ότι έκοψε το τσιγάρο. «Το φιλμ έχει τελειώσει. Τι να κάνουμε; Με τα κινητά κι όλα αυτά, ο καθένας τώρα είναι κινηματογραφικός δημιουργός».
Το λάμα και ο γάιδαρος
Σπανίως δίνει συνεντεύξεις και συχνά τις ακυρώνει. Νιώθω τυχερός λοιπόν που μπορώ να τον ρωτήσω τι σημαίνουν το λάμα και ο γάιδαρος στο «Film Socialisme», που τόσες απορίες ξεσήκωσαν. «Απλώς βρίσκονταν σ’ ένα χωράφι δίπλα στο βενζινάδικο όπου γυρίσαμε τη σκηνή. Βουαλά. Κανένα μυστήριο». Λέει πως ο κόσμος συχνά βρίσκει νόημα στις ταινίες του εκεί όπου δεν υπάρχει.
«Ποτέ δεν μου κάνουν τις σωστές ερωτήσεις. Η απάντησή μου στη σωστή ερώτηση που ποτέ δεν θα μου κάνουν είναι ότι η σκηνή της ταινίας που πραγματικά μ’ αρέσει είναι αυτή για την Παλαιστίνη, με τους ακροβάτες». Είναι μια μεταφορά για την ομορφιά που θα μπορούσε να γεννηθεί τη μέρα που Εβραίοι και Αραβες θα μάθαιναν να συνεργάζονται.
Πρωταγωνιστής ο σκύλος
Φτάνουμε στον υποτιθέμενο αντισημιτισμό του Γκοντάρ, θέμα που ανακινήθηκε πέρυσι όταν πήρε το Οσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του. Η εχθρότητά του προς το κράτος του Ισραήλ και η ισχυρή υποστήριξή του στην υπόθεση των Παλαιστινίων έχουν συχνά διογκωθεί και παρουσιαστεί σαν μίσος για τους Εβραίους, ισχυρισμός που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ηλίθιο». Ο Αλέν Φλεσέρ σε πρόσφατο βιβλίο του λέει ότι ο Γκοντάρ είναι αντισημίτης «μόνο στο βαθμό που θα μπορούσε ενίοτε να είναι κι ένας Εβραίος». Προσπαθώ να εκμαιεύσω κάποια απάντηση από τον Γκοντάρ, αλλά αρνείται: «Οχι! Οχι! Ολα αυτά είναι γελοία!». Λίγο πριν φύγω, τον ρωτάω ποιο είναι το επόμενο σχέδιό του. Πηδάει πάνω σαν έφηβος, πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο και μου φέρνει ένα σενάριο. «Πάρ’ το», λέει, «το αφιερώνω στον Φρουρό (Guardian) του κινηματογράφου». Καθώς κατηφορίζω στην οδό Μαζεντά σκέφτομαι ότι ο καθένας, ακόμα κι εγώ, θα μπορούσε να το κάνει ταινία, αφού η ιδέα του σκηνοθέτη - δημιουργού δεν σημαίνει πια τίποτα για τον Γκοντάρ. Εχει τίτλο «Αντίο στη γλώσσα» και ασχολείται μ’ ένα ζευγάρι, ένα σκύλο, τη ζωή, τον θάνατο κ.ο.κ., με τον σκύλο να είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Ναι, ίσως μπορώ να το κάνω. Είναι όμως ο κόσμος έτοιμος για το έργο «Λάσι: Ενας σκύλος αναζητεί υπαρξιακό νόημα στο Σύμπαν»; Ή, ακόμα πιο παράξενο, ένα φιλμ του Γκοντάρ με χάπι εντ;
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 07-08-2011)