της Manohla Dargis/ International Herald Tribune
Ο Πολ Νιούμαν/Paul Newman πάντοτε αντιμετώπιζε με ελαφρότητα τη φήμη και την ομορφιά του. Την ομορφιά ίσως να ήταν πιο δύσκολο να τη διαχειριστεί όταν ήταν νέος, τη δεκαετία του ’50, και τον αποκαλούσαν ακόμη τον επόμενο Μάρλον Μπράντο, την εποχή που έβαζε τα θεμέλια της αναγνώρισής του στο Actors Studio και το Μπρόντγουεϊ.
Ωστόσο, ο Νιούμαν, που πέθανε την Παρασκευή από καρκίνο στο σπίτι του στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ, σε ηληκία 83 χρόνων, δεν απαρνιόταν την καλή του εμφάνιση. Αντίθετα, φαινόταν να μη δίνει σημασία, χωρίς όμως και να αδιαφορεί. Εμαθε να χρησιμοποιεί αυτό το αψεγάδιαστο πρόσωπο με τέτοιον τρόπο ώστε να μας αφήνει να δούμε την περιπλοκότητα που κρυβόταν από κάτω. Και αργότερα, έμαθε να αξιοποιεί και τον χρόνο, δείχνοντας πώς η ομορφιά μπορεί να πληγεί και να χρησιμοποιηθεί. Βλέπει κανείς την επικίνδυνη πλευρά της ομορφιάς του στο «Αγριος σαν θύελλα», το ακαταμάχητο δράμα που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Ριτ το 1963, με θέμα μια οικογένεια Τεξανών ραντσέρηδων. Ο Νιούμαν παίζει τον γυναικά γιο ενός γελαδάρη (τον υποδύεται ο βετεράνος Μέλβιν Ντάγκλας), που οδηγείται σε μια ζωή που σιγά σιγά ξεφτίζει.
Τον λάτρεψε η κάμερα
Ο πατέρας αρνείται να σκάψει για το πετρέλαιο που μπορεί να αλλάξει την τύχη της οικογένειας, επειδή δεν θέλει να στεγνώσει τη γη. Ο Νιούμαν παίζει τον γιο, τον Χαντ, και δουλειά του είναι να χλευάζει την αφέλεια του γέρου και να κάνει τον κακό, κάτι που κάνει τόσο πειστικά, ώστε καταλήγει να είναι το πιο δυνατό σημείο της ταινίας.
Πολλοί κριτικοί στράβωσαν τα χείλη με τον Χαντ και την προσωπικότητα του κακού παιδιού, όμως η κάμερα λατρεύει αυτό τον κακό καουμπόη ή μάλλον τον ηθοποιό που παίζει τον ρόλο, ώστε η στάση του πατέρα να μην έχει καμία τύχη. Οπως και κανείς άλλος άλλωστε. Οταν ο Χαντ την πέφτει στην οικονόμο, πέφτει πίσω στο κρεβάτι της και με τη μύτη χωμένη σε μια μαργαρίτα τη ρωτάει: «Σε τι άλλο είσαι καλή;». Σπάνια έχει φανεί τόσο απολαυστικά βρώμικο το να μυρίζεις ένα λουλούδι. Δεν είναι να απορεί κανείς που η κριτικός Πολίν Κάελ, στην οποία δεν άρεσε τίποτα στην ταινία, παρ’ όλα αυτά, παραδέχτηκε τον Νιούμαν. Οπως έγραψε, «υπάρχουν μερικοί άντρες που προβάλλουν μια τέτοια παραδοσιακή ηρωική ειλικρίνεια και γλυκύτητα, που το κοινό τους λατρεύει, θέλει να τους προστατέψει από το κακό και τον πόνο». Ο Νιούμαν το κατάφερε αυτό με την Κάελ.
Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι ότι εκείνο που συνεπήρε την Κάελ, δεν ήταν ο ηθοποιός ή η ερμηνεία του, αλλά ο ίδιος ο άντρας, που έγινε σταρ, επειδή έδειχνε ότι πρόσφερε ένα ασαφές κομμάτι του εαυτού του, κάτι γνήσιο και αληθινό, κάτι που μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας στο σπίτι.
Δεν πιστεύω ότι ο Νιούμαν έχει υπάρξει πιο όμορφος απ’ ό, τι στο «Αγριος σαν θύελλα». Το σφριγηλό, μυώδες σώμα του δείχνει να σκίζει το σινεμασκόπ τοπίο και το ασπρόμαυρο φιλμ δίνει στα γαλάζια του μάτια μιαν απόκοσμη γκρίζα απόχρωση. Ο χαρακτήρας του θα ράγιζε καρδιές. Αν στ’ αλήθεια ενδιαφερόταν να τις ραγίσει παρά να περάσει λίγο χρόνο με τα κορμιά που τις συνοδεύουν.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, συχνά μπέρδευαν τον Νιούμαν με τον Μπράντο, σε τέτοιο βαθμό που του ζητούσαν να υπογράψει λάθος αυτόγραφα. Και οι δύο σπούδασαν στο Actors Studio και μετακινήθηκαν στο Χόλιγουντ, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους συνδέει τίποτα άλλο πέρα από την απαίτησή μας για το Επόμενο. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς αυτή την ομοιότητα σήμερα, με δεδομένες τις διαφορετικές τροχιές τους και το πόσο διαφορετικά γράφουν στην οθόνη. Ο Μπράντο βράζει, ενώ ο Νιούμαν είναι cool, σαν ξηρός πάγος. Και σε αντίθεση με τον Μπράντο που τον καιρό του θανάτου του όλοι θυμόντουσαν τις μπαρόκ υπερβολές του, ο Νιούμαν φαινόταν να έχει ανοσία, να είναι αλεξίσφαιρος (με μία εξαίρεση: την υποστήριξή του στον Γιουτζίν Μακ Κάρθι, που τον έκανε έναν από τους εχθρούς του Νίξον). Ο Νιούμαν είχε ταλέντο να ξεφεύγει.
Εχοντας υπογράψει συμβόλαιο με τη Warner τη δεκαετία του ’50, ήταν από τις μεταβατικές μορφές ανάμεσα στο παλιό και το νέο Χόλιγουντ. Στην αρχή τού έδιναν ρόλους κατώτερους, όπου αγωνιζόταν να κερδίσει την προσοχή μας.
Δύο Οσκαρ
Με τα χρόνια, οι ρόλοι βελτιώθηκαν και ξαφνικά δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ. Είναι μεταξένιος στο «Ο κόσμος είναι δικός μου» του Ρόμπερτ Ρόσεν. Γοητεύει και απωθεί με τη σειρά. Δεν είναι να απορεί κανείς που δεν είχε μείνει τίποτα όταν αναβίωσε τον χαρακτήρα 25 χρόνια μετά στο «Χρώμα του χρήματος». Κέρδισε ένα Οσκαρ το 1987 για εκείνη την ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, μια ντροπιαστική καθυστερημένη αντίδραση από τους συναδέλφους του, που αγνόησαν έξι υποψηφιότητες πριν να του δώσουν το βραβείο (η Ακαδημία τού είχε δώσει ήδη την προηγούμενη χρονιά ένα τιμητικό Οσκαρ).
Οι ταινίες δεν είναι ευγενείς στους μεγαλύτερους σε ηλικία κι όμως, ο Νιούμαν αποχώρησε από αυτό το αχάριστο επάγγελμα σχεδόν άθικτος. Στις τελευταίες του ταινίες κράτησε την αξιοπρέπειά του παίζοντας ρόλους αντρών που έχασαν τη δική τους από ανοησία ή ματαιοδοξία. Η αξιοπρέπεια χαρακτήριζε και τον ίδιο, μέσα από τις φιλανθρωπικές και πολιτικές δραστηριότητές του, που ποτέ δεν έγιναν μέσο αυτοπροβολής. Ηταν εύκολο να θεωρεί κανείς δεδομένη την ευφυΐα του, όπως και το ταλέντο του, που επέζησε ακόμη και από τα περιστασιακά παραπατήματα. Στο τέλος του «Επιθεωρητή Χάρπερ» μια γυναίκα λέει στον Νιούμαν: «Μακάρι να έμενες λίγο περισσότερο». Ξέρω ακριβώς πώς νιώθει.
H KAΘHMEPINH 30-09-2008