Εκατό χρόνια πριν συνέπεσε να γεννηθούν –το 1889- ο Τσάρλι Τσάπλιν/ Charlie Chaplin και ο Αδόλφος Χίτλερ/Adolf Hitler. Ο πρώτος διέπρεψε ως διασκεδαστής, προσδίδοντας ένα σημαντικό μέρος της αίγλης του στην τέχνη του κινηματογράφου, σκηνοθετώντας τον εαυτό του στο ρόλο του αντικομφορμιστή, φουκαρά αλήτη, του Σαρλώ, σατιρίζοντας τον κόσμο της εκμετάλλευσης και της αποξένωσης, την κοινωνία που συστηματικά καταρράκωνε την αξιοπρέπεια και αποθέωνε τη δύναμη και το φετιχιστικό της σύμβολο το χρήμα. Ο δεύτερος, πάτησε πάνω στην καταρρακωμένη αξιοπρέπεια των ανθρώπων για να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και, με όπλο το μίσος, γέμισε πτώματα και ερείπια τον πλανήτη.
Οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ωστόσο ο Τσάπλιν σατίρισε σκληρά, με την τέχνη του, τις ανθρωποκτόνες πρακτικές του συνομήλικου του στην ταινία «Ο Δικτάτωρ»/ The Great Dictator (1940), χωρίς βέβαια να καταφέρει, να αποτρέψει τον Χίτλερ από το να γεμίσει με εκατόμβες νεκρών τη γη.
Σύμβολο της εγρήγορσης, της ενάργειας που προϋποθέτει η υπεύθυνη πολιτεία των ανθρώπων, ο Τσάπλιν, με τον «Δικτάτορα» συνέτεινε στην αφύπνιση ενός μεγάλου τμήματος εφησυχασμένου κόσμου, που πίστευε ότι ο φασισμός και ο πόλεμος δεν αφορά τους πάντες. Κάτω από ποίες συνθήκες σχεδιάστηκε και γυρίστηκε αυτή η ταινία: Πώς έγινε δεκτή από το κοινό; Σε τι επηρέασε την κοινωνία –τους λαούς και τους ηγέτες τους;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά ο ίδιος ο Τσάπλιν μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του. Από τις ίδιες σελίδες ξεπροβάλλουν ακόμη, με μορφή ανεκδότου, κάποιες πτυχές των σταρ του Χόλλυγουντ, αλλά και της κοινωνικής ζωής της Αμερικής, όταν στην Ευρώπη μαινόταν ο καταστρεπτικότερος πόλεμος της ιστορίας. Με πάνω απ’ όλα, φωτίζεται η προσωπικότητα ενός λαμπρού καλλιτέχνη, του Τσάπλιν, ο οποίος, υπήρξε μια υπεύθυνη φωνή συνειδητοποίησης και διαμαρτυρίας, ένας υπεύθυνος πολίτης.
Ο «Δικτάτορας»: Πάνω απ’ όλα μια διαμαρτυρία
Ο πόλεμος πλανιόταν πάλι στην ατμόσφαιρα. Οι Ναζί προήλαυναν. Πόσο γρήγορα ξεχάσαμε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τα τέσσερα βασανιστικά του χρόνια θανάτου. Πόσο γρήγορα ξεχάσαμε τα τρομακτικά ανθρώπινα συντρίμμια: τους ανάπηρους –αυτούς με τα κομμένα χέρια, τα κομμένα πόδια, αυτούς που έχασαν την όραση τους, τα σαγόνια τους, όσους παραμορφώθηκαν. Ακόμα κι όσοι δεν σκοτώθηκαν ή δεν τραυματίστηκαν δεν γλίτωσαν, γιατί πολλοί απέμειναν με σαλεμένα μυαλά.
Ήταν λες κι ένας Μινώταυρος του πολέμου να καταβρόχθισε τη νεολαία, αφήνοντας κυνικά τους γέρους να επιβιώσουν. Αλλά γρήγορα ξεχνάμε και εκθειάζουμε τον πόλεμο με λαϊκά τραγουδάκια:
Πως θα τους κρατήσεις κάτω στο αγρόκτημα αφού έχουν δει το Παρίσι
και τα παρόμοια. Από πολλές απόψεις, ο πόλεμος ήταν καλός λένε μερικοί. Έκανε τη βιομηχανία να εξαπλωθεί, βελτίωσε τη τεχνική και έδωσε νέες δουλείες στον κόσμο. Πώς μπορούσαμε να σκεφτούμε τα εκατομμύρια που κείτονταν νεκροί όταν εκατομμύρια κερδίζονταν στο χρηματιστήριο; Για την άνοδο των μετοχών, ο Άρθουρ Βριζμπέιν (Arhur Brisbane) του «Hearst Examiner» υποστήριζε: «Η μετοχή της (εταιρείας) Ατσάλι των ΗΠΑ θα κάνει άλμα ως τα πεντακόσια δολάρια». Αντί γι’ αυτό, ήταν οι χρηματιστές που πήδηξαν από τα παράθυρα.
Και τώρα ένας άλλος πόλεμος ήταν εν όψει και γω προσπαθούσα να γράψω μια ιστορία για την Πωλέτ (Γκοντάρ/ Paulette Goddard). Αλλά δεν προχωρούσα καθόλου. Πώς μπορούσα να εντρυφώ στη γυναικεία ιδιοτροπία και να σκέφτομαι ρομάντζα ή τα προβλήματα του έρωτα, όταν η τρέλα αναταρασσόταν από έναν φρικτά γελοίο, τον Αδόλφο Χίτλερ;
Ο Αλεξάντερ Κόρντα (Alexander Korda) το 1937 είχε προτείνει να κάνω μια ιστορία για τον Χίτλερ που να βασίζεται στην ομοιότητα που μπερδεύει, καθώς ο Χίτλερ θα έχει το ίδιο μουστάκι με του (κινηματογραφικού μου) αλήτη: θα μπορούσα να παίξω και τους δύο ρόλους, είπε. Δεν μου είχε αρέσει και πολύ κάτι τέτοιο τότε, αλλά τώρα ήταν επίκαιρη και γω δεν έβλεπα την ώρα να ριχτώ πάλι στη δουλειά. Τότε ξαφνικά μου κατέβηκε η ιδέα. Φυσικά! Σαν Χίτλερ θα μπορούσα να αγορεύσω στα πλήθη σε ακατάληπτη γλώσσα και να πω όλα όσα ήθελα. Και σαν αλήτης θα μπορούσα να παραμείνω, λίγο ως πολύ, σιωπηλός. Μια ιστορία για τον Χίτλερ ήταν μια ευκαιρία για μπουρλέσκο και παντομίμα. Έτσι, με αυτό τον ενθουσιασμό, επέστρεψα βιαστικά στο Χόλλυγουντ και στρώθηκα στη δουλειά γράφοντας το σενάριο. Η ιστορία χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Σκέφτηκα την εναρκτήρια σεκάνς, η οποία θα άρχιζε με ένα πεδίο μάχης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δείχνοντας την Big Bertha (σ.τ.μ. τεράστιο κανόνι), με την ακτίνα βολής της των ενενήντα πέντε μιλίων, με την οποία οι Γερμανοί σκόπευαν να τρομάξουν τους Συμμάχους. Υποτίθεται ότι θα καταστρέψει τον καθεδρικό της Ρεν-αντί γι’ αυτό αστοχεί και καταστρέφει έναν υπαίθριο καμπινέ.
Η Πωλέτ (Γκοντάρ) επρόκειτο να παίξει στην ταινία. Τα τελευταία δύο χρόνια είχε αρκετή επιτυχία με την Παραμάουντ. Παρ’ όλο ότι είχαμε αποξενωθεί κατά κάποιο τρόπο, ήμασταν φίλοι και εξακολουθούσαμε να είμαστε παντρεμένοι. Αλλά η Πωλέτ ήταν ιδιότροπο πλάσμα. Πράγμα που ήταν μάλλον διασκεδαστικό αν δεν συνέβαινε σε άκαιρη στιγμή. Μια μέρα κατέφθασε στο καμαρίνι μου στο στούντιο με έναν αδύνατο καλοντυμένο νεαρό, που έμοιαζε να πλέει μέσα στα ρούχα του. Είχα περάσει μια δύσκολη μέρα με το σενάριο και μου προκάλεσε αρκετή έκπληξη αυτή η διακοπή. Η Πωλέτ όμως είπε ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σπουδαίο -κάθισε και κάλεσε και το νεαρό να πάρει μια καρέκλα και να καθίσει δίπλα της.
«Αυτός είναι ο ατζέντης μου», είπε η Πωλέτ.
Ύστερα τον κοίταξε για να αναλάβει αυτός. Μιλούσε γρήγορα με μασημένη προφορά, σα να τον διασκέδαζαν τα λόγια του. «Όπως γνωρίζετε, κύριε Τσάπλιν, από τους «Μοντέρνους Καιρούς» πληρώνετε στην Πωλέτ δυόμισι χιλιάδες δολάρια τη βδομάδα. Αλλά αυτό που δεν έχουμε ξεκαθαρίσει μαζί σας, κύριε Τσάπλιν, είναι η εμφάνιση του ονόματος της στις ανακοινώσεις: πρέπει να φιγουράρει κατά το εβδομήντα πέντε τοις εκατό σε όλες τις αφίσες». Δεν προχώρησε παραπέρα. «Τι διάβολο είναι αυτό;». Φώναξα. «Μη μου λες τι προβολή πρέπει να έχει! Τα συμφέροντα της με νοιάζουν περισσότερο από ότι εσένα! Έξω από δω και οι δυο σας!»
Εμπόδια και ανησυχίες
Στα μισά της δουλειάς για τον «Δικτάτορα» άρχισα να παίρνω ανησυχητικά μηνύματα από την Γιουνάιτεντ Άρτιστς. Τους είπαν από το Hays Office ότι θα έχω προβλήματα λογοκρισίας. Επίσης το αγγλικό γραφείο ανησυχούσε πολύ για μια αντιχιτλερική ταινία και αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να προβληθεί στη Βρετανία. Όμως ήμουν αποφασισμένος να προχωρήσω, γιατί ο Χίτλερ έπρεπε να σατιριστεί. Αν ήξερα για την πραγματική φρίκη των γερμανικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως δεν θα κατάφερνα να κάνω τον «Δικτάτορα», δεν θα μπορούσα να διακωμωδήσω τη δολοφονική παραφροσύνη των Ναζί. Εντούτοις, ήμουν αποφασισμένος να γελοιοποιήσω τις μυστικιστικές τους ανοησίες για μια καθαρόαιμη φυλή. Λες και υπήρξε ποτέ τέτοιο πράγμα εκτός από τους Αυστραλούς ιθαγενείς!
Ενώ έκανα τον «Δικτάτορα», ο σερ Στάφορντ Κριπς ήρθε στην Καλιφόρνια en route από τη Ρωσία. Ήρθε για δείπνο μαζί με ένα νεαρό που μόλις είχε βγει από την Οξφόρδη του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, όχι όμως και η παρατήρηση που έκανε εκείνο το βράδυ. Είπε: «Έτσι όπως πάν’ τα πράγματα στη Γερμανία και αλλού, λίγες πιθανότητες έχω να ζήσω πάνω από πέντε χρόνια».
Ο σερ Στάφορντ είχε πάει σε μια περιοδεία συλλογής στοιχείων στην Ρωσία και είχε βαθύτατα εντυπωσιαστεί από αυτά που είδε. Περιέγραψε τα μεγάλα σχέδια τους και φυσικά τα τεράστια προβλήματα τους. Έμοιαζε να νομίζει ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
Κι άλλα ανησυχητικά γράμματα έφτασαν από την Νέα Υόρκη, εκλιπαρώντας με να μην κάνω το φιλμ, δηλώνοντας ότι ποτέ δεν θα προβαλλόταν στη Αγγλία ή την Αμερική. Αλλά ήμουν αποφασισμένος να το κάνω, έστω και αν θα έπρεπε να νοικιάσω αίθουσες εγώ ο ίδιος για να το προβάλλω.
Πριν τελειώσει ο «Δικτάτορας», η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στους Ναζί. Βρισκόμουν στην Καταλίνα, στο σκάφος μου, για το Σαββατοκύριακο και άκουσα τα καταθλιπτικά νέα. Στην αρχή κυριαρχούσε απραξία σε όλα τα μέτωπα. «Οι Γερμανοί δεν θα διασπάσουν ποτέ τη γραμμή Μαζινό», είπαμε. Όμως, εντελώς, αναπάντεχα άρχισε το ολοκαύτωμα: η εισβολή στο Βέλγιο, η κατάρρευση της γραμμής Μαζινό, το ισχυρό και φρικαλέο γεγονός της Δουνκέρκης και η Γαλλία κατελήφθη. Τα νέα γινόντουσαν ολοένα και πιο θλιβερά. Η Αγγλία πολεμούσε με τη πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Τώρα το γραφείο μας της Νέας Υόρκης τηλεφωνούσε φρενιασμένα: «Τελείωνε με την ταινία σου, την περιμένουν όλοι». Ο «Δικτάτορας» ήταν δύσκολο να γίνει. Περιελάμβανε μοντέλα –μινιατούρες και σκηνικά που στοίχισαν προετοιμασία ενός χρόνου. Δίχως αυτά τα ευρήματα θα κόστιζε πέντε φορές όσα κόστισε. Πάντως, είχα ξοδέψει 500.000 δολάρια πριν αρχίσω να γυρίζω με την κάμερα.
Τότε ο Χίτλερ αποφάσισε να εισβάλει στη Ρωσία! Αυτό ήταν απόδειξη ότι η αναπόφευκτη άνοιά του είχε αρχίσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν μπει στον πόλεμο ακόμη, αλλά κυριαρχούσε ένα αίσθημα μεγάλης ανακούφισης εξίσου στην Αγγλία και την Αμερική.
Ο Ντάγκλας Φαίρμπανκς
Όταν κόντευε ο «Δικτάτορας», ο Ντάγκλας Φαίρμπανκς/ Douglas Fairbanks και η γυναίκα του, Σύλβια, μας επισκέφτηκαν στα γυρίσματα. Ο Ντάγκλας είχε μείνει αδρανής τα τελευταία πέντε χρόνια και τον είχα δει σπανίως, γιατί ταξίδευε από και προς την Αγγλία. Σκέφτηκα ότι είχε μεγαλώσει, είχε γίνει πιο εσωστρεφής, και φαινόταν κάτι να τον απασχολεί. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ακόμη ο ίδιος ενθουσιώδης Ντάγκλας. Γελούσε δυνατά κατά το γύρισμα μιας από τις σκηνές. «Δεν βλέπω την ώρα να το δώ», είπε.
Ο Νταγκ έμεινε για καμιά ώρα. Όταν έφυγε, έμεινα να τον κοιτώ, βλέποντας τον να βοηθάει τη γυναίκα του σε ένα σκαλί και καθώς απομακρυνόταν στο δρομάκι και η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε, ένιωσα μια ξαφνική σκιά λύπης. Ο Ντάγκ γύρισε. Του έγνεψα και μου ανταπόδωσε το νεύμα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Ένα μήνα αργότερα, ο Ντάγκλας Τζούνιορ τηλεφώνησε για να μου πει ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει τη νύχτα από καρδιακή προσβολή. Ήταν ένα τρομερό σοκ, γιατί ανήκε τόσο πολύ στη ζωή.
Μου έλειψε ο Ντάγκλας –μου έλειψε η θέρμη του ενθουσιασμού του και η γοητεία του, μου έλειψε η φιλική του φωνή στο τηλέφωνο, που συνήθιζε να με καλεί κάποιο μελαγχολικό και μοναχικό κυριακάτικο πρωινό: «Τσάρλι, έρχεσαι για φαγητό -μετά το μπάνιο- μετά για δείπνο- μετά να δούμε μια ταινία;» Ναι, μου έλειψε η γοητευτική φιλία του.
Σε ποία κοινωνία ανθρώπων θα προτιμούσα να ανήκω. Υποθέτω ότι το ίδιο μου το επάγγελμα θα έπρεπε να είναι η επιλογή μου. Εντούτοις ο Ντάγκλας ήταν ο μόνος ηθοποιός, που έγινε φίλος μου. Συναντώντας τους σταρ σε διάφορα πάρτι του Χόλλυγουντ, έφευγα με σκεπτικισμό - ίσως υπήρχαν πάρα πολλοί από μας.
Η ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο ανταγωνιστική παρά φιλική και καθένας «έριχνε το γάντι» από και προς τον μπουφέ αμιλλώμενος για ιδιαίτερη προσοχή. Όχι, οι σταρ ανάμεσα στους σταρ έχουν λίγη λάμψη ή ζεστασιά.
Συντροφιές
Οι συγγραφείς είναι καλοί άνθρωποι αλλά όχι πολύ γενναιόδωροι -ό,τι ξέρουν σπάνια το μοιράζονται με άλλους -οι περισσότεροι από αυτούς το κρατούν ανάμεσα στα εξώφυλλα των βιβλίων τους. Οι επιστήμονες ίσως να ήταν εξαιρετική συντροφιά, αλλά και η ελάχιστη παρουσία τους σε ένα σχεδιαστήριο πνευματικά παραλύει τους υπόλοιπους από μας. Οι ζωγράφοι είναι σκέτοι βαρεμάρα γιατί οι περισσότεροι από αυτούς θα ήθελαν να πιστέψει ότι είναι φιλόσοφοι μάλλον, παρά ζωγράφοι. Οι ποιητές είναι αναμφίβολα η ανώτατη τάξη και ως άτομα είναι ευχάριστοι, ανεκτικοί και έξοχοι σύντροφοι. Αλλά νομίζω ότι οι μουσικοί στις συναθροίσεις είναι πιο συνεργάσιμοι από οποιαδήποτε άλλη τάξη. Δεν υπάρχει τίποτα τόσο θερμό και συγκινητικό όσο η θέα μιας συμφωνικής ορχήστρας. Τα ρομαντικά φώτα της μουσικής τους εξέδρας, το κούρδισμα των οργάνων και η ξαφνική σιγή καθώς ο μαέστρος εισέρχεται, επιβεβαιώνουν το κοινωνικό συνεργατικό αίσθημα. Θυμάμαι το Χόροβιτζ, τον πιανίστα, σε δείπνο στο σπίτι μου, και τους καλεσμένους να συζητούν την κατάσταση στον κόσμο, λέγοντας ότι η καταστροφή που ακολούθησε το κραχ του 30 και η ανεργία θα φέρουν μια πνευματική αναγέννηση. Ξαφνικά, σηκώθηκε και είπε: «Αυτή η συζήτηση με κάνει να θέλω να παίξω πιάνο».Φυσικά, κανείς δεν είχε αντίρρηση και έπαιξε τη Σονάτα Νο 2 του Σούμαν. Αμφιβάλλω αν παίχτηκε τόσο καλά ποτέ ξανά.
Λίγο πριν τον πόλεμο δείπνησα στο σπίτι του με τη γυναίκα του, την κόρη του Τοσκανίνι. Ο Ραχμάνινωφ και ο Μπαρμπιρόλι ήταν εκεί. Ο Ραχμάνινωφ ήταν ένας παράξενος σε εμφάνιση άνθρωπος, με κάτι το αισθητικό και μοναστικό πάνω του. Ήταν ένα δείπνο σε στενό κύκλο, μόνο οι πέντε μας.
Φαίνεται ότι κάθε φθορά που γίνεται κουβέντα για την τέχνη, έχω και μια διαφορετική εξήγηση αυτής. Γιατί όχι; Εκείνο το βράδυ είπα ότι τέχνη είναι ένα επιπρόσθετο αίσθημα εφαρμοσμένο στην επιδέξια τεχνική. Κάποιος έφερε το θέμα γύρω από τη θρησκεία και εξομολογήθηκα ότι δεν πίστευα. Ο Ραχμάνινωφ γρήγορα επενέβη: «Μα πώς μπορείς να έχεις τέχνη δίχως θρησκεία;».
Βρέθηκα σε δύσκολη θέση για μια στιγμή: «Δε νομίζω ότι μιλούμε για το ίδιο πράγμα» είπα. «Η αντίληψή μου για τη θρησκεία είναι μια πίστη σε ένα δόγμα -και η τέχνη είναι περισσότερο ένα αίσθημα παρά μια πίστη».
«Το ίδιο και η θρησκεία», απάντησε. Μετά από αυτό, το βούλωσα (...).
Αντιδράσεις, αλλά και επιτυχία
Στη διάρκεια των γυρισμάτων του «Δικτάτορα» άρχισα να παίρνω «περίεργα» γράμματα, και τώρα που είχε τελειώσει, άρχισα να πληθαίνουν. Μερικά απειλούσαν ότι θα ρίξουν ασφυξιογόνες, βόμβες στην αίθουσα και θα πυροβολήσουν την οθόνη, οπουδήποτε προβαλλόταν, άλλοι απειλούσαν να δημιουργήσουν ταραχές. Στην αρχή σκέφτηκα να πάω στη αστυνομία, αλλά δημοσιότητα τέτοιου είδους ίσως να κρατούσε το κοινό μακριά από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ένας φίλος μου πρότεινε να μιλήσω με τον Χάρυ Μπρίτζες, αρχηγό της Ένωσης των Λιμενεργατών -έτσι τον κάλεσα σπίτι για δείπνο.
Του είπα ειλικρινά το λόγο για τον οποίο θέλησα να τον δω. Ήξερα ότι ο Μπρίτζες ήταν αντιναζιστής -του εξήγησα ότι έκανα μια αντιναζιστική κωμωδία και ότι λάβαινα απειλητικά γράμματα.
Είπα: «Αν θα μπορούσα να προσκαλέσω, ας πούμε, είκοσι ή τριάντα από τους λιμενεργάτες σου στην πρεμιέρα μου, και να τους σκορπίσω ανάμεσα στους θεατές, τότε αν κανείς από αυτούς τους φιλο-Ναζί τύπους άρχιζε καμιά φασαρία οι άνθρωποι σου θα μπορούσα ήπια να κάνουν αισθητή την παρουσία τους πριν συμβεί οτιδήποτε σοβαρά».
Ο Μπρίτζες γέλασε: «Δεν νομίζω ότι θα φθάσουν ως εκεί Τσάρλι. Θα έχεις αρκετούς υπερασπιστές από το ίδιο σου το κοινό για να περιποιηθούν τίποτα ιδιόρυθμους. Και αν αυτά τα γράμματα είναι από Ναζί, θα φοβηθούν να εμφανιστούν στο φως της ημέρας έτσι κι αλλιώς».
Ο «Δικτάκτορας» κανονίστηκε να προβληθεί σε δύο αίθουσες στη Νέα Υόρκη, στο Άστορ και το Κάπιτολ. Στο Άστορ κάναμε την ειδική προβολή για τον Τύπο. Ο Χάρρυ Χόπκινς, επικεφαλής σύμβουλος του Φρανκλίνου Ρούσβελτ, δείπνησε μαζί μου εκείνο το βράδυ. Έπειτα πήγαμε στην προβολή για τον Τύπο και φτάσαμε στη μέση της ταινίας.
«Είναι σπουδαία ταινία», είπε ο Χάρρυ καθώς φεύγαμε από την αίθουσα, «ένα πολύ αξιόλογο έργο, αλλά δεν έχει ελπίδα. Θα χάσει λεφτά». Δεδομένου ότι 2.000.000 δολάρια από τα δικά μου λεφτά και δύο χρόνων δουλειά είχαν επενδυθεί, δεν ξεχείλισα από ενθουσιασμό για το προγνωστικά του: Εντούτοις έγνεψα ήρεμα. Δόξα τω θεώ, ο Χόπκινς έκανε λάθος.
Ο «Δικτάτορας» έκανε πρεμιέρα στο Κάπιτολ μπροστά σε ένα γοητευτικό κοινό που συναρπάστηκε και ενθουσιάστηκε. Έμεινε δεκαπέντε βδομάδες στη Νέα Υόρκη, παιζόταν σε δύο αίθουσες και αποδείχθηκε η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία από όλες τις ταινίες μου μέχρι εκείνο τον καιρό.
Αλλά οι κριτικές ήταν μοιρασμένες. Οι περισσότεροι κριτικοί είχαν αντιρρήσεις για το λόγο του φινάλε. Η «Daily News» της Νέας Υόρκης έγραψε ότι έτεινα δάκτυλο κομμουνισμού προς το κοινό. Παρ’ όλο ότι η πλειοψηφία των κριτικών αντέδρασε στο λόγο και είπε ότι ήταν αταίριαστος, το κοινό στο σύνολο του τον δέχτηκε ευνοϊκά και πήρα πολλά υπέροχα γράμματα που τον παίνευαν.
Αντεγκλήσεις
Μου φαινόταν παράξενο να ακούω επιτηδευμένους νεαρούς Ναζί κατά μήκος της Πέμπτης Λεωφόρου να αγορεύουν σε μικρές συγκεντρώσεις από μικρούς μαονένιους άμβωνες. Ένας λόγος είχε ως εξής: «Η φιλοσοφία του Χίτλερ είναι μια σε βάθος και με σκέψη μελέτη του προβλήματος αυτής της βιομηχανικής εποχής στην οποία λίγος χώρος υπάρχει για τους μεσάζοντες ή τους Εβραίους».
Μια γυναίκα διέκοψε: «Τι είδους ομιλία είναι αυτή!» αναφώνησε. «Εδώ είναι Αμερική! Που νομίζετε ότι είστε;»
Ο νεαρός, πολύ δουλοπρεπής καλοφτιαγμένος τύπος, χαμογέλασε μειλίχια: «Είμαι στις Ηνωμένες Πολιτείες και συμβαίνει να είμαι Αμερικανός πολίτης» είπε μαλακά.
«Λοιπόν», είπε η γυναίκα «είμαι Αμερικανίδα πολίτης και Εβραία και αν ήμουν άντρας θα σου ’σπαγα το μούτρο!».
Ένας ή δύο επιδοκίμασαν την απειλή της γυναίκας, αλλά οι περισσότεροι έμειναν παθητικά σιωπηλοί. Ένας αστυφύλακας που στεκόταν εκεί κοντά ηρέμησε τη γυναίκα. Απομακρύνθηκα αποσβολωμένος, μην πιστεύοντας στα αυτιά μου.
Μια δύο μέρες αργότερα βρέθηκα σε ένα σπίτι στην εξοχή κι ένας χλωμός σαν αναιμικός νεαρός Γάλλος ο Count Chambrun, σύζυγος της κόρης του Πιέρ Λαβάλ, με καταδίωκε διαρκώς πριν από το γεύμα. Είχε δει τον «Δικτάτορα» στην πρεμιέρα στην Νέα Υόρκη. Είπε μεγαλόθυμα: «Αλλά βεβαίως, η άποψη σας, δεν είναι για να ληφθεί σοβαρά υπόψη». «Εξάλλου, είναι μια κωμωδία», απάντησα.
Αν ήξερα για τις κτηνώδεις δολοφονίες και τα βασανιστήρια που γίνονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, δεν θα ήμουν τόσο ευγενικός.
Περίπου πενήντα καλεσμένοι ήταν παρόντες και καθήσαμε τέσσερις σε ένα τραπέζι. Ήρθε στο δικό μας και προσπάθησε να με σύρει σε πολιτική συζήτηση, αλλά του είπα ότι περισσότερο προτιμώ το καλό φαγητό παρά την πολιτική. Η κουβέντα του ήταν τέτοια, ώστε σήκωσα το ποτήρι μου και είπα: «Φαίνεται ότι πίνω με παρέα το “Vichy”». Δεν πρόλαβα να πω αυτό και μια βίαιη φιλονικία ξέσπασε σε ένα άλλο τραπέζι, και δύο γυναίκες επιτέθηκαν η μια στην άλλη με νύχια και με δόντια. Ήταν τόσο βίαιο που σκέφτηκαν ότι θα κατέληγαν σε μαλλιοτράβηγμα. Η μια φώναξε στην άλλη: «Δεν θα ακούσω τέτοιου είδους κουβέντα. Είσαι μια καταραμένη Ναζί»!
Ένας νεαρός νεουρκέζος βλαστός με ρώτησε με καλοκάγαθο τρόπο γιατί ήμουν τόσο αντί-Ναζί. Επειδή αυτοί είναι αντι- άνθρωποι, απάντησα. «Βέβαια», σχολίασε σα να έκανε μια ξαφνική ανακάλυψη, «είστε Εβραίος, έτσι δεν είναι;».
«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Εβραίος για να είναι αντι- Ναζί», απάντησα. «Αυτό που πρέπει να είναι κανείς είναι ένα φυσιολογικό αξιοπρεπές ανθρώπινο ον». Κι έτσι αφήσαμε το θέμα.
Μια δύο μέρες αργότερα επρόκειτο να εμφανιστώ στην αίθουσα των Θυγατέρων της Αμερικάνικης Επανάστασης στην Ουάσιγκτον, να απαγγείλω τον τελευταίο λόγο από τον «Δικτάτορα» από το ραδιόφωνο. Προηγουμένως κλήθηκα να συναντήσω τον πρόεδρο Ρούσβελτ, κατ’ αίτηση του οποίου είχαμε στείλει την ταινία στο Λευκό Οίκο.
Όταν εισήλθα στο ιδιαίτερο γραφείο του, με χαιρέτησε λέγοντας: «Κάθισε, Charlie. Η ταινία σου μας δημιούργησε πολλούς μπελάδες στην Αργεντινή». Αυτό ήταν το μόνο σχόλιο του γι’ αυτή. Ένας φίλος μου αργότερα, το συνόψισε λέγοντας: «Σε δέχτηκαν στο Λευκό Οίκο, αλλά δεν σε αγκάλιασαν».
Έκατσα με τον πρόεδρο σαράντα λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων μου σερβίρισε κάμποσα ντράι μαρτίνι, τα οποία κατέβαζα γρήγορα από συστολή. Όταν ήταν ώρα να φύγω, κυριολεκτικά βγήκα τρεκλίζοντας από τον Λευκό Οίκο, τότε ξαφνικά θυμήθηκα ότι στις δέκα έπρεπε να μιλήσω στο ραδιόφωνο. Επρόκειτο να μεταδοθεί στο εθνικό δίκτυο, πράγμα που σημαίνει ότι θα μιλούσα σε πάνω από εξήντα εκατομμύρια ανθρώπους. Αφού έκανα κάμποσα κρύα ντους και ήπια δυνατό σκέτο καφέ συνήλθα κάπως.
Οι ΗΠΑ δεν είχαν μπει στον πόλεμο ακόμα, έτσι υπήρχαν πολλοί Ναζί στην αίθουσα εκείνο το βράδυ. Δεν είχα καλά καλά αρχίσει το λόγο μου κι άρχισαν να βήχουν. Ήταν υπερβολικά δυνατά για να είναι φυσιολογικά. Αυτό με έκανε νευρικό ώστε το στόμα μου στέγνωσε και η γλώσσα μου άρχισε να κολλάει στον ουρανίσκο μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω. Ο λόγος κρατούσε έξι λεπτά. Στη μέση σταμάτησα και είπα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω αν δεν έπινα λίγο νερό. Φυσικά, δεν υπήρχε σταγόνα σε ολόκληρο το κτίριο και να κρατάω εξήντα εκατομμύρια ακροατές να περιμένουν. Ύστερα από δύο ατέλειωτα λεπτά, μου έδωσαν νερό σε ένα μικρό χάρτινο φάκελο. Έτσι μπόρεσα να τελειώσω το λόγο.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Τσάρλι Τσάπλιν «Η αυτοβιογραφία μου». Μετάφραση: Κυριακή Φουγαλά. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αντί τ. 408 23-6-1989)