Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ο Όρσον Γουέλς ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας «The Other Side of the Wind», ένα ακόμα σχέδιο του μεγάλου δημιουργού, το οποίο ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Παρών στα γυρίσματα ο κριτικός κινηματογράφου και σκηνοθέτης Πήτερ Μπογκντάνοβιτς/ Peter Bogdanovich. Από το βιβλίο του τελευταίου «Moi, Orson Welles» (This Is Orson Welles), επιλέξαμε κάποια μέρη, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στις προσωπικές μνήμες του καθώς και αποσπάσματα από τη συνέντευξη -ποταμό που του είχε δώσει ο Γουέλς.
Μνήμες...
Ο Όρσον Γουέλς νοίκιασε ένα σπίτι στο Χόλυγουντ Χιλ και, αφού έκανε κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές με τον Ντιν Μάρτιν και έπαιξε ένα δύο μικρούς ρόλους στο σινεμά, ξεκίνησε τα γυρίσματα του «The Other Side of the Wind». Δούλευε με μια εξαιρετικά μικρή ομάδα συνεργατών, χωρίς ντεκόρ και κουστούμια, με ελάχιστο τεχνικό υλικό, αλλά με μια σπουδαία δόση ευφυΐας και χαράς για τη ζωή. Τα γυρίσματα γίνονταν στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες και ακριβώς κάτω από το σημείο όπου περνούσαν τα αεροπλάνα για να προσγειωθούν, γίνονταν πρόβες των διαλόγων της ταινίας.
... Το βράδυ, μόλις είχε τελειώσει το γύρισμα μιας σκηνής στο σπίτι του Όρσον, οι τεχνικοί και οι λίγοι ηθοποιοί είχαν φύγει και είχαμε μείνει μόνοι, μπροστά σ’ ένα ποτήρι, μέσα στο χάος που επικρατούσε στο σαλόνι. Ο Όρσον, ενώ ετοιμαζόταν να καπνίσει το πρώτο πούρο της ημέρας -στερείτο ακόμα και τα πούρα για να βάλει όλα τα λεφτά του στην καινούργια ταινία του- του κρύβω την επιθυμία μου να του θυμίσω κάτι απ’ αυτά που έλεγε παλιά, αλλά τελικά δεν καταφέρνω να συγκρατηθώ, αφού αυτά τα λόγια ταίριαζαν πολύ με τη ημέρα που μόλις είχαμε περάσει. Είχε πει μια μέρα: «Ο κίνδυνος για ένα καλλιτέχνη είναι το να βρεθεί σε θέση ασφάλειας και σιγουριάς. Οφείλει να έχει, καθημερινά, την αίσθηση ότι βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Οφείλει να αναζητά το ανώτατο σημείο «ανασφάλειας» ».
... Κάποτε του είχα πει πως οι παλιοί σκηνοθέτες, τους οποίους θαυμάζαμε και οι δύο, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτούς να βρουν δουλεία. Αυτό βέβαια δεν ήταν κάτι καινούργιο. Η βιομηχανία του κινηματογράφου ήταν πάντα σκληρή με τους παλαιότερους. Ο Γκρίφιθ, ο μεγάλος καινοτόμος, δεν είχε κάνει τίποτα τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια της ζωής του. Του είχα μιλήσει για τα παλιά ονόματα, Γιόζεφ φον Στρένμπεργκ, Φριτς Λανγκ, Κινγκ Βίντορ, Ζαν Ρενουάρ και παρατήρησα ότι έμοιαζε να έχει συγκινηθεί πολύ. Μου είχε πει: «Όταν σε είχα ακούσει να μιλάς για όλους αυτούς τους ηλικιωμένους σκηνοθέτες, που τους ονομάζουν «ξεπερασμένους» στο Χόλιγουντ, το ίδιο βράδυ, δεν κοιμήθηκα. Άρχισα να σκέφτομαι όλους αυτούς τους ηλικιωμένους διευθυντές ορχήστρας, τον Κλέμπερερ, τον Μπίτσαμ, τον Τοσκανίνι. Θα μπορούσα να αναφέρω περισσότερους από εκατό για το τελευταίο αιώνα, οι οποίοι βρέθηκαν στο απόγειο της τέχνης τους μετά τα εβδομήντα χρόνια τους, που συνέχισαν να διευθύνουν συνεχώς, μέχρι τα ογδόντα. Κανείς δεν τους χαρακτήρισε «ξεπερασμένους»! Είναι τρομακτικό, είναι φριχτό αυτό που πρόκειται να συμβεί στους ηλικιωμένους. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει το κοινό, ποτέ δεν το ενδιέφερε. Γι’ αυτό το λόγο οι άνθρωποι πάντα σιχαινόταν το «Βασιλιά Ληρ». «Μα πιστεύεις πως ο Ληρ «ξεπεράστηκε» τον ρώτησα. «Ναι», μου απάντησε, «ξεπεράστηκε» εγκαταλείποντας την εξουσία. Αφαίρεσε την εξουσία από όποιον γερασμένο ηγέτη αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που δεν ανήκει παρά στους νέους, και δεν θα έχεις τίποτα άλλο από μια γέρικη αστεία φυσιογνωμία. Είναι στα είκοσι χρόνια μας και μετά στα εβδομήντα και στα ογδόντα που κάνουμε ουσιαστική δημιουργία. Ο εχθρός της κοινωνίας είναι ο μικροαστισμός και ο εχθρός της ζωής, η ώριμη ηλικία. Πρέπει να αγαπήσουμε την μεγάλη ηλικία να δώσουμε στα πνεύματα μας την δυνατότητα να εργαστούν, ακόμα και μέσα στα γηρατειά τους και όχι να τα αποδιώχνουμε»
Αποσπάσματα μιας συνέντευξης
Κινηματογραφική μαγεία
«Η μαγεία του ονείρου είναι αυτό που αναζητώ, αυτό που θέλω να αναπαραγάγω. Επειδή όλα τα όνειρα έχουν κάτι μαγικό, για μένα, η μαγεία είναι η πρώτη πηγή της ποίησης. Δημιουργούμε στα όνειρα μας εσωτερικούς κόσμους, γεμάτους από ανθρώπους που δεν έχουμε δει ποτέ, από μέρη που δεν πήγαμε ποτέ και αυτό μοιάζει σαν ηχώ από κόσμους μυστηριώδεις και από μνήμες που ποτέ δεν είχαμε. Κι όμως, είναι εκεί, εντελώς πραγματικοί, εντός της εμπειρίας του ύπνου και ερχόμαστε σ’ επαφή μαζί τους μέσα από το όνειρο. Κάτι τέτοιο, μόλις αρχίζουμε να το ανακαλύπτουμε. Επομένως, θα ήταν καταστροφή να χρησιμοποιήσουμε ένα σύμβολο με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, γιατί κάτι τέτοιο είναι ξεκάθαρη δήλωση σκηνοθέτη προς το κοινό και δεν με ενδιαφέρει. Δεν έχω να εξηγήσω τίποτα. Απλώς οφείλω να σας κάνω να σκεφτείτε ότι σε μια παρακείμενη πλευρά, συμβαίνουν πράγματα από τα οποία δεν κατανοείς τίποτα: αυτό είναι το όνειρο. Ο πλούτος του. Η απόλυτη αμφιβολία του. Μας στέλνει μηνύματα με μαγικό τρόπο, αλλά ποτέ με διανοουμενίστικα σύμβολα, μόνο με τον συμβολισμό της μαγείας. Αυτός, ο συμβολισμός έχει τη δικά του αξία, και προτιμώ να μην μιλήσω γι΄ αυτό το θέμα»
Για τη γνώση του σινεμά
«Όσο γι’ αυτή την ιστορία της κινηματογραφικής εκπαίδευσης, πιστεύω πως θα ‘πρεπε να τα μαθαίνουμε σχεδόν όλα εκτός από την τέχνη του σινεμά. Οι γιατροί οφείλουν να μάθουν πλήθος πραγμάτων, τα οποία δεν αφορούν μόνο στην δική τους αγωγή, αλλά και στην γνώση, την σχετική με την ιατρική. Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, για κάτι τόσο πρακτικό και τόσο λίγο θεωρητικό, όπως είναι η ιατρική, είναι ακόμα πιο αληθινό για την τέχνη. Αυτό που ο μαθητευόμενος, σκηνοθέτης θα ‘πρεπε να μάθει, είναι το να συνθέτει τα στοιχεία έχοντας αναζητήσει προηγουμένως τη μεγαλύτερη δυνατή γνώση. Μιλώ για σύνθεση, όχι για ειδίκευση. Για να κάνουμε μια ταινία για τον κόσμο του σήμερα, οφείλουμε να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε όσο το δυνατό περισσότερο τη δράση του ανθρώπου, στη διάρκεια των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων. Θα πρέπει να καταλάβουμε, τουλάχιστον, λίγο από τη ζωή των ανθρώπων που εξουσιάζουν οι Φαραώ, το μεγαλείο της Ελισαβετιανής Αγγλίας, την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης, την επίδραση του πουριτανισμού και του χριστιανισμού στον δυτικό πολιτισμό. Αναζητώ τα μεγάλα θέματα, τα οποία θα ‘πρεπε να είναι αντικείμενα μελέτης ... στη θέση των σεμιναρίων για τον Χάουαρντ Χωκς ή τον Όρσον Γουέλς, και δεν ξέρω ποιόν άλλο. Γιατί κάποιος, λίγο προικισμένος αν είναι, θα δικαιώσει τον Χωκς ή εμένα όταν δει τις ταινίες μας. Τι σημασία έχει τι ένιωθε ο Χωκς για τη μάνα του ή τι είπε σε μια συνέντευξη του 1927. Δεν πρέπει να χάνουμε τον καιρό μας με κάτι τέτοια.».
(Αποσπάσματα από το Moi, Orson Welles: entretiens avec Peter Bogdanovich/ trad. de l'américain par Evelyne Châtelain. - Paris : Belfond, 1993. Απόδοση από τα γαλλικά Νίκος Καλτσάς. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 1994)