του Peter Greenaway
peter-greenaway.jpg

Πιο πολύ κι απ’ αυτούς τους ανθρώπους, ο τόπος... Ξέρω πως είναι πιο έντονα τα αισθήματα μου για τον τόπο, παρά τα αισθήματα μου για τους ανθρώπους. Εν τούτοις, αγαπώ τα πλήθη. Ίσως κάτι τέτοιο να μην είναι απόλυτα αντιφατικό.
Ένας επαρκής αριθμός ανθρώπων σ’ έναν ισόγειο, επίπεδο και έρημο χώρο συνιστούν ένα «τόπο», ένα genius loci, ο οποίος έχε τη δική του μορφή. Και όταν το πλήθος, διαλύεται, απομένει ένα πλούσιο κενό, το οποίο μοιάζει να έχει δική του ευαισθησία.
Άραγε, θα βρούμε θεατές, πρόθυμους να δουν μια ταινία η οποία δεν θα ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο, παρά για τον «τόπο»; Δεν θα υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτή την υποθετική ταινία -ούτε ηθοποιοί, ούτε κομπάρσοι, ούτε πλήθη-μονάχα εγκαταλελειμμένα σημάδια και σύμβολα, κατά προτίμηση, εγκαταλειμμένα από πολύ καιρό. Ίσως και να υπήρχαν σκιές πάνω σε τοίχο, σύμφωνα με την τεχνοτροπία του Ντε Κίρικο. Σίγουρα όμως, η ταινία θα ήταν πλήρης παραθέσεων όπως εκείνα τα συγκινητικά capriccio του 18ου αιώνα, τα οποία χωρίς να ανησυχούν για το μη πραγματικό του οπτικού αποτελέσματος και για το αταίριαστο του χρόνου, τοποθετούσαν το αγαπημένο σας κτίριο μέσα στο πλαίσιο της επιλογής σας, ανακάτωναν χρονολογίες και αισθητικές, οικοδομούσαν μια ουτοπική πόλη με τέλειες προοπτικές σαν την ιδανική Πόλη του Πιέρο Ντε Λα Φραντσέσκα. Εκείνος έκανε την ιδανική πόλη. Τοποθέτησε τον Άγιο Παύλο πάνω από το Μεγάλο Κανάλι και τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας μέσα στο Μαύρο Δάσος. Εμείς μπορούμε να πάμε ακόμα πιο μακριά –σαν τον Αδριανό, ο οποίος συνέλεγε όλα τα μεγάλα κτίρια της αυτοκρατορίας του και τα συγκέντρωσε στον κήπο του.
pillowbo.jpg
Σκέψεις για μια υποθετική ταινία
Πόσες ηδονές δοκιμάζουμε όταν μπορούμε να κατασκευάσουμε στον κινηματογράφο, στα στούντιο, τα ίδια αρχιτεκτονικά ψέματα χρησιμοποιώντας τα διάφορα τεχνικά εφέ. Να τα φωτίζουμε και να τα χρωματίζουμε όπως μας επιβάλλεται. Η δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής για την αποκλειστική χρήση της από την κάμερα. Θα κατασκευάσουμε την αυγή, το μεσημέρι και τη νύχτα με ένα φεγγάρι, το οποίο θα χρειαζόμαστε με τέτοιο τρόπο ώστε οι ακτίνες του να διατρέχουν από τη μια άκρη στην άλλη το περιστύλιο π.χ. ενός ναού και να διαχωρίζονται στις χωριστές κολόνες του σε ξέχωρες σκιές.
Σε αυτή την υποθετική ταινία για το genius loci θα συμπεριλάμβανα τις ιταλικές γειτονίες του «Λα Στράντα», εκείνες τις παρυφές των πόλεων, τις βρώμικες από τα σκουπίδια που καίγονται, εκεί όπου μέσα από τις θλιμμένες πολυκατοικίες ακούγονται συγκινητικά τρομπόνια.
Θυμάμαι ένα δράμα, σε ορυζώνες στην κοιλάδα του Πο με την Σοφία Λώρεν ή την Τζίνα Λολομπρίτζιντα ή μήπως την Άννα Μανιάνι; Δεν βλέπω πια το πρόσωπο της ηθοποιού, ούτε τις γυμνές της γάμπες, αλλά θυμάμαι τους χαμηλούς ορίζοντες και τους σβώλους από ρύζι. Ακούω τα κουνούπια….
Υπάρχει στον κινηματογράφο έντονο και πραγματικό ενδιαφέρον για τον αρχιτεκτονικό χώρο; Χαίρομαι που θα απαντήσω θετικά -συχνά υπάρχει. Όταν ο κινηματογραφεί τις τρώγλες στην «Απεργία» του Αϊζενστάιν, όταν ο Μίλλερ κινηματογραφεί την Νέα Ορλεάνη για το «Στην παγίδα του Νόμου», του Τζάρμους, όταν ο Γκουτάρ κοιτάζει το Παρίσι του Γκοντάρ, όταν ο Φελίνι κοιτάζει την Ρώμη. Μαζί με το Φελίνι στην κορυφή της λίστας οφείλουμε να συμπεριλάβουμε δύο μεγάλους σκηνοθέτες του τόπου, τον Ρενέ και τον Αντονιόνι, μαζί με τους φωτογράφους τους.

Ταινίες αγαπημένες...
Θυμάμαι τους ασπρόμαυρους δρόμους και τα καζίνο από το «Γυρισμό του Αγαπημένου» του Ρενέ και τους αρχιτεκτονικούς εφιάλτες από το «Πέρσι στο Μάριενμπαντ».
Μετά το Μάριενμπαντ ανακάλυψα τις Βερσαλλίες φωτογραφημένες ασπρόμαυρα. Με επανέφεραν στην ομίχλη και τη καταχνιά του Κουροσάβα. Πώς μπορούμε να έχουμε ένα genius loci με τέτοια πυκνότητα ομίχλης και καταχνιάς; Κι όμως η ομίχλη και η καταχνιά του Κουροσάβα προχωρούν μαζί με τη επίθεση των έφιππων πολεμιστών και τους περιστοιχίζουν σαν αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες.
Στις ταινίες του Αντονιόνι τη θέση της ομίχλης παίρνουν οι συμπαγείς και λαμπροί τοίχοι με τα νεκρά τούβλα, οι μελαγχολικές γωνίες των δρόμων. Δείτε οποιοδήποτε ασπρόμαυρο φιλμ του Αντονιόνι. Πρόκειται για εξαιρετικές δημιουργίες αρχιτεκτονικής ατμόσφαιρας. Τα δάση του Μπέργκμαν, τα φωτισμένα από το φεγγάρι, στην «Έβδομη Σφραγίδα», θα ‘πρεπε να συμπεριληφθούν σ’ αυτή την υποθετική ταινία του «τόπου». Είναι την ίδια στιγμή συγκινητικό αλλά και καθησυχαστικό να γνωρίζει κανείς πως δεν πρόκειται για τα δάση των πλατύφυλλων βελανιδιών που απαντούσαμε στην Ευρώπη του 18ο αιώνα από την Σουηδία στα Ουράλια, αλλά για ένα μικρό δάσος από μαλακό ξύλο στα πλατώ ενός στούντιο της δεκαετίας του ’50.
thebelly.jpg
Εξομολογήσεις
Κατηγορήθηκα περισσότερες από μια φορές πως αδιαφορώ για τους ηθοποιούς μου προς όφελος ενός εγκωμίου για την αρχιτεκτονική.
«Γιατί χρησιμοποιείτε ένα τέτοιο ταλέντο αφού θέλετε ένα αρχιτεκτονικό μανεκέν, μια σιλουέτα για μια πρόσοψη, ένα σώμα για συγκριτικό μέτρο μιας αψίδας;».
Μα, έχω την ευχαρίστηση να γνωρίζω τρεις ηθοποιούς, οι οποίοι, χωρίς να θέλω να το καυχηθώ, νιώθουν ευχαριστημένοι να κάθονται μπροστά από ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα και να χειροκροτούν αν τους αρέσει.
Το να κινηματογραφείς την αρχιτεκτονική, είναι το να συνειδητοποιείς, με ταχύτητα τις πολλαπλές παραξενιές της όρασης και τις απλές αυταπάτες της οπτικής.
Γιατί λοιπόν να μην χειροκροτήσουμε τα πάθη, το δράμα τις μεταπτώσεις του αισθήματος του φωτός, το οποίο διαθέτει ο τόπος.
Μια μέρα θα το κάνω...
Κανένας ηθοποιός. Κανένας διάλογος. Καμιά υπόθεση. Καμιά αναφορά. Κανένας κομπάρσος. Κανένα πλήθος.
Το έχουν πει για το μεγάλο τζαμί της Κόρδοβας –ένας πραγματικά συγκινητικός αρχιτεκτονικός τόπος:
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο απάνθρωπο από το να είσαι τυφλός στην Κόρδοβα».
Τι όμορφο επίγραμμα για μια ταινία……

(Αποσπάσματα από άρθρο του Peter Greenaway με τον τίτλο Rien que le lieu, de préférence le lieu architectural. Δημοσιεύτηκε στο Positif n° 400, juin 1994. Απόδοση Νίκος Καλτσάς. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1994)