aki-mika-kaurismaki.jpg

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Άκι Καουρισμάκι/ Aki Kaurismäki είχε δηλώσει σε αρκετά δραματικό τόνο πως «σ’ όλο τον κόσμο, κανείς δεν δίνει δεκάρα για το φιλανδικό σινεμά». Κι όμως, είναι ο ίδιος άνθρωπος που μαζί με τον αδελφό του Μίκα Καουρισμάκι/ Mika Kaurismäki κατάφεραν να κάνουν γνωστό το φιλανδικό κινηματογράφο στο εξωτερικό και να του δώσουν μια πρωτόγνωρη ζωντάνια.
Ο Άκι Καουρισμάκι ξεκίνησε ως ηθοποιός στις ταινίες του αδελφού του. Ο ίδιος θυμάται: «Πριν από κάποια χρόνια, έμοιαζα με τον Ζαν Πιέρ Λέο/ Jean-Pierre Léaud και τον μιμούμουν όταν έπαιζα στις ταινίες του αδελφού μου Μίκα. Τώρα είμαι πολύ χοντρός και μένω πίσω από την κάμερα».
Πριν γίνει σεναριογράφος (τα περισσότερα σενάρια των ταινιών του αδελφού του είναι δικά του) και αργότερα σκηνοθέτης, ο Άκι ήταν κριτικός κινηματογράφου και συμμετείχε στην οργάνωση φεστιβάλ με σκοπό την προώθηση του φιλανδικού κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου που, καθώς λέει, «πάγωσε κάτω από τη σκιά των μεγάλων του αδελφών, του σουηδικού και του δανικού κινηματογράφου».
Εκτός από λάτρης της λογοτεχνίας με αγαπημένους τον Κάφκα/ Kafka, τον Γκράχαμ Γκρίν/ Graham Greene, τον Μοπασάν/ Maupassant και περισσότερο απ’ όλους τους τον Έριχ Μαρία Ρεμάκ/ Erich Maria Remarque είναι και φανατικός κινηματογραφόφιλος: από τον Όζου/ Ozu και τον Κουροσάβα/ Kurosawa μέχρι τον Τζον Χιούστον/ John Huston και τον Ζαν Βιγκό/ Jean Vigo, από τον Χόκς/ Howard Hawks και τον Σαμ Φούλερ/ Sam Fuller -κυρίως τα αστυνομικά τους φιλμ της δεκαετίας του ’50-μέχρι τις ταινίες του Ρομπέρ Μπρεσόν/ Robert Bresson. Όπως λέει ο ίδιος για τον Μπρεσόν, τον σκηνοθέτη που τον επηρέασε πολύ στην πρώτη του ταινία το «Έγκλημα και τιμωρία»: «Αγαπάω τη μέθοδο του και την ασκητική απλότητα του, που αποδραματοποιεί το παίξιμο των ηθοποιών». Το πάθος για κινηματογράφο δεν σταματά εδώ….
Ο Γκοντάρ/ Jean-Luc Godard και μια ταινία του, το «Αλφαβίλ»/ Alphaville έκανε τους αδελφούς Καουρισμάκι να ονομάσουν τη δική τους εταιρεία παραγωγής ταινιών «Βιλάλφα»/ Vilalfa.
Η συνεργασία των δύο αδελφών είναι συνήθως αρμονική, αν και ακολουθούν διαφορετικές μεθόδους εργασίας. Κατά τον Άκι Καουρισμάκι: «Στις ταινίες το Μίκα οι ηθοποιοί περνούν τον καιρό τους ξεφωνίζοντας και χειρονομώντας, ενώ εγώ αποφεύγω τις εντάσεις της φωνής. Ο Μίκα ενδιαφέρεται πολύ για τη φωτογραφία και για τις κινήσεις της κάμερας. Εγώ προτιμώ τη δράση που προέρχεται από τους ηθοποιούς, τις γραμμικές κατασκευές, όπου οι κινήσεις της κάμερας είναι αόρατες. Σιχαίνομαι να γυρίζω με μια κάμερα στον ώμο και αν δω στο πλατό μια κάμερα «Steady-cam» (γνωστός τύπος κινητής κάμερας) θα την καταστρέψω….Επιπλέον, ως οικολόγος που είμαι, θεωρώ πως όσο λιγότερος διάλογος υπάρχει στις ταινίες, τόσο λιγότερο μολύνεται και η ατμόσφαιρα».
Από τις «Σκιές του παραδείσου», το «Άριελ» και το «Κορίτσι με τα σπίρτα» μέχρι το «Λένινγκραντ καουμπόης πάνε Αμερική», τον «Προσέλαβα έναν επαγγελματία δολοφόνο» και την «Μποέμικη ζωή», ο κινηματογράφος του Άκι Καουρισμάκι, αληθινός, κυνικός και προκλητικός, ίσως να μην περιγράφει τίποτε άλλο από τα πραγματικά αισθήματά του για την Φιλανδία «μια χώρα που διοικείται από μια ομάδα ανέντιμων πολιτικών», με κεντρικούς χαρακτήρες τους ανθρώπους που θέλουν να φύγουν από εκεί και να μην επιστρέψουν ποτέ.
Ο κινηματογραφικός κόσμος του αποτελείται από περιθωριακούς, από «χαμένους» και από ανθρώπους που κάνουν επαγγέλματα τα οποία πνίγουν τη φαντασία και την ομορφιά: οδηγοί, εργάτες, ταμίες, άνθρωποι που πλένουν πιάτα σε εστιατόρια…. «Μιλάω για ανθρώπους που γνώρισα. Οι καριερίστες, οι φιλόδοξοι και οι ήρωες δεν είναι η προτίμηση μου».
Όμως, τα θέματα των ταινιών του δεν προέρχονται μόνο από τη σκληρή πλευρά της ζωής, αλλά και από τους κλασικούς συγγραφείς. Με αφετηρία έργα των Ντοστογιέφσκι («Έγκλημα και τιμωρία») και Σαίξπηρ («Άμλετ»), έκανε σύγχρονες μαύρες κωμωδίες βασισμένες στη φιλανδική πραγματικότητα που δεν προσφέρει –καθώς υποστηρίζει ο Καουρισμάκι- ούτε μια αχτίδα ελπίδας. Μια άποψη που έκανε πολλούς συμπατριώτες του εχθρούς του.
Παρά τις αδιέξοδες πορείες των κινηματογραφικών του χαρακτήρων, ο ίδιος θεωρεί πως οι ταινίες του δεν είναι απαισιόδοξες. «Συχνά λέει πως οι ιστορίες μου είναι τρομαχτικές, αλλά εγώ βάζω σ’ αυτές κάποιες νότες ελπίδας. Ο Μπουνιουέλ/ Luis Buñuel της «Χρυσής Εποχής» και του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» έδειχνε καταστάσεις στ’ αλήθεια τρομαχτικές και αυτό ονομαζόταν σουρεαλισμός. Τελικά, δεν είμαι κυνικός, είμαι ένας σουρεαλιστής»
Ο Άκι Καουρισμάκι έχει διαλέξει ένα δύσκολο κινηματογραφικό δρόμο. προερχόμενος από μια χώρα με σχεδόν ανύπαρκτη παραγωγή ταινιών, προσπαθεί να επιβάλει μαζί με τον αδελφό του Μίκα τη φιλανδική παρουσία στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα, αντιμετωπίζοντας, παράλληλα, όλες τις γνωστές δυσκολίες των Ευρωπαίων δημιουργών.
Πάντως την αναγνώριση την πέτυχε... Ο Βέντερς και ο Τζιμ Τζάρμους τον θεώρησαν καλύτερο σκηνοθέτη της γενιάς του και οι ταινίες διακρίνονται στα ξένα φεστιβάλ.
Κάποιος τον ρώτησε αν θεωρεί ανταγωνιστή τον αδελφό του και εκείνος απάντησε: «Όχι, δεν θεωρώ τον Μίκα ανταγωνιστή μου» και συνέχισε γελώντας «εγώ είμαι καλύτερος απ’ αυτόν, αυτό είναι όλο!»

(Φωτογραφία Jim Jarmusch. Απόδοση προσαρμογή Νίκος Καλτσάς. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 17 Απριλίου 1994)