Με ιδιαίτερη συγκίνηση είδαμε το σύνολο σχεδόν του κινηματογραφικού έργου του Κώστα Σφήκα, στο τριήμερο αφιέρωμα της «Σφενδόνης». Ένα έργο τολμηρής και πρωτότυπης σύλληψης, όπου όμως η πρωτοτυπία δεν επιζητείται για να προβάλει τη ναρκισσιστική διαφοροποίηση του δημιουργού, αλλά προκύπτει σαν αναγκαιότητα, για να υπηρετήσει με ακρίβεια την ιδιοτυπία αυτής της σύλληψης. Η ιδιοτυπία αυτή έγκειται σ’ έναν αρμονικό συνδυασμό μιας αφοπλιστικής απλότητας από τη μια, με μια επιβλητική και πολύπλοκη σύνθεση από την άλλη.
Αυτό που κατανοούμε σαν απλότητα είναι η σαφήνεια και η διαφάνεια της προσέγγισης, μια καθαρότητα της κατασκευής που αναδεικνύει με ενάργεια αυτό που κρύβουν τα φαινόμενα ή αυτό που συνήθως ξεχνάμε, επειδή ακριβώς το γνωρίζουμε. Όταν π.χ. βλέπουμε στις «Μητροπόλεις» -μια πολυδαίδαλη συμφωνία εικόνων, μουσικής και ποιητικού λόγου- το δουλεμπόριο των μεταναστών, τις πυραμίδες από τα πτώματα των έγχρωμων σκλάβων, αύτη την εκ βάθρων εξόντωση των πιο αθώων και πιο δεμένων με τη φύση πολιτισμών, έκπληκτοι ανακαλύπτουμε ξανά αυτό που ήδη γνωρίζουμε, πάνω σε ποια βάση, δηλαδή, γιγαντώθηκε ο δυτικός κόσμος. Όμως αυτή η γνώση που διαπραγματεύεται μια ιστορική αλήθεια, έρχεται, μέσα από την καταλυτική και αποκαλυπτική ματιά αυτής της τέχνης, με σφοδρότητα να δημιουργήσει συγκίνηση και να επαναπροσδιορίσει το ξεχασμένο γεγονός κάνοντας ένα άνοιγμα συνειδησιακής αξίας.
Το δεύτερο σκέλος, αυτό της σύνθεσης, έχει σχεδόν πάντα να κάνει με τη χρήση φωτογραφιών, εικαστικών έργων, σκηνών από θεατρικά και κινηματογραφικά έργα.. Πρόκειται για υλικά τα οποία υπάρχουν, έχοντας επιτελέσει τον προορισμό τους θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι χρησιμοποιημένα. Ενορχηστρωμένα όμως σε μια διάταξη μουσικής σύλληψης, χάνουν την πιθανή πρωταρχική σημασία τους και υπακούουν στη λογική ενός αδιαίρετου οπτικού συνόλου, στο οποίο έρχεται να προστεθεί ο ήχος σαν μουσική ή σαν λόγος μ’ ένα τέτοιο μοναδικό τρόπο, όπου συμβαίνει η σιωπή να αποκτά το μουσικό της νόημα. Στις «Μητροπόλεις» έχεις την αίσθηση ότι ακούς πιο πολύ στη σιωπή -ότι η σιωπή έχει έναν σημαίνοντα πολύβουο ήχο. Αλλά εκεί όπου η σιωπή αποκτά τον εντελώς ιδιαίτερο αυτόν χαρακτήρα, ενώ απουσιάζει απόλυτα ο ήχος, είναι το «Μοντέλο», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, όπου μια παρατεταμένη έντονα δραματική παύση ενός φαινομενικά ακίνητου εικαστικού χώρου, που μοιάζει με’ έναν παγωμένο πίνακα ζωγραφικής, αρχίζει προοδευτικά να ζωντανεύει, να παίρνει κίνηση, υποβάλλοντας την εντύπωση ενός σκληρού και αμείλικτου ήχου που εναλλάσσεται με μια ελεγειακή μουσική. Η πρώτη εντύπωση πηγάζει από την αριστερή μεριά του κάδρου, όπου η σκηνογραφική διάταξη παριστάνει το χώρο της παραγωγής, το χώρο των μηχανών, οι οποίες περιμένουν να καταναλώσουν σαν κρεατομηχανή ανθρώπινα σώματα για να μπούνε σε κίνηση: Η δεύτερη εντύπωση, αυτής της ελεγείας, μια πένθιμης ελεγείας, υποβάλλεται από το δεξιό μέρος του κάδρου, όπου υπάρχουν ένας κάθετος διάδρομος ταυτόσημος με την ιδέα του ποταμού της ζωής, όπου εμφανίζεται ο άνθρωπος ακολουθώντας την ανεπίστρεπτη πορεία προς το θάνατο. Μια πορεία που γίνεται από μοναχικά άτομα, εφόσον ο καθένας βαδίζει μόνος του προς το θάνατο. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί πως αυτό το σκέλος είναι η σταθερά αυτής της εξίσωσης, διότι η αναμφισβήτητη παρουσία του θανάτου αφορά όλους, σε όλες της εποχές. Όμως αυτό που είναι μεταβλητό και αναστρέψιμο είναι το πρώτο σκέλος, της παραγωγής, το οποίο είναι επινόηση και δημιούργημα του ανθρώπου, έτσι όπως προσδιορίζεται από την εκάστοτε λογική της εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Με την έννοια αυτή η ταινία δεν είναι μια κατασκευή ή μια σύλληψη που εξαντλεί την εμφάνιση της μέσα στη φόρμα της. Απεναντίας περικλείει μια δραματουργία με αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Μιαν επικοινωνιακή διάσταση και ένα συγκινησιακό περιεχόμενο. Αυτό που είναι τόσο σύνθετο και πολύπλοκο απογυμνώνεται για να δεχθεί στην απλή εγγραφή του και αυτό που είναι απλό εμπεριέχει όλες τις συνιστώσες τους σύνθετου. Αυτό που καθορίζει αυτή την ιδιόμορφη οπτική πρέπει να έχει να κάνει με την απόσταση. Μιας απομάκρυνση κατ’ αρχάς από το θέμα και ταυτόχρονα μιας προσέγγισης προς αυτό. Τόσο στις «Μητροπόλεις» αλλά πολύ περισσότερο στο «Μοντέλο», δημιουργείται η αίσθηση πως το βλέμμα που παρατηρεί είναι σε μακρινή απόσταση από το θέμα. Μια απόσταση που επιτρέπει στον παρατηρητή να δει με μια ματιά το όλον χωρίς να αναλωθεί η προσοχή του στην ποικιλία και τη λεπτομέρεια των μορφών. Μια απόσταση που το βλέμμα αιχμαλωτίζει το σχήμα και τη καθαρή δομή μιας κατασκευής που είναι δύσκολο να τη φανταστούμε όταν είμαστε μέσα της. Αυτό που υποστήριξε ο Γαλιλαίος για την κίνηση της Γης και τιμωρήθηκε από την Ιερά Εξέταση, αλλά και αντιμετωπίστηκε με ερωτηματικά και καχυποψία από τους ανθρώπους της εποχής του, δεν θα ήταν αμφιβολία, αν ο καθένας που είχε παραδοσιακές αντιλήψεις πάνω στο θέμα θα μπορούσε για λίγο να εκτοξευθεί στο διάστημα, για να δει μετά ίδια του τα μάτια την αλήθεια, ότι η Γη είναι όντως σφαιρική.
Παρακολουθώντας συνολικά τις ταινίες του Κώστα Σφήκα, αναγνωρίζουμε έναν δημιουργό που το έργο του, πρωτότυπο, αγωνιώδες και γοητευτικό, υπηρετεί την πιο κορυφαία πνευματική αναζήτηση, αυτήν της ανθρώπινης ουτοπίας ή αλλιώς του «εξανθρωπισμού» του ανθρώπου.
(Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 6 Νοεμβρίου 1994)