του Larry Rohter/ The New York Times
Το ντοκιμαντέρ γνωρίζει μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια ενώ παράλληλα παρατηρούνται σημαντικές μετατοπίσεις από τα παραδοσιακά πρότυπα του είδους. Πρόσφατες ταινίες, όπως «The Missing Picture» και «Stories We Tell», αποδεικνύουν ότι το ντοκιμαντέρ έχει επεκταθεί πολύ πέρα από τη δημοσιογραφική προσέγγιση.
Οι πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν ήταν, με τον τρόπο τους, ντοκιμαντέρ: φιλμάκια που έδειχναν ένα άλογο να καλπάζει, ένα τρένο να μπαίνει στον σταθμό, την παρέλαση για το Αδαμάντινο Ιωβηλαίο της βασίλισσας Βικτωρίας. Ομως οι δρόμοι των ταινιών μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας γρήγορα χώρισαν, και παραμένουν χωρισμένοι μέχρι σήμερα, ο καθένας με τους δικούς του κανόνες και τις δικές του προσδοκίες, ενώ οι ταινίες τοποθετούνται πάντα σε διαφορετικές κατηγορίες στα φεστιβάλ και στις βραβεύσεις, όπως τα Οσκαρ.
Ωστόσο, οι κινηματογραφιστές ντοκιμαντέρ, ασφυκτιώντας μέσα στο πλαίσιο αυτών των κανόνων, ανυπομονώντας να διευρύνουν την ποικιλία των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους και ελπίζοντας να αφηγηθούν τις ιστορίες τους σε πλατύτερο κοινό, έχουν αρχίσει να σπρώχνουν επιθετικά τις συνοριακές γραμμές του είδους τους. Το παραδοσιακό υπόδειγμα ντοκιμαντέρ, επηρεασμένο από τη δημοσιογραφία, αμφισβητείται όλο και περισσότερο από πειράματα όπου τα καθιερωμένα χαρακτηριστικά του είδους –όπως η εκτός κάδρου εκφώνηση (voice-over) και οι βασισμένες στην πραγματικότητα αφηγηματικές ενότητες– μεταλλάσσονται ή εγκαταλείπονται και νέες τεχνικές από τον κόσμο της μυθοπλασίας υιοθετούνται.
«Πολλοί αρνούνται να χαρακτηρίσουν “ντοκιμαντέρ” τις ταινίες που βγαίνουν τώρα στις οθόνες», λέει ο Ρίτσαρντ Ρόουλεϊ, σκηνοθέτης της υποψήφιας για Οσκαρ ταινίας «Dirty Wars», στην οποία χρησιμοποίησε τεχνικές φιλμ νουάρ. «Ακούγεται σαν να είμαστε αρχειοθέτες στοιχείων για τις επόμενες γενιές, και όχι αφηγητές ιστοριών. Υπάρχει όμως μια πλειάδα ντοκιμαντέρ που παράγονται τώρα, που είναι εξίσου διεισδυτικά και υπερβατικά όσο μια καλά δομημένη ταινία μυθοπλασίας».
Ενδείξεις αυτής της προσέγγισης υπήρξαν και στη φετινή κούρσα για τα Οσκαρ, όπου μία από τις υποψήφιες ταινίες ήταν το «The Act of Killing», ένα ντοκιμαντέρ για τις μαζικές σφαγές στην Ινδονησία, που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε αναπαραστάσεις των γεγονότων από μέλη των αποσπασμάτων θανάτου που πραγματοποίησαν τα εγκλήματα. Είναι όμως ακόμα πιο προφανής σε μια σοδειά πρόσφατων ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνει το «The Missing Picture», μια αναφορά στη γενοκτονία στην Καμπότζη, και το «Manakamana», το οποίο εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου σ’ ένα τελεφερίκ στο Νεπάλ.
Κατά πολλούς τρόπους, το φιλμ «The Missing Picture», το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στο τμήμα Un Certain Regard του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών, ως «πρωτότυπο και διαφορετικό» έργο», και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, είναι ένα υβρίδιο. Εντονα αυτοβιογραφική αναφορά στη γενοκτονία που πραγματοποίησαν οι Ερυθροί Χμερ στην Καμπότζη μεταξύ 1975 και 1979, η ταινία σκηνοθετήθηκε από έναν επιζώντα, τον Ρίθι Πανχ, ο οποίος χρησιμοποίησε τεχνικές ασυνήθιστες σε ντοκιμαντέρ.
Αντιμετωπίζοντας την απουσία οικογενειακών τεκμηρίων και τη σχετική έλλειψη επίσημων ντοκουμέντων, ο 49χρονος σκηνοθέτης αναγκάστηκε να κάνει σκληρή προσπάθεια για να βρει υποκατάστατα. Κατέληξε να χρησιμοποιήσει πήλινες φιγούρες σε διόραμα και να αναμείξει το αρχειακό υλικό που μπόρεσε να βρει με τραγούδια και ομιλίες των Ερυθρών Χμερ, ονειρικές και φανταστικές σκηνές και μια πολύ υποβλητική μουσική υπόκρουση, συνοδεύοντάς τα όλα αυτά με μια ποιητική αφήγηση σε γαλλική γλώσσα.
Αν και γίνονται όλο και πιο συχνές, οι δραματοποιημένες σκηνές παραμένουν ένα αμφισβητούμενο εργαλείο, και αυτό έγινε πρόδηλο στα πρόσφατα Οσκαρ. Το «The Missing Picture» ήταν υποψήφιο για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, δεν πέρασε όμως ως υποψήφιο στην κατηγορία των ντοκιμαντέρ. Ακόμα πιο χαρακτηριστική για τις εσωτερικές συγκρούσεις στον χώρο των κινηματογραφιστών ντοκιμαντέρ είναι η περίπτωση του φιλμ «Stories We Tell», όπου η Σάρα Πόλεϊ εξετάζει ένα ζήτημα πατρότητας στη δική της οικογένεια, αναμειγνύοντας ερασιτεχνικές «οικιακές» ταινίες και δραματοποιημένες σκηνές. Αν και βραβεύτηκε ως ντοκιμαντέρ από ενώσεις κριτικών στο Λος Αντζελες και στη Νέα Υόρκη, αλλά και από την αμερικανική Ενωση Συγγραφέων, τα μέλη της Ακαδημίας Κινηματογράφου αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν την ταινία στη λίστα των υποψηφιοτήτων.
Τα τελευταία χρόνια συχνά χαρακτηρίζονται «χρυσή εποχή» για τα ντοκιμαντέρ, και σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι αλήθεια. Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο αφιερώνουν μεγαλύτερη προσοχή παρά ποτέ στο είδος, ενώ πολλά μεγάλα αμερικανικά δίκτυα, όπως το HBO και το CNN, προβάλλουν και διανέμουν ταινίες ντοκιμαντέρ. Η δημοτικότητα των reality shows, που χρησιμοποιούν τεχνικές ντοκιμαντέρ, έχει και αυτή επηρεάσει τους κινηματογραφιστές του είδους.
Η τηλεόραση είναι η κύρια πηγή εισοδήματος για το ντοκιμαντέρ, και αυτό σημαίνει ότι πολύ συχνά η δουλειά γίνεται για τη μικρή οθόνη. Ωστόσο, η μεγάλη οθόνη έχει άλλες απαιτήσεις, όπως επισημαίνει ο Πάτσο Βέλεζ, ο οποίος σκηνοθέτησε μαζί με τη Στέφανι Σπρέι το «Manakamana». «Ο κόσμος πάει στο σινεμά για να βυθιστεί μέσα στις εικόνες και στους ήχους. Οφείλουμε να θέσουμε το ερώτημα: Τι σημαίνει να δουλεύεις για τη μεγάλη οθόνη; Είναι κάτι που δεν πιστεύω ότι έχει απασχολήσει όλους τους κινηματογραφιστές ντοκιμαντέρ».
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 04.05.2014 )