Ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας φαντάστηκε αρχικά ένα σκηνικό που θα το δείχναμε στην οθόνη ολόκληρο και σταθερό, σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Μέσα σ’ αυτό το σταθερό κάδρο, θα γινόντουσαν αλλαγές, στη διάρκεια της λήψης τόσο αντικειμένων, όσο και ανθρώπων. Μόνο που, για να γίνονται αυτές οι αλλαγές, χρειαζόντουσαν τρικ, που μάλλον δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε.
Η επόμενη λύση ήταν ένα μακρόστενο σκηνικό, ύψους, ας πούμε, πέντε μέτρων και μήκους γύρω στα 17-18 μέτρα, που το δείχναμε, αρχίζοντας από τη μία άκρη του, με όλο το ύψος του μέσα στο κάδρο μας και πλάτος όσο πάρει. Κατόπιν, θ’ αρχίζαμε τράβελινγκ λατεράλ, αργό, που θα αποκάλυπτε σιγά-σιγά, όλο το πλάτος του σκηνικού. Όταν θα τελείωνε το λατεράλ στην άλλη άκρη του σκηνικού, θα επαναλαμβάναμε από την αρχή το λατεράλ πάλι και πάλι. Σε κάθε επανάληψη θα είχαμε και τις αλλαγές στο σκηνικό. Όμως, όταν θα τελείωνε το κάθε λατεράλ-πλάνο και θ’ άρχιζε καινούργιο, θα είχαμε αλλαγή εικόνας, φυσικά, αφού κάθε φορά το τελικό κάδρο θα το αντικαθιστούσαμε με νέο. Έλα όμως που ο σκηνοθέτης ήθελε να συνεχίζεται το πλάνο, ώστε η αρχή του κάθε τράβελινγκ να είναι συνέχεια του τέλους του προηγούμενου.
Η μόνη λύση που είδα ήταν να γίνει το σκηνικό κυκλικό. Το πρότεινα στον σκηνοθέτη, συμφωνήσαμε και κάθισα και σχεδίασα τη λύση, με κατόψεις και τομές κ.λπ, όλα υπό κλίμακα. Έτσι, βρήκα πως χρειαζόμαστε ένα σκηνικό κυκλικού, ύψους πέντε μέτρων και διαμέτρου γύρω στα δέκα, πράγμα που έγινε. Η κάμερα τοποθετήθηκε σε κυκλικό τράβελινγκ, με το φακό να βλέπει τη μακρινή πλευρά του σκηνικού, ώστε να κερδίζουμε μια απόσταση γύρω στα έξι-εφτά μέτρα. Ο φακός που ταίριαζε ήταν ο πολύ ευρυγώνιος των 20 χιλιοστών. Ο φωτισμός δεν ήταν δύσκολος, αρκεί να είχε παντού την ίδια ένταση. Έβαλα προβολείς από πάνω αλλά και κάτω, στο δάπεδο, μπροστά από την κάμερα, όπως επίσης και κρυμμένους μέσα στο ίδιο το σκηνικό. Το τράβελινγκ γινότανε τόσο αργά, που όταν το φιλμ στο σασί τελείωνε, σταματούσαμε τη μηχανή, το αλλάζαμε με νέο και το τράβελινγκ ξανάρχιζε, ενώ το σταμάτημα του δεν φαινότανε καθόλου στην οθόνη. Μέχρι να ξαναδούμε δε το ίδιο μέρος του σκηνικού, μεσολαβούσε αρκετός χρόνος, ώστε προλαβαίναμε να κάνουμε τις αλλαγές πάνω του.
Ολόκληρη η ταινία ήταν 7-8 βόλτες νομίζω. Το τράβελινγκ πήγαινε τόσο αργά, που κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης, φώναζε το μακενίστα: «Πιο αργά, κύριε Νικητόπουλε...πιο αργά ... πιο αργά». Μέχρις ότου ο Νικητόπουλος του είπε «κύριε Σφήκα, δεν πάει πιο αργά...Το έχω σταματήσει τελείως»!
(Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 6 Νοεμβρίου 1994)