Μετά από δεκαετή συνεργασία με τον βοηθό του Κουροσάβα/ Akira Kurosawa ο σκηνοθέτης Γιαμαμότο/ Kajirō Yamamoto -διάσημος στην πατρίδα του- έβγαλε το πιο τιμητικό πόρισμα για τον υποτιθέμενο μαθητή του: «Το μόνο που τον δίδαξα ήταν πώς να πίνει». Όντως, τι έχει να μάθει από τους δασκάλους του ένας προικισμένος άνθρωπος; Όλα τα έχει μέσα του, όλα είναι καταγεγραμμένα στην καρδία του, αρκεί να του δείξουν το δρόμο προς τον εαυτό του- και τη βαθύτερη διάσταση του εγώ, που δεν είναι άλλη από το πνεύμα του λαού.
Γόνος πολυπρόσωπης οικογένειας (γεννήθηκε το 1910), ο Κουροσάβα κρατούσε από πατέρα που ήταν απόγονος των Σαμουράι. Αντίθετα η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια εμπόρων. Απλοποιώντας λίγο τα πράγματα, ο μικρός Ακίρα είχε εξ υπαρχής δεδομένο το «μέσα» (Σαμουράι) και το «έξω»(έμποροι). Συνάμα, παρουσίασε το γνωστό χούι των ιδιοφυών: ωρίμαζε αργά, λες και έδειχνε βραδύνοια στο να εγκολπωθεί τη γύρω πραγματικότητα.
Με ασθενική κράση -αν και δεν έχασε την ευκαιρία να διακριθεί στην πατροπαράδοτη ξιφασκία- ο Κουροσάβα είχε να σπουδάσει μια πατρίδα που κοιτούσε «πίσω» και συνάμα έκανε τα πάντα –ειδικά μετά τον πόλεμο- για να πραγματοποιήσει γιγάντια βήματα προς τα «εμπρός». Από πολιτική τεχνολογική ή επιφανειακά πολιτισμική σκοπιά, οι τριγμοί κάθε κοινωνίας σε ανάλογες διαδικασίες είναι γνωστοί, άλλο νόημα όμως παίρνουν στα εσώψυχα ενός ανθρώπου που τον έχουν αγγίξει με το χέρι τους οι ντόπιοι θεοί ή το πνεύμα των προγόνων.
Ποίο ήταν αυτό το πνεύμα; Μια χώρα που δεν γνώρισε το χριστιανισμό, το δυτικό αλφάβητο και τη φωνητική γραφή, την ατομικότητα και τον ορθολογισμό, ασφαλώς είχε να προτείνει μια άλλη άποψη για τον άνθρωπο.
Στο «Ράσομον»/ Rashōmon (που θαυμάστηκε από τον Χάιντεγκερ και βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας) και στους πασίγνωστους «Εφτά Σαμουράι»/ Seven Samurai, αυτή η θέση είναι δεδηλωμένη και προφανής. Πέρα από την επιμέρους ιστορία, ο Ιαπωνίας σκηνοθέτης –ως ατόφιος δραματουργός και θεματοφύλακας μιας εθνικής παράδοσης– στήνει πρόσωπα με άλλη κινησιολογία, άλλο ήθος και κυρίως άλλη σχέση με τον εαυτό τους.
Η σχέση με το χώρα και το χρόνο, οι εσωτερικές εντάσεις και η κλίμακα των αντιδράσεων δεν είναι πράγματα έμφυτα. Έρχονται σαν πολυχρόνια υπακοή σε κάποιους κανόνες που όσο μένουν άγραφοι παραμένουν ισχυροί και απαραβίαστοι.
Συγκεκριμένα η μορφή του Σαμουράι (που ερμηνεύτηκε μνημειωδώς από τον αγαπημένο του ηθοποιό Τοσίρο Μιφούνε/ Toshiro Mifune) είναι μια σύνοψη της παρωχημένης Ιαπωνίας. Η σπασμωδικότητα στις κινήσεις, η σφοδρή εξωτερίκευση, οι παροξυσμοί βίας και οι αιφνίδιες παύσεις που δηλώνουν μια αναδιπλούμενη ψυχή που δεν είναι παραδομένη στις παρορμήσεις της, εμφανίζουν ένα νεόκοπο νευρόσπαστο που ήταν αιώνες τώρα κουρδισμένο από γνήσιο ανατολίτικα χέρια.
Ο Κουροσάβα απήλαυσε κινηματογραφικά αυτό τον ήρωα με όλους τους δυνατούς τρόπους. Φυσικά δεν λησμονούμε τον εξωτισμό και τη γραφικότητα. Κάθε τι πρωτόγνωρο είναι εξ ορισμού εξωτικό. Ωστόσο η ηθική του Σαμουράι -που δεν κατατρύχεται από τη δική μας ενοχή, αλλά τρέμει μήπως διαταράξει μια ευπαθή ηθική τάξη με αποτέλεσμα το χαρακίρι- ήταν όντως κάτι νέο.
Αυτό το νέο- για να έλθουμε στα καθ’ ημάς- δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει κάποιος δικό μας δραματουργός, όχι απαραιτήτως κινηματογραφιστής. Ένα έθνος με τόση ιστορία, με τόσες διαφορετικές εποχές, δεν έδινε λαβές για μεστά ήθη.
Ο αρχαίος, ο Βυζαντινός, ο δούλος ή ο ελεύθερος δεν στάθηκαν ποτέ ικανοί να θεμελιώσουν ένα οικείο ήθος. Ο δικός μας Σαμουράι φοράει τη φουστανέλα, που ξέρουμε τι τύχη γνώρισε στην κινηματογραφική της σταδιοδρομία...
Παρά τη διεθνή καριέρα των ταινιών του, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι ο Κουροσάβα πήρε μια θέση εθνικού ήρωα μέσα στη χώρα του. Στα νιάτα του αυτός και μερικοί φίλοι υπόσχονταν να περάσουν κάποτε από μαχαίρι τους λογοκριτές…Άλλωστε μια απόπειρα αυτοκτονίας με ξυράφι δεν ήταν άσχετη με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μέσα στους κόλπους της ιαπωνικής κινηματογραφίας.
Κάθε πόρτα το καρφί της. Ωστόσο όταν ένας δραματουργός κινδυνεύει από τα ίδια του τα δημιουργήματα, δεν αποκλείεται αυτά τα ίδια να τον σώσουν. Με την παγκοσμιότητα της, η κινηματογραφική γλώσσα συνιστά αυτόχρημα αξία.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν μια αξία σαν τον Κουροσάβα να πέσει στα αζήτητα; Ό,τι αναγνωρίζεται παγκοσμίως έχει τον κόσμο πλέον για «πατρίδα». Και πράγματι ήρθε μια στιγμή που ο Κουροσάβα δούλεψε με ξένα λεφτά.
Κατά μια έννοια, το δίλημμα ήταν απλό: Ο υμνητής του παρελθόντος θα έπρεπε να στραφεί προς το παρόν; Ο Μιφούνε θα έπρεπε να εγκαταλείψει την παραδοσιακή στολή των Σαμουράι και να φορέσει ευρωπαϊκά ρούχα; Έγινε κι αυτό, στον «Δολοφόνο του Τόκιο»/ High and Low, με τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα.
Όταν πια ο Κουροσάβα -με χορηγίες Σπίλμπεργκ, Κόπολα κ.λ.π. –μιλάει ξανά για την πατρίδα του ερήμην πλέον των συμπατριωτών του, η γραφή του επανέρχεται στην κοιτίδα της. «Καγκεμούσα»/ Kagemusha, «Ραν»/ Ran, «Μανταντάγιο»/ Madadayo, «Όνειρα»/ Dreams, «Ραψωδία του Αυγούστου»/ Rhapsody in August αποτελούν ισάριθμες «εκδικήσεις» ενός παρεξηγημένου που επιμένει ότι αυτό που τον κρατάει ζωντανό είναι το «μικρό παιδί» μέσα του.
Και στην περίπτωση του Ιάπωνα σκηνοθέτη επαληθεύτηκε η παλιά, πικρή ιστορία. Κάθε πιστός στο παρελθόν προτάσσει τα έργα του για να μη βλέπει την εξαθλίωση κάποιου παρόντος που λάμπει με το κρύο φως του δολαρίου.
[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδύτης, Σάββατο 26 -Κυριακή 27 Σεπτέμβριος 1998]