Η πρόταση είναι γνωστή: μόνο ο άνθρωπος γελά. Οπότε και το συμπέρασμα επιβάλλεται από μόνο του: ο άνθρωπος έχει το γέλιο ως αποκλειστικό προνόμιο, επειδή αυτός έχει το μονοπώλιο της σκέψης. Τι θα σήμαινε, για παράδειγμα, αν ένας σκύλος, μια κότα, μια μαϊμού έβαζαν τα γέλια; Απλούστατα, ότι στο θέαμα μιας πράξης (πτώση, κατρακύλα, ατύχημα κ.λ.π.) θα σύγκριναν τι έγινε και τι θα έπρεπε να γίνει, με αποτέλεσμα να βάλουν τα γέλια. Τα ζώα δεν συγκρίνουν, δεν κάνουν κριτικούς συλλογισμούς, δεν έχουν σχέση με την αντίφαση, άρα το γέλιο δεν τα αγγίζει. Αγγίζει όμως τον άνθρωπο. Σε κάθε κρίση ή αντίφαση ή δυσαναλογία, ο ετεροχρονισμός, τα αιφνίδια χάσματα παραμονεύουν. Η κωμωδία εκμεταλλεύεται συστηματικά όλα αυτά τα παράσιτα της σκέψης. Εξ επαγγέλματος –μια και η κωμωδία είναι επάγγελμα- παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι κάθε απόκλιση, κάθε στραβοπάτημα για να το αξιοποιήσει καταγγελτικά. Ο κωμικός γελοιογραφεί, παρωδεί, υπονομεύει πάντα ένα καθεστώς σοβαρότητας. Δεν λειτουργεί αυτόνομα. Ο Θεός, για παράδειγμα, όταν έπλασε τον κόσμο, δεν θα μπορούσε να κάνει μια κωμική κίνηση, απλά και μόνο διότι δεν υπήρχε πρότερο καθεστώς αρχών, το οποίο, κάποια πράξη του, θα διαστρέβλωνε. Μήπως είναι τυχαίο ότι το ευφυολόγημα, το ανέκδοτο, η ειρωνεία, η παραδρομή, κάθε λογής σαρδάμ σχετίζονται ένοχα με μια πρότερη τάξη ορθότητας; Αν δεν υπάρχει το δέον, ο κωμικός χάνει τη δουλειά του, μένει αργός και αμήχανος. Τι να διακωμωδήσει; Αλλά μέσα σε ήθη όπου το δέον, η λογική, η ευπρέπεια, η σοβαρότητα μοιράζουν τα χαρτιά και φιλοδοξούν να κάνουν όλο το παιχνίδι, η κωμωδία όχι μόνο δεν έχει αναδουλειές, αλλά δουλεύει υπερωρίες.
Ο Μίστερ Μπιν/ Mr Bean -το μόνο ευχάριστο στην τηλεόραση μετά το ποδόσφαιρο- είναι κλασική περίπτωση κωμικού ο οποίος δουλεύει κατ’ αντιπαράθεση. Το σχέδιο του είναι στοιχειώδες, τουτέστιν πρωτογενές, από όπου και η συναρπαστική του αποτελεσματικότητα. Σε κάθε σκετς υπονοείται μια ορισμένη συμπεριφορά: ένας μεσοαστός Εγγλέζος πάει με την εκλεκτή του στο κινηματογράφο, βγαίνει για πικ νικ, αγοράζει μια τηλεόραση, θέλει να παρκάρει το αυτοκίνητο του. Τι το περίεργο σε όλα αυτά! Κοινοτυπία μέχρι τα μπούνια. Για να μπει μπροστά το κωμικό δαιμόνιο και να ανατραπούν τα πάντα, δεν απαιτείται τίποτα συγκλονιστικό. Η ευφυΐα σε αυτή την περίπτωση στοιχίζει φθηνά. Αρκεί να υπάρχει παρατηρητικότητα. Ο έμπειρος παρατηρητής γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι κάθε καθιερωμένη κίνηση απειλείται από έναν αστερισμό φάλτσων κινήσεων. Τι λέει η συνήθεια; Ανοίγουμε την εξώπορτα, αλλά ανοίγουμε το ψυγείο και ένα βιβλίο και το παράθυρο και τον υπολογιστή κ.λπ. Μέσα από την αλληλουχία ανάλογων κινήσεων, με ελάχιστες εκτροπές, το τετριμμένο αποκτά αίφνης διαστάσεις πρωτοφανούς γεγονότος. Και δεν είναι ποτέ μόνο. Μια κίνηση να γίνει λάθος, παρευθύς ακολουθεί στρατιά ολόκληρη από αλλεπάλληλες γκάφες που κάνουν τον θεατή να ξεκαρδίζεται.
Το γέλιο του θεατή είναι ανακουφιστικό, γιατί βλέπει χειροπιαστά την παρωδία που σε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής πασχίζει να αποφύγει. Η καθημερινότητα πλάθει αυτόματα με φροντιστήριο την επανάληψη. Γι’ αυτό, άλλωστε, η επανάληψη είναι ένα από τα μεγάλα μυστικά της κωμωδίας. Περπατάς μέσα στην πόλη, γράφει ο Μπερξόν, και συναντάς έναν γνωστό. Τον χαιρετάς και συνεχίζεις το δρόμο σου. Μετά από λίγο, η τύχη το φέρνει να τον ξαναβρείς μπροστά σου. Του γνέφεις και πάλι με ένα χαμόγελο και πας στη δουλειά σου. Αν όμως βρεθεί μπροστά σου για τρίτη φορά, εκεί ξεσπά το γέλιο. Πάνω στο θέμα της επανάληψης –όπως της διόγκωσης και της καθιερωμένης χειρονομίας- ο Μίστερ Μπιν έχει εντρυφήσει ιδιαιτέρως. Η χειραψία, για παράδειγμα, καθιερώθηκε στις δυτικές κοινωνίες ως πρόταση άοπλης χειρός -άρα φιλικής διαθέσεως. Σου δίνω γυμνό το χέρι μου σημαίνει ότι είμαι φίλος. Μπροστά στη βασίλισσα, λοιπόν, ο Μπιν μπορεί να εκμεταλλευτεί με χίλιους τρόπους τις παραφθορές της καθιερωμένης χειραψίας, της υπόκλισης, της στάσης του κορμιού και της κεφαλής. Ουσιαστικά, είναι οπισθοδρομικός: κάνει όλα εκείνα που γίνονταν, προτού επιβληθεί το επίσημο τυπικό. Άλλωστε, ο Μπιν, παρότι αστείος εκ προθέσεως, ποτέ του δεν λέει αστεία. Σχεδόν δεν μιλάει. Σχεδόν δεν γελάει. Αφού το μόνο του επιτήδευμα είναι να σκαρώνει κωμικές καταστάσεις, άρα να εκμεταλλεύεται τα κενά της σοβαρότητας, πρέπει να παίρνει τη θέση του νευρόσπαστου που υποφέρει από έναν κόσμο με τελεσίδικη μορφή. Αν σε όλη την εργογραφία του μπορεί κανείς να διαβάσει μια κριτική της αγγλικής κοινωνίας, αυτή δεν υπάρχει σε φράσεις. Η κωμωδία του αφορά έναν κόσμο που αποφάσισε για τον εαυτό του, νομοθέτησε τη ζωή, στάθμισε ανάγκες και δικαιώματα και πάνω σε αυτό το δεδομένο έκοψε το κοινωνικό κοστούμι. Κατά παράδοξο τρόπο, όσο πιο επιβεβλημένες είναι οι συμπεριφορές τόσο περισσότερες είναι και οι κωμικές ευκαιρίες. Όπου το έθος είναι νόμος απαράβατος, η παραμικρή παραβίαση αποτελεί κωμικό κακούργημα. Ο Μπιν ουσιαστικά αφηγείται σε κάθε Εγγλέζο τον απωθημένο δεύτερο εαυτό του. Του επιδεικνύει όλα όσα δεν κάνει προτού κάνει κάτι, όλα όσα απορρίπτει στη σκέψη του προτού μιλήσει. Η κοινωνία καταργεί τον κωμικό μέσα στον καθένα μας για να λειτουργήσει καλύτερα και δίνει την κωμωδία μόνο ως μέσο διασκέδασης.
Ως εκ τούτου, μεγάλοι κωμικοί –κωμικοί της σιωπής και του περίτεχνου πνεύματος –μόνο σε κοινωνίες με μακρύ παρελθόν καθιερωμένου σαβουάρ βιβρ μπορούν να εμφανισθούν. Είναι, μήπως, συμπτωματικό ότι το χιούμορ συνήθως αποκαλείται αγγλικά; Στην τελευταία επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στη Γηραιά Αλβιόνα., ο Κλίντον, όπως είπαν, εντυπωσιάστηκε από την τελειότητα του εγγλέζικου γκαζόν. Ρώτησε λοιπόν τον ειδικό επί του θέματος πως τα καταφέρουν να έχουν τόσο τέλειες πελούζες, όταν οι δικοί του στην Ουάσιγκτον πετυχαίνουν πολύ κατώτερα αποτελέσματα. Μμμ, απάντησε ο γεωπόνος, δεν είναι δύσκολο. Σκάβουμε το χώμα, σπέρνουμε και μετά περιμένουμε τετρακόσια χρόνια για να φυτρώσει το καλό χορτάρι...
[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδύτης, Σάββατο16 -Κυριακή 17 Ιανουαρίου 1999]