(Ο κοινωνικός πόλεμος διήγηση για τα παιδιά)
titanic2.jpg

του Thomas C. Frank (*)

Τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ήταν πια φανερό ότι η ταινία «Τιτανικός»/ Titanic θα γινόταν τεραστία επιτυχία, η στάση απέναντι στο έργο και τον παραγωγό-σκηνοθέτη άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Η κοινότητα των κριτικών, αφού πρώτα σχολίασε κοροϊδευτικά το υπερβολικό κόστος παραγωγής της ταινίας, χαιρέτισε την ιδιοφυΐα του Τζέιμς Κάμερον/ James Cameron. Οι εύκολοι αφορισμοί που παρομοίαζαν το έργο του με το βυθισμένο πλοίο έδωσαν τη θέση τους στις καθιερωμένες ερωτήσεις των διορατικών κριτικών: τι αποκαλύπτει ένα τέτοιο έργο για μας τους ίδιους; Γιατί, μέσα στη δυσερμήνευτη μεγαλοπρέπειά του, ο αμερικανός λαός το εκτιμά τόσο πολύ; Ποια κρυφή πλευρά του πετραδιού που λέγεται «αμερικάνικη ψυχή» φωτίζει ξαφνικά ο «Τιτανικός» μέσα από τον κινηματογραφικό του ωκεανό;
Για να δώσουν κάποια εξήγηση για μια μαζική επιτυχία, την οποία δεν είχαν καν προβλέψει, οι αμερικάνικες κινηματογραφικές κριτικές και μετά με τη σειρά τους πολλοί διανοούμενοι, συμφώνησαν στη εκτίμηση ότι ο «Τιτανικός», η ταινία του Τζέιμς Κάμερον, παραγωγή της εταιρείας Twentieth Century-Fox (του κ. Ρούπερτ Μέρντοχ/ Rupert Murdoch), πέρα από τα τεχνάσματα που είχαν στόχο την ικανοποίηση των εφηβικών προτιμήσεων, όφειλε την επιτυχία της στην «αποτελεσματικότητα του «λόγου» της σχετικά με την αμερικάνικη κοινωνική ιεραρχία».
Ο «Τιτανικός» ήταν ένα πλοίο πολυτελείας που μετέφερε φτωχούς. Στην ταινία, οι χαρακτήρες είναι άλλοτε επιβάτες της πρώτης θέσης, κάτοχοι αμύθητης περιουσίας, άλλοτε ευτραφείς προλετάριοι που τραγουδούν και χορεύουν στα αμπάρια διασχίζοντας τον Ατλαντικό. Ενώ οι προηγούμενες αφηγήσεις της καταστροφής έδιναν έμφαση στο εύθραυστο του πλούτου και στο θάρρος μπροστά στο θάνατο, η συγκεκριμένη παρουσιάζει ένα σύνολο ρόλων που αποτελείται από αυταρχικούς αριστοκράτες, σίγουρος για τον εαυτό τους και γεμάτους περιφρόνηση για τους κατώτερους τους. Φυσικά, εκτιμήθηκε ότι αυτή η παρουσίαση ήταν πιο ακριβής από την άλλη. Φυσικά, επιδοκιμάστηκε η διαφωτιστική μεταφορά της αμερικάνικης κοινωνίας. Φυσικά, είδαν σ’ αυτήν την παρουσίαση ένα σχόλιο που φέρνει στο φως ένα θέμα το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτελεί «ταμπού» στις Ηνωμένες Πολιτείες: το θέμα των κοινωνικών τάξεων (1).
titanic3.jpgΑλλά μέσα στη βιασύνη τους να γιορτάσουν την ιδεολογική τόλμη του Τζέιμς Κάμερον (δημιουργός, επίσης των ταινιών Εξολοθρευτής/ The Terminator (1984), Άβυσσος/ The Abyss (1989) και Αληθινά Ψέματα/ True Lies (1994)), οι αμερικάνικες κριτικές του «Τιτανικού» παρέλειψαν σχεδόν πάντοτε να πουν ότι το ταξικό περιεχόμενο του έργου δεν έχει παρά μια μακρινή σχέση με τη ζωή των προσώπων στην οποία υποτίθεται ότι αναφέρεται αυτή η ταινία μεγάλου μήκους. Για τους αμερικανούς εργάτες, η περίοδος αυτή (τα χρόνια που προηγήθηκαν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) είναι σίγουρα γεμάτη δραματικές πραγματικότητες: τα συνθήματα των μαχητικών αναρχοσυνδικαλιστών του συνδικάτου Indusrial Workers of the Word (2) έρχονται αντιμέτωπα με τις ξιφολόγχες της κρατικής εθνοφρουράς που καλείται να διατηρήσει την κοινωνική τάξη. Αλλά στον «Τιτανικό», οι συγκρούσεις στον εργασιακό τομέα δεν εμφανίζονται σχεδόν καθόλου.
Όσο για τις αμαρτίες των εκατομμυριούχων, στις οποίες η ταινία αναφέρεται λεπτομερώς, δεν έχουν καμία σχέση με το σύστημα που διευθύνουν. Το πραγματικό τους πρόβλημα φαίνεται να είναι η ανία που απέπνεε μια ζωή υπερβολικά καλά ρυθμισμένη από πολύ επίσημα δείπνα, η κενότητα των ιδιωτικών λεσχών (country clubs), η βαρετή παρέλαση των βραδινών γυναικείων φορεμάτων. Όλα αυτά τα πολύ προβλέψιμη δεινά στρέφονται κατευθείαν πάνω στη Ρόουζ, την ηρωίδα της ταινίας (που ερμηνεύεται από την Κέιτ Γουίναλετ/ Kate Winslet). Δεκαέξι ετών, προικισμένη με ένα πνεύμα ελεύθερο, η ιδέα μιας ολόκληρης ζωής πλαισιωμένης από «τους ίδιους στενόμυαλους ανθρώπους, την ίδια ανόητη φλυαρία» της φαίνεται τόσο τρομακτική που προτιμά να πηδήξει από το κατάστρωμα με τον εραστή της, φορώντας το νυφικό της, ενώ χάνει (φαινομενικά) κατά την περιπέτεια αυτή το πανάκριβο περιδέραιο της. Η ζωή της Ρόουζ είναι σαφώς καθορισμένη. Από τη μια μεριά ασφυκτιά από την παρουσία του μνηστήρα της, του Καλ, ο οποίος είναι κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας στην ανατολική ακτή και άνθρωπος απόλυτης χυδαιότητας, ανίκανος να συγκρατήσει τα ηλίθια χαχανητά του μπροστά στη συλλογή Πικάσο της μνηστής του. Και αυτό όταν δεν κατσαδιάζει τους υπηρέτες του, εκτός κι αν τελικά προτιμήσει να σπάσει τα πιάτα για να δείξει την ανδρική του εξουσία. Η άλλη πλευρά της ζωής της Ρόουζ δεν είναι καθόλου πιο ευχάριστη: η μητέρα της, φανατική οπαδός του πρωτοκόλλου και του σνομπισμού, την εκπαιδεύει στην τήρηση όλων των κανόνων καλής συμπεριφοράς της αμερικανικής κοινωνίας του 1912. Και για να είναι η άποψη του εντελώς ξεκάθαρη, ο σκηνοθέτης δεν μας απαλλάσσει από τη σκηνή με τον κορσέ.
Με άλλα λόγια, οι επιβάτες της πρώτης θέσης του «Τιτανικού» δεν είναι μόνο καταδικασμένοι, αλλά και βουτηγμένοι στη απάθεια και την ανομία. Αλλά, ευτυχώς γι’ αυτούς, ο λαός είναι εκεί, διατεθειμένος να τους προσφέρει τις συμβουλές και τη θεραπεία που χρειάζονται. Ενώ οι γαλαζοαίματοι τσιμπολογούν το άσπρο ψωμί τους στη γέφυρα του πλοίου, οι υπόλοιποι, απεικόνιση ορθής πολυπολιτισμικής αντίληψης, μείγμα Σλάβων, Κελτών και Σκανδιναβών, κατεβάζουν ολόκληρα λίτρα δυνατής μπίρας και περνούν τη νύχτα χορεύοντας. Μέσα απ’ αυτή τη γεμάτη ζωντάνια κοινωνική «σπούπα» ξεπροβάλλει και ο χαρακτήρας του Τζάκ Ντόσον (που ερμηνεύεται από τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο/ Leonardo DiCaprio). Αισθησιακός και θερμόαιμος, καλλιτέχνης –ζωγράφος, είναι κατάλληλος για να κάνει το χλομό πρόσωπο της Ρόουζ, που οδεύει προς το μαρασμό, να ξαναβρεί το χρώμα του. Ο Τζάκ θα της μάθει να φτύνει σαν χαμάλης και να επιβιώνει σ’ ένα καράβι που βουλιάζει. Θα μπορέσει ακόμη να γοητεύει ένα πλήθος, κουρασμένων αριστοκρατών με μια επικούρεια δήλωση που θυμίζει διαφήμιση αναψυκτικού: «Πάρτε τη ζωή όπως έρχεται. Κάντε την κάθε μέρα να μετράει». Και πραγματικά προικισμένος με όλα τα χαρίσματα, είναι αρκετά ανοιχτός στα μυστήρια του ιμπρεσιονισμού ώστε να μπορέσει να πείσει τη Ρόουζ να γδυθεί.
titanic1.jpgΠολύ γρήγορα εκείνη θα προδώσει την κοινωνική την τάξη, ξαποστέλνοντας έναν από τους κέρβερούς της, φτύνοντας το μνηστήρα της στο πρόσωπο, χορεύοντας με τους προλετάριους. Στο τέλος της ταινίας μαθαίνουμε ότι αυτή η ρήξη με την υψηλή κοινωνία θα είναι μόνιμη. Μια σειρά φωτογραφιών που την απεικονίζουν σε τολμηρές στάσεις μας δείχνει ότι πραγματικά μπόρεσε να αντλήσει διδάγματα από τη μεγάλη τραγωδία και μεταμορφώθηκε σε μια προσωπικότητα που, όπως και ο Τζακ, αποφάσισε να «κάνει την κάθε μέρα να μετράει».
Όλα αυτά δεν τα ‘χουμε ήδη ακούσει και διαβάσει πολλές φορές; Από την καλύβα του φύλακα του Ντ. Χ. Λόρενς/ D. H. Lawrence στον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι μέχρι τις μεγάλες επιτυχίες του Χόλιγουντ, χωρίς να ξεχνάμε τη μόδα του «τζιν», δεν έχουν πάψει να μας εμφυσούν την ιδέα ότι η πραγματική κοινωνική ιεραρχία είναι αυτή της αυθεντικότητας. Έχουμε λοιπόν μετατρέψει την πραγματικότητα των κοινωνικών τάξεων και τον αγώνα για την αναδιανομή του πλούτου σε μια σύγκρουση που αντιπαραθέτει την ωμή ειλικρίνεια στη φαντασμένη προσποίηση, την απλή ευχαρίστηση στην επιτήδευση, και έχουμε περάσει από ένα προϊόν και ύφος στο άλλο: άλλοτε από την καλή λαϊκή μπίρα στις πιο εξειδικευμένες μάρκες, άλλοτε από τις πιο εξειδικευμένες μάρκες, στη καλή λαϊκή μπίρα (πράγμα που μας επιτρέπει να επανακτούμε μια ζωτικότητα την οποία συνεχίζουμε να συνδέουμε με τον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας -έτσι δεν είναι;).
Αυτό που κάνει τον «Τιτανικό» να ξεχωρίζει είναι το μείγμα της προβαλλόμενης φιλοδοξίας και των κοινότοπων λόγων. Οι ενήλικες, ξαφνιάζονται από τον ωμό και χωρίς αποχρώσεις τόνο με τον οποίο τους διηγούνται την κλασική ιστορία των αμφιβολιών που πνίγουν την αστική τάξη και των ανακαλύψεων που αυτή κάνει μόλις ο ρόλος της αμφισβητηθεί. Αλλά ο «Τιτανικός» είναι για τις κοινωνικές τάξεις ότι οι Σπάις Γκερλς για το φεμινισμό. Για να κάνει την ιδεολογία του σήμερα να αντηχήσει σε μια περιπέτεια που τοποθετείται στις αρχές του αιώνα, ο Τζέιμς Κάμερον χρειάστηκε να εφεύρει ξανά την έννοια των κοινωνικών τάξεων με τρόπο που να μη θυμίζει ούτε τις πορείες της Πρωτομαγιάς ούτε την παρέλαση των πυραύλων στην Κόκκινη Πλατεία, αλλά μάλλον αυτή την ψευδαίσθηση που έχουν τα παιδιά της αμερικάνικης αστικής τάξης, ότι δηλαδή εγκαταλείπουν την κοινωνική τους επιτήδευση κάθε φορά που παρακολουθούν μια συναυλία των Grateful Dead ή φεύγουν με τα σακίδια στον ώμο για την Ευρώπη.
Η ταινία, με το να μας αφηγείται αυτό το μύθο της εφηβικής εξέγερσης, με το να τον επενδύει με χαρακτήρες δυναμικών νέων ανδρών και αποφασιστικών νέων γυναικών, με το να τον περιορίζει σε πομπώδεις διαλόγους και συναισθηματικές κοινοτοπίες, ενισχύει την ιδέα ότι η δική μας κοινωνική τάξη πραγμάτων, σε αντίθεση με την προηγούμενη, έχει γίνει πιο λογική. Έτσι, τα δύο πληρώματα -του 1912 και το σύγχρονο πλήρωμα που αποτελείται από εξερευνητές ναυαγίων –δίνουν την εντύπωση ότι συνομιλούν μεταξύ τους, σαν αντεστραμμένοι καθρέφτες. Οι βρετανοί ναυτικοί, που στις 14 Απριλίου 1912 οδηγούσαν το πλοίο στην εξαφάνιση του, ήταν όπως και τα μέλη της υψηλής κοινωνίας που μετέφεραν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, υπερβολικά άκαμπτοι και υπάκουοι στους κανόνες. Ζούσαν στο πλαίσιο μιας υποδουλωτικής ιεραρχίας η οποία δεν άφηνε κανένα περιθώριο για καινοτομίες ή ελαστικότητα, ακόμη και στο αποκορύφωμα της καταστροφής.
Οι θεατές του τέλους του 20ου αιώνα γελούν με την επισημότητα με την οποία ανακοινώθηκε ότι το πλοίο έπρεπε να εγκαταλειφθεί, ασφυκτιούν βλέποντας την ανικανότητα επιβίβασης στις ναυαγοσωστικές λέμβους και αγανακτούν με την επιμονή διαχωρισμού των επιβατών της τρίτης θέσης από τους υπόλοιπους ακόμα και την ώρα που το πλοίο βυθίζεται. Οι ναυτικοί εκείνης της εποχής περηφανεύονταν για το σχεδόν έμφυτο ταλέντο τους να εντοπίζουν παγόβουνα. Αν ο πλοίαρχος εμφανίζεται λιγομίλητος, είναι για να κρύψει την ανικανότητα του. Αυτοί οι άνθρωποι, τόσο απαρχαιωμένοι όσο και οι σιδηροδρομικές εταιρείες και τα καρτέλ πετρελαιοειδών, δέσμιοι των πιο επιτηδευμένων επιβατών, πήραν τελικά αυτό που τους άξιζε.
Είναι αρκετά εύκολο να αγανακτεί κανείς με τη συμπεριφορά των βαρόνων και των υπηρετών τους στις αρχές του αιώνα. Αλλά αυτός ο θυμός τυφλώνει λιγότερο τους σημερινούς επιχειρηματίες αφού ο «Τιτανικός» αφήνει να εννοηθεί ότι ο τότε κοινωνικός πόλεμος εξαντλήθηκε. Οι εξερευνητές ναυαγίων της ταινίας –το πλήρωμα που μαζεύει τα απομεινάρια του πλοίου με βαθυσκάφος και υποβρύχιο ρομπότ- θα μπορούσαν πραγματικά να θεωρηθούν απόγονοι του αντάρτη Τζάκ Ντόσον, τόσο πολύ φαίνεται ότι κι εκείνοι περιφρονούν τους κανόνες τους τύπους και την ιεραρχία. Ο άξεστος αρχηγός τους, που οι ναυτικοί αποκαλούν «αφεντικό» (boss), είναι ένας άνθρωπος με διαίσθηση, σχεδόν new age, ικανός να μυρίζεται τα απομεινάρια του πλοίου πίσω από την ηλεκτρονική του οθόνη. Ο βοηθός του, ένας τολμηρός «γιαπί» του είδους που συναντά κανείς λίγο –πολύ παντού, μιλά για την αποστολή σαν να πρόκειται για μια εφηβική εξόρμηση ή ένα σεξουαλικό κυνήγι. Χτυπά βίαια τη ματαιοδοξία αυτών που τον περιτριγυρίζουν και δεν έχει κανένα σεβασμό για τις συνηθισμένες συμβάσεις, ενδυματολογικές ή λεξιλογικές.
Όπως και ο Τζακ Ντόσον, οι αρχηγοί του πληρώματος, επίσης οπαδοί της πολυπολιτισμικής ιδεολογίας, προσλαμβάνουν Ρώσους για να τους βοηθήσουν στην εξερεύνηση του ναυαγίου. Σε περίπτωση που ο διαφαινόμενος παραλληλισμός έχει διαφύγει σε κάποιον θεατή, ο Τζέιμς Κάμερον τελειώνει την ταινία του με μια σκηνή που διαφορετικά θα ήταν περιττή: το «αφεντικό», του οποίου το χρώμα και το κούρεμα των μαλλιών θυμίζουν αυτό το Τζάκ Ντόσον, αρχίζει να φλερτάρει με την εγγονή της Ρόουζ.
Στον «Τιτανικό», το όραμα της προόδου στο βόρειο Ατλαντικό επιτρέπει, τελικά, την απόκρυψη του ότι οι βασικές κοινωνικές πραγματικότητες δεν έχουν αλλάξει και τόσο από το 1912. Οι τύποι, ο σεβασμός και το αμετάθετο της κοινωνικής ένταξης είχαν ενμέρει την τύχη των αερόστατων. Πολλοί καπιταλιστές πηγαίνουν πλέον στην δουλεία με «τζίν», πεπεισμένοι ότι σε έναν κόσμο που «ανακατασκευάζεται», σε ένα κόσμο αύξησης της ευθύνης των υπαλλήλων και με επιχειρήσεις οργανωμένες σε δίκτυο, θέλουν απλώς να «κάνουν την κάθε μέρα να μετράει».
Για τον καθένα απ’ αυτούς, η μορφή και το ύφος έχουν γίνει ίσως πιο «αυθεντικά». Ωστόσο, ο κόσμος συνεχίζει να μας χωρίζει σε φτωχούς και πλούσιους με μια αποφασιστικότητα που δεν έχει εξασθενίσει. Το θάρρος να καταγγέλλουμε μια ξεπερασμένη τάξη πραγμάτων, μας επιτρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι, πέρα από οποιοδήποτε ύφος, αυτή η διάκριση συνεχίζει.


Σημειώσεις

(1) Για τον τρόπο με τον οποίο ο αμερικανικός κινηματογράφος πραγματεύεται αυτό το θέμα, βλ. Benjamin DeMott, The Imperial Middle: Why Americans Can’ t Think Straight About Class, William Morrow, Νέα Υόρκη, 1990.
(2) Αυτό το ριζοσπαστικό συνδικάτο, που προσπάθησε να ξεπεράσει τους επαγγελματικούς και εθνικούς διαχωρισμούς, υπήρξε ιδιαίτερα ενεργό στις αρχές του αιώνα, ιδίως στο θέμα των ανειδίκευτων εργατών. Η αντίθεση του στην είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο το 1917, έδωσε την ευκαιρία στο κράτος να εξαπολύσει εναντίον του μια αμείλικτη καταστολή, η οποία κατέληξε στη σχεδόν εξαφάνισή του από το συνδικαλιστικό χώρο.


(*) Διευθυντής σύνταξης του The Baffler (Σικάγο). Συγγραφέας του The Conquest of Cool, University of Chicago Press, 1997.

(Δημοσιεύθηκε στο Le Monde Diplomatique, Août 1998, με τον τίτλο «Titanic» et la lutte des classes. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία , 15-16 Αυγούστου 1998)