της Lynn Hirschberg
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Φεβρουάριος.
Το στούντιο της Παραμάουντ είχε πάρει φωτιά κι ο Μπράιαν ντε Πάλμα/ Brian De Palma ζητούσε και άλλο αίμα για να συνεχίσει το γύρισμα του «Σημαδεμένου»/ Scarface (1983). Το ένα μετά το άλλο, τα διάσημα σκηνικά του πιο διάσημου στούντιο καιγόντουσαν αλλά ο ντε Πάλμα είχε άλλα προβλήματα: στη σκηνή που γύριζε ο ηθοποιός που «υποδυόταν» ένα κρεμασμένο δεν του φαινόταν πολύ αληθινός. «Την Παραμάουντ θα την σώσουν», φώναζε, «αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι περισσότερο αίμα». Θα μπορούσαμε βέβαια να φανταστούμε τον Ντε Πάλμα ενθουσιασμένο με την πυρκαγιά. Επιτέλους, ένα πραγματικά τρομαχτικό γεγονός! Επιτέλους, ένα κομμάτι του Χόλυγουντ καίγεται! Ο Ντε Πάλμα λατρεύει τα τρομαχτικά γεγονότα (κυρίως τους φόνους) και μισεί το Χόλυγουντ («τη γη του διαβόλου») όμως η φωτιά δεν τον απασχολούσε. Την αντιμετώπιζε απλώς σαν θόρυβο που παρείσφρυε στο δικό του, αυτοδημιούργητο, τρομακτικό γεγονός.
Ο κρεμασμένος που πέθαινε αιμορραγώντας, είναι ακριβώς όπως το φαντάστηκε ο σκηνοθέτης. Αντίθετα, μια πραγματική πυρκαγιά δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τέλεια γιατί δεν ελέγχεται οπτικά. Η πραγματικότητα πάσχει επειδή είναι πολύ… πραγματική.
Ο Ντε Πάλμα δεν έχει ποτέ δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πραγματικότητα. Όπως έχουν αποδείξει και οι προηγούμενες ταινίες του δείχνει απλώς μια πραγματική ψύχωση για τη βία, το σεξ, τον τρόμο, την εξουσία…
Ο «Σημαδεμένος» που στην οπτική του Ντε Πάλμα είναι μια συμβατική ταινία (μόνο στην οπτική του όμως γιατί η ταινία αυτή προκαλεί ένα πραγματικό σκάνδαλο), φτιαγμένη δηλαδή με πολλά χρήματα και προορισμένη να κερδίσει περισσότερα. Ο Ντε Πάλμα κατάλαβε ότι επιτυχία σημαίνει χρήμα και χρήμα σημαίνει σεβασμό και αναγνώριση. Η αναγνώριση σημαίνει περισσότερα χρήματα και ελευθερία για να μεταφέρει ο Ντε Πάλμα στην οθόνη τα όνειρα του, ή καλύτερα, τους εφιάλτες του.
Ο Ντε Πάλμα ξεκίνησε από τη Γουώρνερ Μπρος στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα μαζί με άλλους τρεις νέους σκηνοθέτες και φίλους του: τον Στήβεν Σπήλμπεργκ, τον Τζώρτζ Λούκας και τον Μάρτιν Σκορτσέζε. Από τότε ο καθένας τράβηξε τον δικό του δρόμο, αλλά η φιλία, τα αμοιβαίο ενδιαφέρον κι ένας μικρός ανταγωνισμός συνεχίζουν να υπάρχουν.
Ο δρόμος του Ντε Πάλμα ήταν γεμάτος αίμα, τρόμο, φόνους, βία και σεξ. Οι ταινίες του, η μια μετά την άλλη, προκαλούσαν πραγματικά σκάνδαλα. Ενώ όλοι αναγνωρίζουν την τελειότητα της κινηματογραφικής του τεχνικής και κυρίως του οπτικού του στυλ, τα έργα του προκαλούν σοβαρές αντιδράσεις και βίαιες κριτικές για την ωμότητα τους. Ο Ντε Πάλμα δεν εμπνέει συμπάθειες ακόμα περισσότερο που οι ταινίες έχουν πολύ μέτρια εμπορική επιτυχία.
Ενώ οι τρεις φίλοι του, ο Σπήλμπεργκ, ο Λούκας κι ο Σκοτσέζε έχουν λίγο πολύ καθιερωθεί ο Ντε Πάλμα χρειάζεται να κυνηγά τις ευκαιρίες για να μπορέσει να κάνει μια ταινία.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό Νάνσυ Άλλεν/ Nancy Allen που ήταν συχνά και πρωταγωνίστρια του. Το γεγονός ότι συνήθιζε να την υποβάλλει στην οθόνη στις πιο ωμές σκηνές βίας και σεξ εξόργισε πολύ κόσμο. Οι αποτυχίες και οι κριτικές κλονίζουν την Άλεν και μαζί και τον γάμος τους. Ο Ντε Πάλμα βρίσκεται για μια στιγμή στα πρόθυρα της επαγγελματικής αποτυχίας κι ενώ είχε ήδη αποτύχει στην προσωπική ζωή του. Τότε, εμφανίζεται ο «Σημαδεμένος». Πάλεψε για να πάρει τη σκηνοθεσία και το κατάφερε μόνο όταν την αρνήθηκε ο Σίντνεϋ Λιούμετ. Αν μπορέσει να δημιουργήσει επιτέλους την εμπορική επιτυχία που τόσο κυνηγάει ο Ντε Πάλμα, πιστός στις συνήθειες του, θέλει να γυρίσει ένα ψυχοπαθή….πορνό. Όπως δηλώνει κι ο ίδιος σίγουρος για τον εαυτό του, «ο κόσμος θέλει αγωνία, τρόμο, σεξ. Εγώ είμαι ο κατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά».
Σίγουρα θα μπορούσε κανείς να τον πάρει για τρελό ακούγοντας τον να φωνάζει την ώρα του γυρίσματος. «Κι άλλο αίμα! Φέρτε κι άλλο αίμα!», για να προσθέσει με ήρεμη φωνή «Μα τι νομίζετε επιτέλους ότι γυρίζουμε: Την Σταχτοπούτα;».
(δημοσιεύθηκε με τον τίτλο "Brian De Palma's Deathwish", στο περιοδικό Esquire, January, 1984. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Τα Νέα)