chaplin3.jpg

Ο δημιουργός του πιο αγαπημένου αλητάκου υπήρξε ένας προικισμένος μουσικός, που έγραψε την υπόκρουση για όλες σχεδόν τις ταινίες του

της Charlotte Higgins/ The Guardian

«Τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό από το ακούς μια 50μελη ορχήστρα να εκτελεί τα μουσικά μοτίβα που έχεις σκαρώσει», γράφει ο Τσάρλι Τσάπλιν/ Charlie Chaplin στην αυτοβιογραφία του. Ίσως επειδή ήταν ένας τόσο πολυσύνθετος και πολυτάλαντος καλλιτέχνης -κωμικός με εξαιρετική φαντασία, ακούραστος και τελειομανής σκηνοθέτης και συνιδρυτής της εταιρείας παραγωγής United Artists- να φαίνεται λιγάκι άδικο το ότι διέθετε ένα επιπλέον ταλέντο. Ωστόσο, ο δημιουργός του πιο αγαπημένου αλητάκου της οθόνης υπήρξε πράγματι ένας προικισμένος μουσικός, που έγραψε της υπόκρουση για όλες τις ταινίες του, αν και αυτό δεν αναφέρεται πάντα στους τίτλους. Η μουσική του για «Τα Φώτα της Ράμπας»/ Limelight του χάρισε ένα Όσκαρ, ενώ πολλές μελωδίες από τα φιλμ του έγιναν κατά καιρούς διεθνείς επιτυχίες, όπως το τραγουδισμένο από την Πετούλα Κλαρκ «This is My Song», από την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ»/ A Countess from Hong Kong..
chaplin4.jpg
Μελωδίες που σιγοψιθυρίζεις
Οι συνθέσεις του Τσάπλιν είναι ευκολομνημόνευτες και έχουν αυτή την «κολλητική» ιδιότητα που σε κάνει να τις σιγοψιθυρίζεις πολλές μέρες αφότου τις άκουσες. Η αίσθηση του για τη μουσική είχε επηρεαστεί από τα τραγούδια και τα βαλς του μιούζικ-χολ: στα παιδικά του χρόνια, ο Τσάπλιν εργάστηκε πάνω στη σκηνή ως μέλος ενός χορευτικού συνόλου, που ονομαζόταν Eight Lancashire Lads και αργότερα δούλεψε στο επιτυχημένο κωμικό θίασο του ιμπρεσάριου Φρεντ Κάρνο. Από μικρός έπαιζε πιάνο και είχε αποκτήσει ένα βιολί και ένα βιολοντσέλο. Καθώς δεν ήξερε να διαβάζει νότες, έπαιζε όλα τα όργανα «με το αυτί». Όπως αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, «από την ηλικία των 16 ετών μελετούσα τέσσερις με έξι ώρες κάθε μέρα στο δωμάτιο μου. Είχα τη φιλοδοξία να γίνω μουσικός ορχήστρας ή, αν δεν τα κατάφερνα, να χρησιμοποιήσω τη μουσική για κάποιο θεατρικό νούμερο».
Γιατί, όμως ο Τσάπλιν κατέληξε να συνθέτει μουσική: Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η εισαγωγή του ήχου στον κινηματογράφο. Ξεκίνησε να γυρίζει τα «Φώτα της Πόλης»/ City Lights χωρίς ήχο, αλλά στη διάρκεια των γυρισμάτων έγινε τεχνικά δυνατή η ενσωμάτωση ήχου στις ταινίες. Σύμφωνα με τον μαέστρο Καρλ Ντέιβις/ Carl Davis, ο οποίος πρόσφατα διηύθυνε την ορχήστρα σε ειδική προβολή του «Χρυσοθήρα»/ The Gold Rush με «ζωντανή» μουσική στο Λονδίνο, «η επιλογή του Τσάπλιν να μην χρησιμοποιήσει διάλογο στα «Φώτα της Πόλης» ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη. Ωστόσο εκμεταλλεύτηκε τη νέα τεχνολογία για να συνθέσει και να ηχογραφήσει τη μουσική υπόκρουση, καθώς και τα ηχητικά εφέ. Τότε ήταν που αναδύθηκε ο Τσάπλιν ως μουσικός».
Πριν από την εισαγωγή του ήχου στον κινηματογράφο, ο Τσάπλιν επέλεγε ο ίδιος τη μουσική που θα παιζόταν στις αίθουσες κατά τη διάρκεια προβολής των ταινιών του. Αλλά η ανακάλυψη της προηχογραφημένης μουσικής τού έδωσε τον πλήρη έλεγχο, γεγονός που υπήρξε μεγίστης σημασίας για τον ίδιο κατά τη διάρκεια της παραγωγής των ταινιών του. Ο ήχος τού επέτρεπε να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο, από κάθε άποψη, καλλιτεχνικό έργο. Τίποτα δεν θα αφηνόταν πια στη τύχη και τα πάντα θα είχαν τη σφραγίδα του. Η τεχνική ήταν τόσο επιτυχημένη, που αργότερα ο Τσάπλιν αποφάσισε να επανακυκλοφορήσει τις παλιές βωβές του ταινίες με μουσική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταινία «Ο Χρυσοθήρας», που είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1925, αλλά απέκτησε μουσική το 1942.
Καθώς ο Τσάπλιν δεν μπορούσε να διαβάσει νότες, όταν έπρεπε να συνθέσει χρειαζόταν τη συνεργασία μουσικών οι οποίοι θα έγραφαν στο πεντάγραμμο τα μελωδικά μοτίβα και τους αυτοσχεδιασμούς του. «Οι βοηθοί του θα πρέπει να περνούσαν δύσκολες ώρες, γιατί ήταν πολύ ιδιότροπος», λέει ο Καρλ Ντέιβις. Ο ίδιος ο Τσάπλιν γράφει γι’ αυτή τη διαδικασία: «Όταν κάποιος μουσικός μου παρίστανε τον σπουδαίο, τον έκοβα λέγοντας του «Σημασία έχει η μελωδία, όλα τα’ άλλα είναι περικοκλάδες». Μετά τις πρώτες δύο μουσικές επενδύσεις που έκανα, άρχισα να βλέπω την κινηματογραφική μουσική με επαγγελματικό μάτι και να καταλαβαίνω πότε ήταν παραφορτωμένη»

Επιρροές από το μουσικό θέατρο
Η πρώιμη μουσική εμπειρία του Τσάπλιν στο μουσικό θέατρο διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο δούλευε τη μουσική του. Όπως ο ίδιος είχε πει σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη το 1952, «χρησιμοποιώ τη μουσική αντιστικτικά με τη δράση και αυτό το έχω μάθει από τον θίασο του Φρεντ Κάρνο. Όταν υπάρχει κωμική δράση, σ’ ένα φτωχό, μίζερο περιβάλλον, πρέπει να χρησιμοποιείται μια πολύ όμορφη μουσική δωματίου, μια μεγαλοπρεπής και πομπώδης μουσική του 18ου αιώνα, για να λειτουργήσει σατιρικά η αντίθεση».
Αυτή η τεχνική έχει χρησιμοποιηθεί αριστοτεχνικά στο «Χρυσοθήρα» και, ειδικότερα, στη περίφημη σκηνή, όπου ο Τσάπλιν έχει αποκλειστεί από το χιόνι σε μια καλύβα, χωρίς φαγητό και αποφασίζει να μαγειρέψει την μπότα του. Οι κινήσεις του τόσο επιδέξιες, που φέρνει στο νου τη συμπεριφορά σεφ σε ρεστοράν πολυτελείας. Προκειμένου να υποστηρίξει τη δράση, ακούγεται ένα μουσικό τρίο, από εκείνα που θα μπορούσαν να ακούγονται στο Σαβόι. Το χιούμορ παράγεται από την αντίθεση ανάμεσα στην κομψότητα των κινήσεων και της μουσικής και την πραγματικότητα της φτώχειας και της απόγνωσης. Στην αυτοβιογραφία του ο Τσάπλιν γράφει ότι «οι ενορχηστρωτές σπάνια καταλάβαιναν αυτή την τεχνική. Ήθελαν η ίδια η μουσική να είναι αστεία, εγώ ήθελα να εκφράζει τα συναισθήματα».

Παρέες με μουσικούς
Η παρουσία του Τσάπλιν στην προπολεμική Καλιφόρνια τον έφερε σε επαφή με πολλούς διάσημους μουσικούς, οι οποίοι φαίνεται να τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Υπάρχει ένα κινηματογραφικό ντοκουμέντο του 1930, όπου εμφανίζεται να αυτοσχεδιάζει με την διάσημη πιανίστα Ζερμέν Ταϊγεφέρ/ Germaine Tailleferre. Έκανε παρέα με τον συνθέτη Χανς Άισλερ/ Hanns Eisler (και βρέθηκε σε δύσκολη θέση σε μια συνέντευξη του, το 1947, μετά την κυκλοφορία της ταινίας. «Ο Κύριος Βερντού»/ Monsieur Verdoux, όταν του ζητήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα αν ο Άισλέρ ήταν κομμουνιστής). Είχε γνωριστεί με τον μεγάλο βιολιστή Γιάσκα Χάιφετς και συναντιόνταν συχνά με τον Χόροβιτς, τον Ραχμάνινοφ και τον Σένμπεργκ.
Ο Στραβίνσκι είχε θελήσει να κάνει μια ταινία με τον Τσάπλιν. Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου ο Τσάπλιν επινόησε ένα σουρεαλιστικό σενάριο, με σκηνικό ένα παρακμιακό μπαρ όπου θα υπήρχε μια αναπαράσταση της σταύρωσης του Ιησού. Ο Στραβίνσκι σοκαρίστηκε, καθώς θεώρησε ιερόσυλη την ιδέα, και ο Τσάπλιν έχασε σιγά σιγά το ενδιαφέρον του.
«Οι συνθέτες είχαν μια περίεργη αντίληψη για το πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν με τον Τσάπλιν», αναφέρει ο Καρλ Ντέιβς. «Ο Σένμπεργκ, παραδείγματος χάριν, πίστευε ότι θα μπορούσε να γράψει πρώτα τη μουσική και αργότερα ο Τσάπλιν να την επενδύσει με εικόνες. Δεν είναι περίεργο, ωστόσο, που αυτοί οι σημαντικοί μουσικοί είχαν γοητευτεί από τον Τσάπλιν: ήταν ένας από αυτούς. Οι συνθέσεις του, μέσα στα όρια που ο ίδιος έθετε, είναι τέλειες. Εγώ δεν άλλαζα ούτε μια νότα».

(Δημοσιεύτηκε στο φ. 27 Νοέμβριου 2000. Η ελληνική μετάφραση, με κάποιες περικοπές, στην εφ. Η Καθημερινή , Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2000)