(αποσπάσματα απο την αυτοβιογραφία)
Κάποια μέρα νομίζω ότι θα αναγνωριστεί πως οι καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές των έργων μου ήταν αυτές που δεν έγιναν ποτέ. [...] Είχα την πρώτη νύξη ότι ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ /Stanley Kubrick ενδιαφερόταν να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημά μου “Ενας Τέλειος Κατάσκοπος” όταν μου τηλεφώνησε και ζήτησε να μάθει γιατί είχα απορρίψει την προσφορά του για τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου. Είχα απορρίψει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ; Ενιωσα κατάπληξη και φρίκη. [...] Ο ατζέντης μου σάστισε όσο κι εγώ. Είχε γίνει μόνο μία άλλη προσφορά για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου “Ενας Τέλειος Κατάσκοπος” πέρα από αυτήν του BBC, αλλά ήταν τόσο ασήμαντη που δεν του είχε περάσει καν η σκέψη να ασχοληθεί μαζί της. Κάποιος δόκτωρ Φέλντμαν –αυτό νομίζω ήταν τ’ όνομά του– από τη Γενεύη ήθελε να έχει οψιόν στα κινηματογραφικά δικαιώματα του μυθιστορήματός μου ως διδακτικού μέσου για μια σειρά μαθημάτων με αντικείμενο τη μεταφορά των βιβλίων στον κινηματογράφο. [...] Ημουν έτοιμος να τηλεφωνήσω στον Κιούμπρικ και να τον διαβεβαιώσω ότι δεν είχα λάβει ποτέ την προσφορά του, αλλά κάτι με κράτησε και δεν το έκανα. Αντί γι’ αυτόν, τηλεφώνησα σε ένα σημαντικό πρόσωπο στο στούντιο με το οποίο συνεργαζόταν μερικές φορές ο Κιούμπρικ: στον φίλο μου τον Τζον Κάλι. Ο Κάλι με άκουσε και γέλασε ευδιάθετα. Ε, λοιπόν, αυτό το κόλπο σίγουρα έχει τη σφραγίδα του φίλου μας του Στάνλεϊ. Εχει πάντα τον φόβο ότι το όνομά του θα εκτοξεύσει την τιμή προς τα πάνω.
Τηλεφώνησα στον Κιούμπρικ και του είπα με απάθεια πως, αν ήξερα ότι ο δόκτωρ Φέλντμαν ενεργούσε για λογαριασμό του, θα το είχα σκεφτεί καλύτερα πριν δώσω την οψιόν των δικαιωμάτων στο BBC. Απτόητος ο Κιούμπρικ, απάντησε ότι ευχαρίστως θα σκηνοθετούσε τη σειρά του BBC. Τηλεφώνησα στον Τζόναθαν Πάουελ, τον παραγωγό του BBC. Ο Πάουελ ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την οργάνωση της μεταφοράς στη μικρή οθόνη των μυθιστορημάτων “Κι ο Κλήρος Επεσε στον Σμάιλι” και “Οι Ανθρωποι του Σμάιλι”. Τώρα βρισκόταν στη δίνη της τηλεοπτικής μεταφοράς του έργου “Ενας Τέλειος Κατάσκοπος”. Τι θα λέγατε να αναθέτατε τη σκηνοθεσία του στον Στάνλεϊ Κιούμπρικ; τον ρώτησα.
Ακολούθησε σιωπή καθώς ο Πάουελ, ένας άνθρωπος που δεν παρασύρεται από συναισθηματικές εξάρσεις, χρειάστηκε ένα λεπτό για να συγκεντρωθεί.
“Και να υπερβούμε τον προϋπολογισμό κατά μερικά εκατομμύρια λίρες, εννοείς;” με ρώτησε. “Και η σειρά να είναι έτοιμη δύο χρόνια αργότερα; Ευχαριστώ, αλλά να λείπει, νομίζω ότι θα μείνουμε όπως είμαστε”.
Διασκευάζοντας τη νουβέλα του Σνίτσλερ
[...] Η επόμενη πρόταση του Κιούμπρικ, που έγινε αμέσως μετά την τελευταία, ήταν να του γράψω μια κατασκοπική ταινία που να εκτυλίσσεται στη Γαλλία στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να περιστρέφεται γύρω από την αντιπαλότητα ανάμεσα στην ΜΙ6 και την SOE. Του είπα ότι θα το σκεφτόμουν, το σκέφτηκα, δε μου άρεσε και αρνήθηκα. Εντάξει, τι θα έλεγες τότε για μια ερωτική νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Αρτουρ Σνίτσλερ; (Αργότερα έγινε κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία του Κιούμπρικ με τίτλο “Μάτια ερμητικά κλειστά" και πρωταγωνιστές τον Τομ Κρουζ και τη Νικόλ Κίντμαν). Είπε ότι είχε τα δικαιώματα, και δεν τον ρώτησα αν του τα είχε αγοράσει ο δόκτωρ Φέλντμαν από τη Γενεύη για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Του είπα ότι ήξερα το έργο του Σνίτσλερ και με ενδιέφερε η ιδέα να το διασκευάσω. [...]
Με σκύλους, αλλά όχι γάτες, να μας ακολουθούν, ο Κιούμπρικ κι εγώ κάνουμε μια βόλτα έξω από το σπίτι ενώ, κατά παράκλησή του, του αναλύω με ύφος αυθεντίας πώς θα μπορούσε να διασκευαστεί για τη μεγάλη οθόνη η νουβέλα του Σνίτσλερ. Τον ερωτισμό της, του εξηγώ, επιτείνουν πολύ οι αναστολές και ο ταξικός σνομπισμός. Η Βιέννη της δεκαετίας του 1920 μπορεί να ήταν μια κυψέλη ερωτικής ακολασίας, αλλά ήταν ταυτόχρονα και μια κυψέλη κοινωνικής και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, χρόνιου αντισημιτισμού και προκαταλήψεων. [...] “Και πώς το κάνουμε αυτό;” ρώτησε ο Κιούμπρικ πάνω που νόμιζα ότι τα σκυλιά είχαν κλέψει την προσοχή του. Λοιπόν, Στάνλεϊ, το έχω σκεφτεί αυτό και πιστεύω ότι η καλύτερη επιλογή μας είναι να βρούμε μια μεσαιωνική πόλη με τείχη ή μια επαρχιακή πόλη που να είναι οπτικά περιοριστική. Καμία αντίδραση. Οπως η Αβινιόν, για παράδειγμα, ή το Γουέλς στο Σόμερσετ. Ψηλά τείχη, επάλξεις, στενοί δρόμοι, σκοτεινές είσοδοι. Καμία αντίδραση. Μια εκκλησιαστική πόλη, Στάνλεϊ, ίσως καθολική, όπως η Βιέννη του Σνίτσλερ, γιατί όχι; Με ένα επισκοπικό ανάκτορο, ένα μοναστήρι και μια ιερατική σχολή. Εμφανίσιμοι νεαροί με παπαδίστικα να περνούν δίπλα από νεαρές καλόγριες χωρίς να αποστρέφουν εντελώς το βλέμμα. Καμπάνες να αντηχούν. Σαν να μυρίζουμε πραγματικά το λιβάνι, Στάνλεϊ. Με ακούει άραγε; Είναι γοητευμένος ή πλήττει θανάσιμα;
Και οι αριστοκράτισσες της πόλης, Στάνλεϊ, ευλαβείς μέχρι αηδίας επιφανειακά και τόσο ικανές στην υποκρισία, που, όταν είσαι καλεσμένος σε δείπνο στο επισκοπικό ανάκτορο, δεν ξέρεις αν η κυρία στα δεξιά σου ήταν εκείνη που πηδούσες στο χθεσινοβραδινό όργιο ή βρισκόταν στο σπίτι της και προσευχόταν με τα παιδιά της. [...] Τελικά ο Στάνλεϊ ανοίγει το στόμα του. “Νομίζω ότι θα τοποθετήσουμε την ιστορία στη Νέα Υόρκη”, λέει, και παίρνουμε το δρόμο για το σπίτι.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του John le Carré «Η σήραγγα των περιστεριών. Ιστορίες από τη ζωή μου», από τις εκδόσεις Bell, σε μετάφραση της Βεατρίκης Κάντζολα Σαμπατάκου.)