Του Γιώργου Μπράμου
Για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο έχουν γραφτεί πολλά κι αυτές τις ώρες, της αδιανόητης απώλειας, κάποια ανακυκλώνονται. Προσωπικά δεν μπορώ και δεν θέλω να ακολουθήσω τον πληθωρισμό σε ύμνους και κυρίως, την επιδειξιμανία της συντριβής. Ο Θόδωρος ήταν ένας παγκόσμιος Έλληνας που αντιμετώπισε, όπως τόσοι άλλοι, τον φθόνο και την υποτίμηση της εγχώριας πιάτσας. Η προσωπική, καινοτόμα, ανανεωτική κινηματογραφική του γραφή χλευάστηκε- ας μην το ξεχνάμε- γιατί, τάχα, προκάλεσε σε μια γενιά «τα πιο βαθιά χασμουρητά». Και την εποχή του νεόπλουτου life style, η απάρνηση του Αγγελόπουλου ταυτιζόταν με την κενότητα και την τρυφηλότητα της εγχώριας show biz.
Ο Αγγελόπουλος ήταν μέλος και έγινε ο πιο διάσημος, μιας χρυσής τριάδας (οι άλλοι δύο είναι ο Παντελής Βούλγαρης και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος) που χειραφέτησαν τον ελληνικό κινηματογράφο. Με το δικό τους έργο η ελληνική ταινία δεν ήταν πια μαζικός και κυρίως, ανώδυνος διασκεδαστής, αλλά θεμελιακό στοιχείο του σύγχρονου ελληνικού Πολιτισμού. Τόσα χρόνια μετά τις γενναίες και απελπισμένες προσπάθειες του Κούνδουρου, και του Κανελλόπουλου, οι τρεις, νεαροί τότε, σκηνοθέτες, δεν συνέχισαν μόνο με προίκα, το πείσμα των προγόνων, αλλά ενέταξαν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο στο κέντρο της αισθητικής, κοινωνικής και πολιτικής αγωνίας. Η εγχώρια κινηματογραφία δεν ήταν πια στο περιθώριο της πολιτιστικής δημιουργικότητας, αλλά ηγεμόνευσε, για πολλά χρόνια, στον χώρο των Τεχνών.
Ειδικότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ξεπέρασε γρήγορα τα ελληνικά σύνορα, εντάχθηκε και επέβαλε την προσωπική του γραφή και τον στοχασμό του, στον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Νέο Κινηματογράφο. Ήταν ένας εμβληματικός δημιουργός του κινηματογραφικού μοντερνισμού, απόγονος του Ντράγιερ, του Αντονιόνι και του Μιζογκούτσι, συνοδοιπόρος του Ούγγρου Μίκλος Γιαντσό, του Ιταλού Πιερ Πάολο Παζολίνι και του Ιάπωνα Ναγκίσα Οσίμα. Τα κεντρικά και θεμελιακά υλικά του κινηματογραφικού του κόσμου, είναι η Αρχαία Τραγωδία, η τεχνική του Μπρεχτ για την αποστασιοποίηση, η υπαρξιακή αγωνία του Σεφέρη σε σχέση με την ελληνική ταυτότητα και η μελαγχολία της Ιστορίας. Όλα κατέληγαν στη μικρή ιστορία του ανθρώπινου πόνου, στους σπαρακτικούς μονολόγους που αφηγούνται τις τσακισμένες από θάνατο, φτώχεια, εμφύλιο πόλεμο, μητριά πατρίδα, χαμένο τόπο και απελπισία ανθρώπινες ζωές. Προσωπική μου γνώμη, είναι πως ο Αγγελόπουλος ήταν κατεξοχήν ανθρωποκεντρικός, όσο κι αν κατηγορήθηκε για στεγνότητα και εγκεφαλικότητα. Ήταν δηλαδή συγκινητικός, χωρίς καμιά παραχώρηση στον μελοδραματισμό.
Όταν προβλήθηκε ο «Θίασος» ο Κώστας Σταματίου τον έβαλε πλάι στα κορυφαία έργα της νεοελληνικής Τέχνης, συγκεκριμένα στο πλευρό του «Άξιον Εστί» του Ελύτη. Τότε φάνηκε μια κατάταξη ενθουσιώδης, αλλά πολύ βιαστική. Τελικά ο Σταματίου δικαιώθηκε. Η ταινία περιλαμβάνεται μόνιμα στην Παγκόσμια Ιστορία του Κινηματογράφου και βέβαια, σήμερα, είναι η κορυφαία κινηματογραφική δημιουργία στο πάνθεον των μεγάλων έργων του ελληνικού πολιτισμού. Από τον ερωτικό-κοινωνικό πυρετό της «Αναπαράστασης», στον πολιτικό-ιστορικό στοχασμό στις «Μέρες του '36», στην πολυσημία και τη νεωτερικότητα του πλάνου-σεκάνς στον «Θίασο», μετά στη μοναξιά του «Μεγαλέξαντρου», τη χαμένη ζωή στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», την κούραση των αισθημάτων και των ιδεών στον «Μελισσοκόμο», ως τις σκληρές, απόλυτα απέλπιδες προσεγγίσεις στα κύματα των σύγχρονων καιρών, ο Αγγελόπουλος ήταν ένας δημιουργός που προσηλωμένος στην προσωπική του αγωνία, τη μετασχημάτισε σε συλλογική ταυτότητα.
Δεν είναι όμως ώρα και δεν αισθάνομαι κι έτοιμος για να αποτιμήσω, σχετικά αναλυτικά, το έργο του Θόδωρου. Θυμάμαι μόνο τις σκοτεινές σιωπές των ταινιών του. Σ’ αυτές τις σιωπές βρισκότανε η ουσία μιας χώρας τρικυμισμένης από εμφύλιους και χούντες, η αγκύλωση των δημιουργών της από την απροσδιοριστία, οι υγρασίες στην Φλώρινα και τα Γιάννινα, οι άνθρωποι χωρίς πατρίδα, οι καταφρονεμένοι της γης. Ο Μούζιλ δεν ολοκλήρωσε τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες», μια άνω τελεία έμεινε μετέωρη, αίνιγμα, μαζί κι απάντηση. Όπως ο Μούζιλ, έτσι κι ο Θόδωρος δεν πρόλαβε, η «Άλλη θάλασσα» θα μείνει για πάντα σιωπηλή, σαν τις σιωπές του. Σαν την δική μας σιωπή.
Η Αυγή Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/01/2012