Ο συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού "Το δέντρο" Τάσος Γουδέλης μοιράζεται μνήμες από τη σχέση του με τον σπουδαίο σκηνοθέτη
Αθήνα
Δεν είδα ποτέ την πρώτη ταινία μικρού μήκους του για το συγκρότημα των Forminx, γυρισμένη στα μέσα της μυθικής δεκαετίας του '60. Καθυστερημένα διάβασα άρθρα του για τον κινηματογράφο στη «Δημοκρατική Αλλαγή», που έκλεισε το '67.
Την εποχή εκείνη, όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος άρχισε να ωριμάζει, η δική μου γενιά έμπαινε ορμητικά σε μια εφηβεία που "ναυάγησε" άδοξα στη δικτατορία. Εννοώ ότι δοκίμασε τη δική της μελαγχολία (spleen) στην πιο μίζερη εποχή της νεότερης Ελλάδος. Τη γενιά του Θ.Α. είχαν σφραγίσει πιο βαρυσήμαντα πολιτισμικά γεγονότα, ενώ ο ίδιος είχε βρει, εγκαίρως, ιδεολογικές και ψυχολογικές λύσεις στην εκφραστική των εικόνων και στη γραφή.
Δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ εδώ στην ιστορική διαδρομή του ίδιου και των συνομηλίκων του σκηνοθετών: αυτά έχουν καταγραφεί λεπτομερειακά στα οικεία λεξικά και μελέτες. Απλώς, πιστεύω ότι μια ακόμα προσωπική μαρτυρία για τη σημαντική αυτή πνευματική μορφή δεν θα ήταν περιττή στη συνολική σκιαγράφησή της.
Φοιτητής στα πρώτα χρόνια της χούντας και φανατικός σινεφίλ (με κάποια... κακότεχνα πρωτόλεια σε ευκαιριακά περιοδικά) παρακολούθησα, όπως και πολλοί ακόμα "ομοιοπαθείς", τα παρθενικά βήματα του σκηνοθέτη και κινηματογραφικού κριτικού Αγγελόπουλου.
Το περιώνυμο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που άρχισε να εκδίδεται στις αρχές της δικτατορίας με πρωτοβουλία και του Θ.Α., πλαισίωσε και τις πρώτες του εικονιστικές χειρονομίες, που ουσιαστικά άρχισαν με τη μικρού μήκους ταινία «Εκπομπή», γυρισμένη το '68.
Το φιλμ αυτό, που έγινε με ελάχιστα μέσα, περιγράφει, ως γνωστόν, τη συνάντηση ενός ασήμαντου νεαρού με μια σταρ, την οποία είχε κερδίσει ως έπαθλο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, παραγωγής του Ν. Μαστοράκη. Ο τελευταίος, μάλιστα, υποδυόταν τον εαυτό του στην ταινία. Ενα ανέκδοτο που μαρτυρά τις δύσκολες συνθήκες της παραγωγής τότε: ελάχιστοι έχουν παρατηρήσει ότι τον ρόλο του Μαστοράκη έπαιζαν... δύο πρόσωπα, ο Ν.Μ. και ένας άλλος νεαρός (ο φίλος και εξαίρετος ζωγράφος Δήμος Σκουλάκης, όπως μου αποκάλυψε o ίδιος αργότερα ).
Οχι: ο Αγγελόπουλος δεν προοικονόμησε συνειδητά το σουρεαλιστικό τρικ του Μπουνιουέλ στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» (1976), όπου τον ρόλο της μοιραίας γυναίκας υποδύονται δύο ηθοποιοί. Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει δύο πρόσωπα γιατί στη μέση των γυρισμάτων αποχώρησε ο Μαστοράκης και επειδή δεν είχε χρήματα να ξαναγυρίσει τις σκηνές κάλεσε σε βοήθεια τον Σκουλάκη...
Η «Εκπομπή» βραβεύθηκε όπως και άλλες μ.μ. ταινίες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του '68. Χαιρετίστηκε, μάλιστα, για τη μοντέρνα της ματιά, από την κριτική. Λίγο μετά το φεστιβάλ, στο παλιό σινεμά Στούντιο της οδού Τρικορφων (τότε θέατρο Πορεία, το οποίο στέγαζε θίασο του Αλέξη Δαμιανού), ένα πρωί Κυριακής παίχτηκαν οι μ.μ. ταινίες που είχαν προβληθεί στη συμπρωτεύουσα.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη και όχι μόνο από ανθρώπους του σινεμά. Και αυτή η εκδήλωση, όπως και άλλες καλλιτεχνικές που θα ακολουθούσαν, ανέδιδαν μιαν ατμόσφαιρα βουβής και θερμής συνωμοτικότητας εναντίον του καθεστώτος. Στο τέλος της προβολής πάνω στη σκηνή είχαν τοποθετηθεί καμιά δεκαριά καρέκλες για τους σκηνοθέτες, οι οποίοι θα συνομιλούσαν με το κοινό.
Πρώτος κάθησε ο σεμνός Κώστας Σφήκας, μετά ο ανέβηκαν ο Κωστής Ζώης, αν θυμάμαι καλά, ο Λάκης Παπαστάθης και άλλοι έξι που λησμονώ. Η τελευταία καρέκλα είχε μείνει άδεια για λίγο. Δίπλα μου άκουγα κάποιους να ψιθυρίζουν κάτι σαν: "Αυτός, αυτός... είναι προσωπικότητα...". Ο Αγγελόπουλος ανέβηκε με καθυστέρηση και καταχειροκροτήθηκε. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, σε λίγο, κλήθηκε να πάρει το λόγο και με έναν απίστευτα συγκροτημένο λόγο συνόψισε τη θεματολογία και αισθητική των ταινιών. Από τον εξώστη όρθιος ο Αλέξης Δαμιανός κάθε τόσο έκανε παρεμβάσεις.
Δύο χρόνια μετά ήλθε η αποκαλυπτική Αναπαράσταση, που υποχρέωσε το ελληνικό σινεμά ν' αλλάξει σελίδα. Βραβευμένη στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έκανε την πρώτη προβολή της στην Αλκυονίδα (άλλο ένα σινεμά-ιερό των σινεφίλ και αντιδικτατορικών διανοουμένων). Στη βραδινή της Δευτέρας θα παρευρισκόταν και ο σκηνοθέτης. Είχαν στηθεί, μάλιστα, στη σκηνή και μικρόφωνα για να μιλήσει με το κοινό. Στη διάρκεια της προβολής δεν ακουγόταν άχνα. Μετά τη λέξη "τέλος" η σημαίνουσα σιωπή εξακολούθησε για λίγο. Τότε κάποιος κύριος δίπλα μου, αφήνοντας μια άναρθρη, σχεδόν, κραυγή ενθουσιασμού άρχισε να χειροκροτεί. Η αίθουσα τον μιμήθηκε μανιασμένη, για πολύ ώρα. Τα φώτα άναψαν, ο κόσμος παραληρούσε. Αλλά στο πάλκο δεν ανέβηκε κανείς, γιατί η Αστυνομία είχε απαγορεύσει τη συζήτηση...
Ακολούθησαν οι δεξιοτεχνικές Μέρες του '36, ένα κλασικό πια μάθημα στιλιστικής σκηνοθεσίας. Όταν, πολύ αργότερα, είπα στον Θ.Α., ότι θεωρώ την ταινία ίσως την καλύτερη στιγμή του, εκείνος- αν και όπως κάθε δημιουργός ήθελε ν' ακούει επαίνους για το πιο πρόσφατο έργο του- αντέδρασε χαμογελαστά : "Ναι, το ίδιο μου έχει πει και ο..." (ανέφερε ένα σκηνοθέτη).
Το επόμενο αισθητικό σοκ ήταν ο Θίασος. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την πρώτη, ειδική προβολή του φιλμ για κριτικούς και φίλους στα στούντιο του Φίνου, το καλοκαίρι του '74. Είχα καθηλωθεί, όπως οι περισσότεροι. Όμως, ο μακαρίτης Βασίλης Ραφαηλίδης (λίγο αργότερα μέγας θαυμαστής του έργου και όχι μόνο) δεν συμμερίσθηκε τη γενική αίσθηση. Ηταν αρνητικός και κάτι αμήχανο ψέλλισε στην έξοδο, σφίγγοντας το χέρι του Αγγελόπουλου...
Με ξένισε, επίσης, η αρνητική αντίδραση της νέας τότε διεύθυνσης του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» απέναντι στον «Θίασο». Αν και ο συνδιευθυντής του περιοδικού, Μισέλ Δημόπουλος, είχε γυρίσει και μια μικρού μήκους ταινία για τα παρασκήνια των γυρισμάτων του φιλμ...
Αργότερα, από τη δεκαετία του '80 και μετά, όταν ο Αγγελόπουλος πέρασε σε μια πιο ποιητική αντίληψη για την προσωπική και συλλογική περιπέτεια, από τις σελίδες του «Δέντρου», εγώ και άλλοι συνεργάτες δεν είμαστε πάντα θετικοί στις προτάσεις του.
Στη δεκαετία του '90 από τη θέση του αιρετού μέλους του Δ.Σ. του Κέντρου Κινηματογράφου, όμως, δεν μπορούσα παρά να στηρίξω τις ταινίες ενός σκηνοθέτη, που ήταν ο καλύτερος καλλιτεχνικός πρεσβευτής του τόπου στο εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια η επαφή μας ήταν πιο στενή. Ήξερα ότι έγραφε ποιήματα, τα οποία μου είχε προτείνει για το περιοδικό. Ηλθε και σε παρουσιάσεις βιβλίων μου. Μου είχε δώσει, επίσης, και ένα κείμενό του για τα βιβλία που τον είχαν εντυπωσιάσει σε μικρή ηλικία. Ένα από αυτά ήταν και ο «Ξένος» του Καμί, στην πρώτη έκδοσή του, το 1956, από τις βραχύβιες εκδόσεις Δαίδαλος του εξαδέλφου μου Βαγγέλη Στρατηγάκου, την οποία κρατούσε σαν κειμήλιο.
Πολύ πρόσφατα του ζήτησα να γράψουμε ένα CD στο οποίο θα διάβαζε Σεφέρη για ένα αφιέρωμα του «Δέντρου» στον ποιητή. Δέχθηκε με ευχαρίστηση, αν και όπως μου εξομολογήθηκε δεν τον συγκινούσε πια τόσο ο Σεφέρης όσο ο Καβάφης. Ξανάκουσε με προσοχή τις απαγγελίες του ίδιου του Σεφέρη και έκανε μια ανάγνωση, εντελώς δική του, ευαίσθητη και λιγότερο στακάτη. Για πέντε μικρά ποιήματα αφιέρωσε δεκαπέντε ώρες εγγραφής...αφού αφαίρεσε κάποιες αναγνώσεις που δεν του άρεσαν. Πάντα τελειομανής.
Τελευταία είμαστε σε επαφή για να μου δώσει ένα κείμενο σχετικό με την έννοια της βιβλιοθήκης, που θα φιλοξενούσαμε σε αφιέρωμα του περιοδικού. Ένα βράδυ βρεθήκαμε τυχαία στην ταράτσα του Τιτάνια όπου έκανε το τραπέζι στους συνεργάτες της τελευταίας του ταινίας. Εκεί μου σύστησε και τον μειλίχιο Τόνι Σερβίλο, τον εξαιρετικό ερμηνευτή του παγερού IL divo (Αντρεότι).
Λίγες μέρες πριν από το μοιραίο μου ζήτησε τηλεφωνικά να υποδυθώ στην ταινία του έναν υπουργό (δίπλα στον αγαπητό Αχιλλέα Κυριακίδη, επίσης... προαλειφόμενο υπουργό), λέγοντάς μου ότι έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ερασιτέχνες παρά σε κάποιους επαγγελματίες.
Τα Χριστούγεννα του τηλεφώνησα από το Λονδίνο για να του αναγγείλω ότι το «Time Out» στις επιλογές για τα καλύτερα DVD χρονιάς, είχε κατατάξει τη συλλογή με τις ταινίες του της δεκαετίας του '70, στην πρώτη θέση, με φωτογραφία από τις «Μέρες του '36». Ακουσε με συγκρατημένη ευχαρίστηση.
Την Παρασκευή (21-1) τον επισκέφθηκα στο γνωστό άντρο του της οδού Σολωμού. Παρ' ότι φωτεινό το πρωινό, εκείνος καθόταν, ως συνήθως, στο μισοσκόταδο πίσω από το γραφείο του, με ένα κινηματογραφικό περιοδικό μπροστά του. Μου μίλησε για τα εμπόδια που του πρόβαλαν οι κληρονόμοι του Μπρεχτ στο γύρισμα της νέας του ταινίας και άρχισε να θυμάται τα ελάχιστα, πλην μυθικά, βιβλία που είχε ο πατέρας του σε μια κούτα (Νήσος των θησαυρών κ.ά.).
Μου είπε, επίσης, ότι στις αρχές Φεβρουαρίου θα με χρειασθεί για την ταινία. Την επομένη έφυγα για το Λονδίνο. Του τηλεφώνησα από εκεί τη Δευτέρα (23-1). Μου ζήτησε λίγες μέρες ακόμα περιθώριο για να γράψει το άρθρο. Τη μοιραία μέρα το πρωί, προσπάθησα να τον βρω στο γραφείο, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, αλλά το τηλέφωνο βούιζε και εγκατέλειψα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν θέλησα να τον αναζητήσω στο κινητό...
Πληροφορήθηκα το τραγικό γεγονός το ίδιο βράδυ, ενώ βρισκόμουν σε ένα κατάστημα στο κέντρο του Λονδίνου. Στο τηλέφωνο ήταν ο σκηνοθέτης Σταύρος Στρατηγάκος, γιος του εκδότη του «Ξένου», που ο Αγγελόπουλος φύλαγε ως κόρην οφθαλμού...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ/ Λονδίνο 27 -1- 12
ΤΟ ΒΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 27/01/2012