ksypol1.jpg
του Κώστα Θ. Καλφόπουλου

Στην πρώτη θεματική βραδιά της ΕΤ3 για τον «ελληνικό αιώνα» της Θεσσαλονίκης (1912-2012), προβλήθηκε εκ νέου η ταινία του Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός, 1909-1993), παρουσία του γιου του, η πρώτη ελληνική νεορεαλιστική ταινία που εντυπωσίασε τον Ρενέ Κλαιρ και για την οποία ο Βιτόριο ντε Σίκα δήλωσε στον Ελληνα σκηνοθέτη, ότι, αν είχε γυριστεί πριν από τον «Κλέφτη των ποδηλάτων», ο Τάλλας θα βρισκόταν στη θέση του.
Ο Γκρεγκ Τάλλας είναι, ηλικιακά, ο πρώτος εκ των τριών σημαντικών Ελλήνων σκηνοθετών, μαζί με τον Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος και τον Τζων Κασσαβέτης, που δημιουργούν στις ΗΠΑ. Το «Ξυπόλυτο τάγμα» (σενάριο Νίκος Κατσιώτης) χαρακτηρίζεται από δύο επιπλέον στοιχεία: την ντοκιμαντερίστικη «ματιά» στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αρχές της δεκαετίας του ’50, και τη συμμετοχή των οικοτρόφων του ιστορικού Παπάφειου Ορφανοτροφείου. Το σενάριο της ταινίας είναι λίγο–πολύ γνωστό: ένας έφηβος συναντά έναν πιτσιρικά «Γιάννη Αγιάννη», και καθώς τον παίρνει υπό την προστασία του, θυμάται την ιστορία του «ξυπόλητου τάγματος». Στη διάρκεια της Κατοχής, πιτσιρικάδες «σαλταδόροι» ορκίζονται στη λεφτεριά της πατρίδας, κλέβουν μπομπότες πίσω από τις πλάτες των κατακτητών, βοηθούν τους αδύναμους να επιβιώσουν, κρύβουν έναν Αμερικανό στρατιώτη, τέλος πουλάνε το λάδι που έκλεψαν από έναν μαυραγορίτη, τον οποίο υποδύεται ο αείμνηστος Νίκος Φέρμας («Καμαράντ, κλέψει, κλέψει!»), ο τελευταίος τσιφορικός τύπος του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Τάλλας αντλεί στοιχεία από τον Ολιβερ Τουίστ (στη σκηνή της εκπαίδευσης του νέου μέλους ως επίδοξου «πορτοφολά»), ταυτόχρονα αφηγείται μία ιστορία, θαρρείς βγαλμένη από τον «Μικρό Ηρωα». Η «Ελευθερία» της 24.3.1954, πάντως, δεν είδε με «καλό μάτι» την ταινία, προσάπτοντάς της σκηνοθετικές αδυναμίες και ωραιοποίηση των πραγματικών συνθηκών. Μαζί με τα παιδιά «με το γρατζουνισμένο γόνατο» πρωταγωνιστούν τα σκαμμένα πρόσωπα και τα καλντερίμια της πόλης, τα Κάστρα και η Παραλία, ενώ κάπου παρεμβάλλεται το πορτρέτο του Φρίντριχ Νίτσε στο γραφείο του Γερμανού αξιωματικού και ο «Καραγκιόζης αλεξιπτωτιστής» του Π. Μιχόπουλου («Γενική είσοδος 2.000.000»).
Στα «άγουρα χρόνια» του νεοελληνικού μεταπολεμικού κινηματογράφου, ο Τάλλας, δημιουργώντας σχεδόν εκ του μηδενός, ανοίγει έναν μοναχικό, δύσβατο, και άγνωστο για τα ελληνικά δεδομένα, δρόμο: εκείνον που χάραξε το 1947-48 πρώτος ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, με την ταινία «Γερμανία – ώρα μηδέν», μαζί με τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» του Ντε Σίκα, και τα επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί, κυρίως με τον Φρανσουά Τρυφώ («Τα παλιόπαιδα», «Τα 400 χτυπήματα» κ. ά., ένα αγαπημένο θέμα του σκηνοθέτη, που προσεγγίζεται στο βιβλίο του σκηνοθέτη Δ. Σπύρου, «Τα παιδιά στις ταινίες του Φρ. Τρυφώ»), τον Υβ Ρομπέρ («Ο πόλεμος των κουμπιών») μέχρι τον Κριστιάν Μπαρατιέ («Τα παιδιά της χορωδίας»): όλοι τους, όμως, θαρρείς πως «βγαίνουν» από το «Χαμίνι» του Τσάπλιν (1921).
Το «Ξυπόλυτο τάγμα» είναι ένας ύμνος στην, τρυφερή και συνάμα σκληρή, παιδική ηλικία και, ταυτόχρονα, ένα σημαντικό «πορτρέτο» της Θεσσαλονίκης, σαράντα χρόνια από την απελευθέρωσή της. Με την προβολή της ταινίας του και τη θεματική βραδυά, η «πρωτεύουσα των προσφύγων», η πόλη των πνευμάτων και των φαντασμάτων ζωντανεύει ξανά, στην οθόνη του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της μνήμης.

H KAΘHMEPINH/ 29-01-12