Οι τρεις τελευταίες ταινίες του Λιντς
Το Inland Empire (2006) του Nτέιβιντ Λιντς (David Lynch) είναι το τελευταίο του φιλμ, που όπως και το προτελευταίο του Mulholland Drive (2001), περιστρέφεται γύρω από οράματα, εφιάλτες και όνειρα για τον κινηματογράφο και τη ζωή στο Χόλιγουντ. Τα κεντρικά πρόσωπα είναι γυναίκες που είναι σταρ (Λώρα Ντερν) ή που φιλοδοξούν να δουλέψουν και να διακριθούν στην αμερικάνικη βιομηχανία ονείρων (Ναόμι Γουότς). Ο Λιντς εικονοποιεί τις φαντασιώσεις, τους πόθους και τα άσχημα όνειρά τους, όταν εμπλέκονται στους λαβυρίνθους των φιλοδοξιών τους και στο φανταστικό, σχεδόν σουρεαλιστικό κόσμο του Χόλιγουντ, έτσι όπως τον συλλαμβάνει και φαντάζεται ο πειραματιστής αμερικανός σκηνοθέτης και ποιητής, φευγάτος και βυθισμένος στα φαντάσματα και τους οραματισμούς του. Πρόκειται για ένα trip στο επικίνδυνο σύμπαν του σινεμά, του φόβου και της καλπάζουσας φαντασίας ενός ονειροπαρμένου σκηνοθέτη σε κατάσταση συνεχούς αγωνίας και υπαρξιακών αδιεξόδων και αναζητήσεων.
Τη συνήθη, γι’αυτόν, διάσταση του φανταστικού, εφιαλτικού και υπερφυσικού διατηρεί ο Λιντς στην ταινία του Χαμένη λεωφόρο (1996). Η Χαμένη λεωφόρος είναι ένα «φανταστικό θρίλερ» ή αλλιώς ένα «υπερφυσικό θρίλερ» (θρίλερ ενταγμένο στο είδος του φανταστικού κινηματογράφου): το ανησυχαστικά παράδοξο στην κυριολεξία του. Ένας τυπικά αμερικανικός εφιάλτης. Η διάσταση του υπερφυσικού κληροδοτείται από το Τουίν Πικς στη Χαμένη λεωφόρο. Τα ανεξήγητα φαινόμενα δεν είναι απλές φαντασιώσεις κάποιου ήρωα. Εδώ ο κινηματογράφος του Ντέιβιντ Λιντς είναι κατά το ήμισυ φανταστικός κινηματογράφος. Ο σκηνοθέτης δεν παρατάσσει απλώς ακαταλαβίστικα γεγονότα στην ανέλιξη της υπόθεσης (αν και αληθεύει πως συσσωρεύει σε υπερβολικό βαθμό μετενσαρκώσεις και μεταμορφώσεις). Απαιτείται μια αποκωδικοποίηση, οι κώδικες της οποίας μας παρέχονται από την προηγούμενη δουλειά του, το Τουίν Πικς (το σινεμά ως σύνθεση ταινίας με συμβατική υπόθεση και φανταστικού κινηματογράφου). Πρόκειται για κινηματογράφο κατά κάποιον τρόπο αντίστροφο προς αυτόν του Κισλόφσκι, δηλαδή σινεμά που θέτει ως φιλμικό δεδομένο την ύπαρξη επί της γης δαιμόνων και όχι καλών πνευμάτων.
Η Χαμένη λεωφόρος είναι μια προέκταση επί το φανταστικότερο του Τουίν Πικς, ένα μίγμα της ανθρώπινης, γήινης κόλασης και των υπερφυσικών δαιμόνων που ανακατεύουν ακόμη περισσότερο τα περιττώματα και το αίμα της αμερικανικής γης. Το κοινωνικό περιβάλλον της μυθοπλασίας αποτελούν κακοποιοί, πόρνες, άπληστοι που λατρεύουν το σεξ και το χρήμα, ομάδες σαδιστών, πορνόφιλων και σατανιστών. Σ’ αυτόν τον ανθρώπινο χώρο διαπλέκονται, από το σκηνοθέτη-μαέστρο, ατομικές φαντασιώσεις και παράνοιες. Το καζάνι της σύγχρονης, επίγειας κόλασης ανακατεύουν δαίμονες που έχουν πάρει ανθρώπινη μορφή. Έχουμε απέναντί μας τον ποιητικό, μαύρο κόσμο ενός παρανοϊκού καλλιτέχνη, ενός σουρεαλιστή του Χόλιγουντ, ενός αλλοπαρμένου βιρτουόζου του αστυνομικού είδους.
Το πρώτο μέρος του φιλμ, αυτό της οδυνηρής και σιωπηλής αναμονής του φόνου μέσα στο σπίτι του ζευγαριού, αποτελεί επίτευγμα υποβλητικότητας μέσα από μια εικονοπλασία και ηχοπλασία άκρως πρωτότυπες κι ατμοσφαιρικές, που σα να ξαναανακαλύπτουν, να επανεφευρίσκουν τις εικόνες και τους ήχους του σινεμά στο πλαίσιο του σασπένς, του απροσδιόριστης πηγής τρόμου και της σιωπηλής φρίκης.
Τουίν Πικς: το καλύτερο σήριαλ στην ιστορία της τηλεόρασης
Τα φιλμ-κλειδιά του σύμπαντος του Ντέιβιντ Λιντς είναι, κατά τη γνώμη μου, πρώτα και κύρια το εξαιρετικά πρωτότυπο σίριαλ Τουίν Πικς (1992) και το Μπλε βελούδο (1986). Το Τουίν Πικς ξαναμονταρίστηκε και σαν ταινία για τον κινηματογράφο, σε μια πολύ σύντομη εκδοχή που περιορίζεται στη ζωή λιγοστών από τα κεντρικά πρόσωπα του σίριαλ, που εμφανίζονται στα πρώτα επεισόδιά της, κυρίως της Λόρας Μαρς, των φίλων της και του πατέρα της. Κυρίως όμως, το Τουίν Πικς (η σειρά φέρει το όνομα μιας πόλης στις βόρειες των ΗΠΑ, της οποίας τα άδυτα εξερευνά η κάμερα) είναι ένα μεγάλο, μακρόπνοο και ατμοσφαιρικό, υπέροχο σίριαλ. Πολύ στιλιζαρισμένο, με εντελώς δικό του κινηματογραφικό ύφος και πολύ τολμηρό για τα δεδομένα της τηλεοπτικής παραγωγής, ένα από τα καλύτερα σίριαλ που γυρίστηκαν ποτέ με το ηλεκτρονικό τηλεοπτικό μέσο.
Το τηλεοπτικό αυτό έργο-ποταμός ξεκινά ανησυχητικά (και συνεχίζει στον ίδιο τόνο): με την προσπάθεια εξιχνίασης του φόνου μιας ανοιχτής στις εμπειρίες και ριψοκίνδυνης νεαρής, σε μια πόλη της Βόρειας Αμερικής. Όλο το έργο είναι λουσμένο σε μια παράδοξη ατμόσφαιρα- σύντομες, απόκοσμες, σοκαριστικές και φανταστικές σεκάνς εκρήγνυνται κάθε τόσο εμπρός στον παραξενεμένο θεατή της τηλεόρασης. Λίγο λίγο ξανοίγεται εμπρός στα μάτια μας, πίσω από τις εικόνες της οικογενειακής ή σχολικής αρμονίας, πίσω από τη γλυκερή και κιτς επιφάνεια, ένας κόσμος σκοτεινός, απόκοσμος και τερατώδης. Τα παιδιά των καλών οικογενειών είναι βουτηγμένα στα ναρκωτικά και στις έκλυτες σεξουαλικές απολαύσεις. Ορισμένοι από τους ευυπόληπτους γονείς τους επίσης. Στα άδυτα της κλειστής, επιφανειακά ισορροπημένης επαρχιακής κοινωνίας κινούνται υπόκωφα ζοφερές δυνάμεις, γίνονται πράξεις σκοτεινές κι ανομολόγητες, συνδεδεμένες με σεξουαλικά βίτσια, με κυκλώματα εκπόρνευσης νεαρών κοριτσιών, με ναρκωτικά, οικονομικές κομπίνες μεγάλου βεληνεκούς και εγκληματικές πράξεις.
Στον πυρήνα του κακού βρίσκεται κάπου στο βάθος, καλά κρυμμένη, μια συμμορία διεστραμμένων σατανιστών, σαδιστών διεγερμένων από ναρκωτικά, μελών μιας απόκρυφης αίρεσης. Οι αποτρόπαιες πράξεις τους ξεπηδούν για λίγο στην επιφάνεια σαν απίστευτοι εφιάλτες, σε πλάνα σύντομα σαν φλας, σαν παραισθήσεις, σαν εκτυφλωτικές φλόγες και σαν εκλάμψεις δαιμονικών δυνάμεων.
Ο Ντέιβιντ Λιντς απεικονίζει στην αρχή πολύ λίγο, αλλά ολοένα και περισσότερο, αυτές τις αστραπιαίες κι εκρηκτικές εκλάμψεις των δαιμονικών δυνάμεων, αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα, όμως τόσο συστηματικά που στο έργο ξεχωρίζει πλέον έντονα μια φανταστική, υπερφυσική θα ’λεγες διάσταση, παράλληλα με τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των κοινωνικών χώρων (σχολείο, σπίτια, εργοστάσιο, αστυνομικό τμήμα κ.ά.). Στο σίριαλ υπάρχουν λαμπεροί κι ελκυστικοί χαρακτήρες (μολονότι μερικές φορές ανήθικοι και ρυπαροί)- επίσης, συναντάμε τη δαιδαλώδη ανάπτυξη μιας λεπτοδουλεμένης, λαβυρινθώδους μυθοπλασίας. Η δομή της σειράς ταιριάζει απόλυτα στις προθέσεις των δημιουργιών, που την αξιοποιούν στο έπακρο (παραγωγός και σκηνοθέτης μερικών επεισοδίων είναι και ο Μαρκ Φροστ, στο στιλ του Λιντς). Έτσι η ρεαλιστική μυθοπλασία, που υπάρχει στο σίριαλ σαν σκελετός της αφήγησής του, χρωματίζεται με φανταστικές, ενίοτε και σουρεαλιστικές αποχρώσεις (βλέπε τα «όνειρα» και τις ενοράσεις των ηρώων και ιδίως του ομοσπονδιακού ντετέκτιβ που στέλνεται για να εξιχνιάσει το αξεδιάλυτο μυστήριο των φόνων των κοριτσιών). Έχουμε ένα κινηματογραφικό σύμπαν κοινωνικών διαστάσεων και ταυτόχρονα ποιητικών και φανταστικών. Πρόκειται για την τοιχογραφία της μικροκοινωνίας μιας βόρειας πόλης των ΗΠΑ, όπου συγκαλυμμένο αναβράζει το «κακό»: διαφθορά, ακολασία, ναρκωτικά, διαστροφές, άσωτα ήθη κρύβονται πίσω από την εξωτερικά κανονική ζωή των μεσοαστών, των μαθητών του Λυκείου και των λαϊκών τύπων της κωμόπολης: άνθρωποι που έχουν το δαίμονα μέσα τους- δαίμονες παντού. Έτσι ο δημιουργός μάς οδηγεί σταδιακά και έντεχνα σε σκηνές Κόλασης και Αποκάλυψης: βίτσια, αιμομιξία, παιδοκτονία, σαδισμός, βιασμοί, φόνοι και σατανισμός.
Ανάμεσα στους ευυπόληπτους πλούσιους κι επιχειρηματίες, τους τοπικούς ανθρώπους του νόμου, τους ενορατικούς οραματιστές (π.χ., Λόρα Μαρς), τους έκφυλους και τους καθωσπρέπει, ερευνά αδιάκοπα κι ακούραστα ο παράξενος, ατσαλάκωτος και ρομαντικός ομοσπονδιακός ντετέκτιβ (ΜακΛάχλαν), μέσω της διαίσθησής του και των ιδιότυπων ενορατικών, τηλεπαθητικών ικανοτήτων του, ανακατεύοντας επικίνδυνα το καζάνι που σιγοβράζει μέχρι να εκραγεί.
Ατίθαση καρδιά
Στην Ατίθαση καρδιά (1990) ο Ντέιβιντ Λιντς είναι πιο λαϊκός παρά ποτέ (γι’ αυτό και βραβεύτηκε). Το φιλμ του είναι λίγο χολιγουντιανό παραμύθι, λίγο παράδοξο, λίγο σουρεαλιστικό, λίγο αφελές. Ο ζοφερός σκηνοθέτης (απόγειο της ζοφερότητάς του αποτελεί η πρώτη ταινία του Eraseheard, 1976) φτιάχνει με την Ατίθαση καρδιά το πιο αισιόδοξο φιλμ του, γιατί έχει για ήρωες δύο ερωτευμένους νέους, ανυπότακτους κι ατίθασους. Στον πυρήνα της σκέψης του Λιντς βρίσκεται η ατάκα της... καλής νεράιδας της ταινίας: «Μη γυρνάς την πλάτη σου στην αγάπη!».
Η Ατίθαση καρδιά είναι ένα νεανικό φιλμ περιπλάνησης, βίας και ελευθερίας, ένα κομμένο στα μέτρα του Χόλιγουντ Με κομμένη την ανάσα. Φιλμ πολύ ερωτικό, εκρηκτικό, έντονα αφηγηματικό κι αρκετά κιτς (ιδίως η κακή πεθερά του ζευγαριού τσακίζει κόκαλα με την κακογουστιά και τη χυδαιότητά της). Η Ατίθαση καρδιά είναι η διαδρομή δύο αγαπημένων εφ’ όρου ζωής, ανάμεσα σε μεγάλα εμπόδια και πλήθος δοκιμασίες, μέσα στους ήχους του σκληρού χέβι μέταλ και του ρομαντικού Έλβις Πρίσλεϊ, μέχρι την τελική λύτρωση. Το γλυκό και θερμό ζευγάρι διασχίζει την τερατώδη κοινωνική κι ανθρώπινη πραγματικότητα, έναν κόσμο άγριο, παραμορφωμένο, ακαταλαβίστικο, ανόητο και γκροτέσκο, μέχρι τη σωτηρία, χάρη στην αγάπη του.
Μπλε βελούδο
Στο Μπλε βελούδο, γυρισμένο το 1986, αρκετά χρόνια πριν από τη Χαμένη λεωφόρο, το Κακό είναι εντελώς γήινο, υπαρκτό και ρεαλιστικό. Προσωποποιείται στο ναρκομανή, σαδιστή εγκληματία που υποδύεται ο Ντένις Χόπερ. Στο Μπλε βελούδο, το κακό φτιαγμένο έτσι ώστε να πατά γερά στα πόδια του στο έδαφος, γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο ρυπαρότερο και απεχθέστερο, δίχως γοητεία, κι απωθητικό.
Το φιλμ είναι ένα επικίνδυνα σαγηνευτικό, ριψοκίνδυνο ταξίδι μύησης ενός τίμιου κι ανήσυχου νεαρού (ΜακΛάχλαν) στην κρυφή και σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας. Ο τυπικός ήρωας των ταινιών του Λιντς, κατά βάση αγνός, είναι στόχος και θύμα ανεξέλεγκτων κι αποτρόπαιων κοινωνικών ή ψυχαναγκαστικών ή μεταφυσικών δυνάμεων. Ο ήρωας μυείται στη σκληρή πραγματικότητα, περνώντας διά πυρός και σιδήρου μέσα από τις εμπειρίες της διαφθοράς και της κόλασης. Μέσα από αυτές τις οδυνηρές εμπειρίες αλλάζει, υφίσταται μια επώδυνη κάθαρση και τελικά βγαίνει αλώβητος και καθαρός.
Ο νεαρός ήρωας του Μπλε βελούδου αγγίζει με τα χέρια του τα σημάδια της διαφθοράς, τα απτά, ζωντανά δείγματά της. Μαγνητίζεται από αυτή, μπαίνει σε πειρασμό κι αποφασίζει να εξερευνήσει ένα βουτηγμένο στο ημίφως μυστηριώδες σπίτι, όπου συμβαίνουν πολλά τερατώδη και παράξενα, ακολουθώντας τα ίχνη μιας βασανισμένης τραγουδίστριας (Ιζαμπέλα Ροσελίνι) που μένει εκεί. Ο Λιντς βρίσκει την ευκαιρία να αποδείξει τη μαεστρία του στη δημιουργία αγωνίας, άφατης φρίκης και μυστηριακής ατμόσφαιρας. Παρακολουθώντας τον ήρωά του εξερευνά τη βρόμικη πλευρά της αμερικανικής ζωής: κακοποιοί, πρεζόνια, σαδομαζοχιστές και λογιών λογιών αμαρτωλοί. Εδώ το κακό δεν έχει πάρει ακόμη τη μορφή του σατανά αλλά του... αποχαλινωμένου Ντένις Χόπερ.