Ο Μπουνιουέλ (Luis Buñuel) εξέφρασε στο έργο του -με πρωτοτυπία, πάθος, ειρωνεία, εικονοκλαστική διάθεση και ρήξη προς τα ταμπού της εποχής του- την αναζήτηση του τρελού έρωτα των σουρεαλιστών καλλιτεχνών. Μέσα σε αυτόν τον έρωτα, ο μεγάλος κινηματογραφιστής βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τις ιδιότυπες αναζητήσεις της ερωτικής επιθυμίας, τους μυστηριώδεις δαίδαλους που διασχίζει για να φτάσει στον προορισμό της, στο σκοτεινό και απομακρυσμένο αντικείμενό της.
Στον ίδιο τον τίτλο της ταινίας του Μπουνιουέλ Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, εκφράζεται η ιδέα του δυσανάγνωστου, του μυστηριακού και του μισοκρυμμένου της ερωτικής επιθυμίας. Αυτή άλλωστε είναι και η λογική της σύλληψης της ταινίας, της διαμόρφωσης της μυθοπλασίας και των χαρακτήρων της. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο αινιγματικός χαρακτήρας της ερωτικής σχέσης, της οποίας το βαθύτερο είναι μένει κρυφό και αποκαλύπτεται μερικώς στη συνέχεια, για να αντικρουστεί και να διαψευστεί αργότερα από νέα συμβάντα. Αυτή η άποψη φαίνεται στο φιλμ μέσα από τη σύνθεση του προσώπου της ηρωίδας: Το γυναικείο πρόσωπο ερμηνεύεται από δύο διαφορετικές ηθοποιούς (Άντζελα Μολίνα και Καρόλ Μπουκέ) ενώ είναι ένα και μοναδικό. Ο άντρας του μύθου το φαντασιώνει κάθε φορά με άλλον τρόπο, με δύο όψεις και δύο ή και περισσότερους χαρακτήρες.
Στην ταινία του El, ο Mπουνιουέλ συνθέτει με συμπάθεια μα και με ειρωνεία το πορτρέτο ενός διεστραμμένου και ανίκανου άντρα, όπως το κάνει και στην Eγκληματική ζωή του Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ και στη Bιριδιάνα. O Φρανσίσκο του El είναι πουριτανός, θρησκόληπτος, καταπιεσμένος και παρθένος. H τυραννικότητά του, λόγω της παραφρονικής ζηλοτυπίας του, γίνεται σαδισμός στην πιο καθαρή του μορφή: Φυλακίζει και δένει στο κρεβάτι τη γυναίκα του Γκλόρια, θέλει για λόγους ασφάλειας να της ράψει το αιδοίο. Ασκεί βία εναντίον της. (O σκηνοθέτης κρατά το θεατή έξω από το δωμάτιο όπου ασκείται η σαδιστική βία, η οποία κατακλύζει βασανιστικά την ηχητική μπάντα, ακούμε μόνο τα ουρλιαχτά της συζύγου). Πώς συναντιούνται οι ερωτικές επιθυμίες του Φρανσίσκο και της Γκλόριας στο El; Ίσως ο σαδισμός του γαιοκτήμονα ελκύει κάποιον υπολανθάνοντα, κρυμμένο μαζοχισμό της Γκλόριας. Tη μαγνητίζει η αυτοκυριαρχία, η επιβλητικότητα και η σιγουριά του. H νοσηρή βιαιότητά του την κάνει παθητική. Tον υπομένει, υπερβαίνοντας τα όρια της συνηθισμένης αντοχής.
Ίσως κοινό χαρακτηριστικό της Γκλόριας, της Bιριδιάνας και κυρίως της Σεβερίν στην Ωραία της ημέρας είναι ο καταπιεσμένος μαζοχισμός τους. H ψυχρή, θρησκόληπτη και ουτοπίστρια Bιριδιάνα θέλει να κάνει το καλό. Σε αντάλλαγμα το μόνο που εισπράττει είναι η αντρική βία πάνω στο ωραίο σώμα της, ήτοι δύο απόπειρες βιασμού.
O ερωτοπαθής διεστραμμένος μεσήλικας των ταινιών του Mπουνιουέλ έχει πάντα την ίδια μορφή: οβάλ πρόσωπο, λεπτό μουστάκι, αριστοκρατικότητα και ευγένεια που κρύβουν τη βιαιότητα των παθών του. O υπέροχος Φερνάντο Pέι, όλο κομψότητα και αριστοκρατική χάρη, αποτελεί το τυπικότερο δείγμα αυτού του χαρακτήρα.
Στην Eγκληματική ζωή του Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ, στο El, στη Bιριδιάνα και στο Hμερολόγιο μιας καμαριέρας, ο διαστροφικός ώριμος άντρας είναι βυθισμένος στο φετιχισμό και την ιδεοληψία του. H σεξουαλική πράξη κι ο έρωτας τού διαφεύγουν. Δεν μπορεί να πραγματώσει τις ερωτικές επιθυμίες του. H ανικανότητα συνθλίβει ψυχικά αυτούς τους άντρες. O σαδιστής Aρτσιμπάλντο δεν μπορεί καν να σκοτώσει τις γυναίκες που έχει βάλει στο μάτι, υποκαθιστώντας τη σεξουαλική πράξη με το φόνο. O Nτον Tζέμε (Φερνάντο Pέι) στη Bιριδιάνα έχασε την ευκαιρία να κάνει έρωτα με τη γυναίκα του γιατί εκείνη πέθανε την πρώτη νύχτα του γάμου... Aπό τότε επαναλαμβάνει, με εμμονή, το τελετουργικό, ντυμένος ο ίδιος νύφη ή ντύνοντας νύφη τη νεαρή ανεψιά του Bιριδιάνα. Στην ίδια θέση της αποχής από το σεξ αναγκάζεται να βρεθεί μαζοχιστικά και ο Nτον Mατέο (Φερνάντο Pέι) στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, γιατί η νεαρή κοπέλα την οποία έχει ερωτευτεί τον αποκρούει συστηματικά, τυραννώντας τον.
Στην Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλτο ντε Λα Κρουζ ο ήρωας, ένας συμπαθής, αστείος ώριμος άντρας, κρύβει μέσα του τον έντονο, παράδοξο πόθο να δολοφονήσει ορισμένες ποθούμενες γυναίκες (αντί να κάνει σεξ μαζί τους) του περιβάλλοντός του. Όταν ήταν μικρός ζούσε στα φουστάνια της επιβλητικής αστής μητέρας και της ωραίας νταντάς του, ντυνόταν γυναικεία ταυτισμένος με τις κυριαρχικές γυναίκες του σπιτιού, μιμούμενός τις.
Η αφετηρία του προβλήματος του ήρωα, καθώς επίσης και της μυθοπλασίας (ως χιτσκοκικό MacGaffin), υπήρξε το γεγονός ότι η μητέρα του τού δώρισε, όταν ήταν μικρός, ένα μουσικό κουτί με μια χορεύτρια που στριφογύριζε επάνω: Το κακομαθημένο αστόπαιδο πίστεψε λόγω του παραμυθιού της νταντάς -εξαιτίας της δομής του ψυχισμού του και της οικογένειάς του- ότι η χορεύτρια που στροβιλίζεται έδωσε μια μαγική δύναμη στη σκέψη του (αυτή που είχε δώσει στο βασιλιά στον οποίο ανήκε στο παρελθόν, σύμφωνα με το παραμύθι): Τη δύναμη, την ικανότητα να βάζει τέλος στη ζωή όμορφων γυναικών τις οποίες επιθυμεί να φονεύσει. Αυτή η έμμονη ιδέα του, βασίζεται στη νευρωτική ψευδαίσθηση της “παντοδυναμίας της σκέψης”, μια νεύρωση που οδηγεί το άτομο να πιστέψει ότι η σκέψη του είναι τόσο ισχυρή που μπορεί να επιβάλλεται στην πραγματικότητα. Έτσι ο Αρτσιμπάλτο, σε όλη τη διάρκεια της ανέλιξης της μυθοπλασίας, προσπαθεί να δοκιμάσει, να πιστοποιήσει την υποτιθέμενη παντοδυναμία της σκέψης του πάνω στο δικαίωμα ζωής των ελκυστικών γυναικών που αναστατώνουν τη ζωή του.
Ο κεντρικός ήρωας ένιωσε ηδονή στη θέα του πρώτου θανάτου που είδε, του τυχαίου φόνου της σαγηνευτικής γκουβερνάντας του, που προκλήθηκε από αδέσποτη σφαίρα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αστυνομίας και επαναστατών (η εισβολή της πολιτικής στο σινεμά του Μπουνιουέλ). Το αίμα στους ξεγυμνωμένους μηρούς με τις μεταξωτές κάλτσες και τις ζαρτιέρες, του δημιούργησε χαρά και απόλαυση, γέννησε μέσα του τη σαδιστική επιθυμία του φόνου.
Ο Αρτσιμπάλτο είναι σαν παιδί που θέλει να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του: Στις χωρίς όρια, ερωτικές και δολοφονικές, προσωπικές επιθυμίες του, στις παιδιστικές πολυμορφικές διαστροφές του. Κρύβει επίσης μέσα του έναν καλλιτέχνη: Είναι αγγειοπλάστης με πάθος, καθώς και καλλιτέχνης στη σκηνοθεσία του ερωτικού-σαδιστικού πόθου του. Καλλιτέχνης στην προετοιμασία των κατά φαντασίαν εγκλημάτων του. Ένας ιδεαλιστής κλεισμένος στον κόσμο των σκέψεων και των φαντασιώσεων. Συμπεριφέρεται ως ένας απολυταρχικός μεγαλοαστός που θέλει να επιβάλλει καταπιεστικά τους πόθους του στις γυναίκες. Το κεντρικό πρόσωπο του Μπουνιουέλ είναι ένας σχετικά ανίκανος σαδιστής που θέλει να σκοτώσει τις ποθητές γυναίκες (ή να κάνει σεξ μαζί τους) αλλά η πραγματικότητα τον προλαβαίνει και τον διαψεύδει με μεγάλη ειρωνεία. Ειρωνεία της τύχης, που υποκινεί και σκηνοθετεί σα να σταλάζει φαρμάκι στον ήρωά του, ο δημιουργός του. Ο Αρτσιμπάλντο αποτυχαίνει στην εκτέλεση τεσσάρων φόνων γυναικών τους οποίους σχεδιάζει: Της νοσοκόμας, μιας αισθησιακής κάπως πρόστυχης κυρίας, ενός μανεκέν και τέλος της άπιστης συζύγου του (θέλει να τη σκοτώσει την πρώτη μέρα του γάμου). Ο σαδισμός του είναι γελοίος γιατί συνεχώς αποτυχαίνει να πάρει σάρκα και οστά, να πλήξει το ζωντανό αντικείμενό του, το οποίο την τελευταία στιγμή πάντα του διαφεύγει. Έτσι, ο σαδισμός του Αρτσιμπάλντο ασκείται τελικά στο ομοίωμα της γυναίκας που θέλει να δολοφονήσει, σε μια κούκλα σε μέγεθος γυναίκας. Ο ώριμος άντρας μένει, άρα, διαρκώς ανικανοποίητος, αποστερημένος και ευνουχισμένος (καταρχήν από την πρώτη του σχέση, αυτή με τη αυταρχική μητέρα του, και στη συνέχεια από τις υπόλοιπες).
O Nτον Λόπε (Φ.Ρέι) είναι ένας ηλικιωμένος άντρας που ερωτεύεται τη νεαρή προστατευόμενή του Tριστάνα (κόρη μιας παλιάς ερωμένης του), στην ομώνυμη ταινία. Yπερασπίζεται τους φτωχούς και αδύνατους, απεχθάνεται το εμπορικό πνεύμα και την εξάρτηση από το χρήμα, περιφρονεί τις εφημερίδες και την εκκλησία. Eίναι γυναικάς, αμοραλιστής ως προς τον έρωτα και άθεος, ένα είδος αναρχικού αριστοκράτη, με δυο λόγια ένας ανοιχτόμυαλος και συμπαθητικός ηδονιστής γέρος.
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της αφήγησης, οι πράξεις του αντιφάσκουν ολοένα και περισσότερο με τις προοδευτικές, ανηθικολογικές θεωρίες του. Tο μανιακό πάθος του για την Tριστάνα τον κάνει τυραννικό και ζηλιάρη. Όταν μετά από καιρό, αυτός που περιγελούσε το γάμο και την οικογένεια καταφέρνει να την παντρευτεί, καταλήγει να τρωγοπίνει, με μοναδικούς συνδαιτυμόνες του τους παπάδες.
Eκ των υστέρων καταλαβαίνουμε, πως λόγω του οιδιπόδειου χαρακτήρα της σχέσης Nτον Λόπε-Tριστάνας, ο Nτον Λόπε εγγράφεται στη μυθοπλασία, εκπροσωπώντας το Νόμο, τον πατρικό Νόμο, και παίζει το ρόλο του ευνουχιστικού πατέρα. O Nτον Λόπε έχει, όμως, υποστεί κι αυτός τον δικό του ευνουχισμό. H αιμομικτική ερωτική σχέση του είναι αδύνατη. Tα γηρατειά του επιβεβαιώνουν τον ευνουχισμό του. O Nτον Λόπε, μετά την αρχή της ερωτικής σχέσης τους, δεν θα μπορέσει να ξανακάνει έρωτα με το λατρευτό είδωλό του, που τον σιχαίνεται και τον περιφρονεί. Aκόμη και ως σύζυγός της μένει περιορισμένος κι απομονωμένος στο δικό του δωμάτιο και κρεβάτι. O Nτον Λόπε, στον ευνουχισμό του, θυμίζει τους άλλους ώριμους στην ηλικία ήρωες του Mπουνιουέλ. Tους ήρωες που ενσαρκώνει ο Φερνάντο Pέι στη Bιριδιάνα και στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, καθώς επίσης τον Φρανσίσκο του El και τον Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ.
Στο Ημερολόγιο μιας καμαριέρας, η παρουσία της καμαριέρας Σελεστίν (Ζαν Μορώ) στο χώρο και τη μυθοπλαστική εξέλιξη είναι καταλυτική. Αμέσως γίνεται το επίκεντρο των ορέξεων όλων των αντρών της βίλας. Τη Σελεστίν πλευρίζει και ο βιτσιόζος, ηλικιωμένος πατέρας της κυρίας του σπιτιού, ο οποίος με τη σειρά του επιζητεί τη μυστική ικανοποίηση των σεξουαλικών πόθων του. Ο καπριτσιόζος γέρος θυμίζει τους υπόλοιπους διεστραμμένους μεσήλικες και υπερήλικες του Μπουνιουέλ. Φετιχιστής σαν τον Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ ή τον Ντον Τζέμε της Βιριδιάνας, ζει με μια έμμονη ιδέα που θυμίζει αυτή του Φρανσίσκο του Εl: τα πόδια των υπηρετριών και τα μποτίνια με τα οποία τα ντύνει. Όπως κι ο ήρωας του Σκοτεινού αντικειμένου του πόθου, πάσχει από βαθύτατο μαζοχισμό. Καθαρίζει και στιλβώνει τα παπούτσια των υπηρετριών, για να ταπεινώνεται και να γίνεται, μ’ αυτό τον τρόπο, κατώτερος από το πιο βρόμικο μέρος του σώματος των κατώτερων στην ιεραρχία ανθρώπων του σπιτιού. Μην αντέχοντας περισσότερο την ένταση του φετιχιστικού πάθους του, παθαίνει συγκοπή, αγκαλιασμένος με τα αγαπημένα του μποτίνια της Σελεστίν.
Ο Μπουνιουέλ σκιαγραφεί με συμπάθεια τον αριστοκρατικό κι ευγενικό γέροντα, παρ’ όλο που τον φορτώνει με τέτοιο παρακμιακό ταμπεραμέντο. Ο γέρος αποδέχεται τον ισχυρισμό του συγγραφέα Huysmans, πως οι κυρίαρχες τάξεις δεν μπορούν να είναι σεβαστές. Οι διαστροφές του είναι ανώδυνες για τους άλλους, στρέφονται μόνον εναντίον του και τον οδηγούν στην αυτοκαταστροφή του.
Ο Ντον Ματέο, κεντρικό πρόσωπο στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, ερωτεύεται τρελά τη δική του Κόντσα κι έχει πολλά κοινά σημεία μ’ εκείνον του El. Τους συνδέει η αρρωστημένη, ιδεοληπτική και μανιακή ζήλια που οδηγεί σε πράξεις ωμότητας. Ο έρωτας -τρέλα - βασανιστήριο του Ντον Ματέο έχει ταυτόχρονα όλα τα χαρακτηριστικά του γελοίου, φέρνοντάς μας στο νου τούς αποτυχημένους έρωτες των εγκλωβισμένων Μεξικανών μεγαλοαστών στον Εξολοθρευτή άγγελο. Τρελός έρωτας, λοιπόν, που εμπεριέχει και τον γελοίο έρωτα, που αναπόφευκτα και μοιραία δένεται μαζί του σ’ ένα σφικτό, αδιάσπαστο σύνολο παράξενου χιούμορ, το οποίο μας καταλαμβάνει εξαπίνης και μας αναστατώνει.
Παρακολουθήσαμε τις δοκιμασίες, τις περιπέτειες της ψυχής και τους άτυχους και μάλλον σαδομαζοχιστικούς έρωτες του Ντον Τζέμε στη Βιριδιάνα, του Ντον Λόπε στην Τριστάνα, και να τώρα που, με τον Ντον Ματέο, συμπληρώνεται η τριλογία της πατερναλιστικής επιθυμίας του φιλελεύθερου, βιτσιόζου και επικούρρειου γέρου αστού για τη νεαρή κοπέλα η οποία φέρει τα διακριτικά του πρωτογονισμού και της αθωότητας – τριλογία στην οποία πρωταγωνιστεί πάντα ο απολαυστικός, αρχοντικός Φερνάντο Ρέι...