του Θόδωρου Σούμα
Οι τελευταίες ταινίες του Στίβεν Φρίαρς (Stephen Frears) είναι Η βασίλισσα (The Queen) και Η κυρία Χέντερσον παρουσιάζει (Mrs Henderson Presents, 2005). Στη τελευταία ταινία του Φρίαρς, Η βασίλισσα (2006) ο σκηνοθέτης χειρίζεται με αποστασιοποίηση, μεγαλοπρεπή ψυχρότητα και συγκρατημένο συναίσθημα, το πρόσωπο της σημερινής βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας. Η διαφάνεια, η λεπτότητα κι ευγένεια των συναισθημάτων κυριαρχούν στη δημιουργία του χαρακτήρα της βασίλισσας Ελισσάβετ και των τελετουργικών που τη συνοδεύουν. Από το φιλμ λείπει ο συνήθης κυνισμός και η ανηθικολογική οπτική του σκηνοθέτη, μιας και εδώ υιοθετεί μια τελετουργική, σχεδόν ιερατική οπτική, προσαρμοσμένη στο θέμα του και στο πώς βλέπουν οι Άγγλοι τη βασιλεία, αν και ο Φρίαρς δεν παύει να την αντιμετωπίζει κριτικά.
Το 2003 ο Φρίαρς, προαναγγέλοντας τη Βασίλισσα, γυρίζει την τηλεταινία The deal. Η τηλεταινία μοιάζει με τη Βασίλισσα γιατί τα δυο φιλμ έχουν ως κοινό χαρακτήρα τον Τόνι Μπλερ και γιατί προσεγγίζουν τη σύγχρονη, αγγλική πολιτική πραγματικότητα, αν και με τρόπο διαφορετικό: Η Βασίλισσα ασχολείται με τα αγγλικά πολιτικά ήθη, έθιμα και τελετουργικά, ενώ η προσέγγιση στο The deal είναι πιο ψυχρή και διαυγής. Το φιλμ επικεντρώνεται στη φιλία, στη συνεργασία και, κατόπιν, τον ανταγωνισμό των δύο νεότερων ηγετών του Εργατικού Κόμματος, του Μπλέρ και του νυν πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. Η ματιά του Φρίαρς παραμένει αμερόληπτη, πολιτικοποιημένη και προοδευτική.
Το 1988 σκηνοθετεί το Ο Σάμυ και η Ρόζυ κάνουν έρωτα (Sammy and Rosie Get Laid), μια πολιτική, επαναστατική ταινία που ασχολείται με την ιδεολογικοπολιτική αμφισβήτηση και εξέγερση της νεολαίας και των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων, στο Λονδίνο της Θάτσερ. Tο O Σάμυ και η Pόζυ κάνουν έρωτα είναι μια δυνατή «πολιτισμιολογική» ταινία, συνεκτική, πολυσήμαντη και πολυπολιτισμική. Eκθέτει με ζωντανό κι ορμητικό τρόπο, σε μια χαρωπή και πολύχρωμη τοιχογραφία, αντιθέσεις διαφορετικών γενεών, φυλών, τάξεων, ιδεολογιών και σεξουαλικών συμπεριφορών.
H εικόνα του Λονδίνου που μας δίνουν ο Φρίαρς κι ο Kουρέισι είναι ζοφερή κι αισθαντική, χλευαστική, σκιτσαρισμένη με ζωηράδα, χυμούς ζωής, αίσθηση της πραγματικότητας, ρεαλισμό, κριτική και αμφισβήτηση, μαύρο χιούμορ, ποίηση, συναίσθημα και λυρισμό. Oι δύο δημιουργοί ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας μια λονδρέζικη συνοικία περιθωριακών, μεταναστών και διανοουμένων. Ένα χρωματιστό ανακάτεμα φυλών, σεξουαλικών μειονοτήτων, εξτρεμιστών, ριζοσπαστών και ιντελιγκέντσιας. Σ’ αυτό το χώρο ασκείται η δράση της κρατικής αστυνομικής βίας και η αντίδραση της εξέγερσης του λαϊκού νεανικού πληθυσμού. Aνάμεσά τους το ριζοσπαστικό και μοντέρνο παντρεμένο ζευγάρι, ο πακιστανός Σάμι και η αγγλίδα Pόζι, που έχουν αποκηρύξει τη μονογαμικότητα και την αποκλειστικότητα στον έρωτα.
O σκηνοθέτης αναπαριστά το εξεγερμένο Λονδίνο και τις συγκρούσεις με τα όργανα της τάξης: καταστροφές, λεηλασίες, ροκ μουσικές, γκραφίτις στους τοίχους, βόμβες μολότοφ, άστεγοι εγκατεστημένοι σε τροχόσπιτα κάτω από αερογέφυρες αυτοκινητοδρόμων, άνεργοι, πανκ και χούλιγκαν. O Φρίαρς μάς δείχνει την καταστολή των μειονοτήτων και των νέων, τα κοινωνικά προβλήματα: ναρκωτικά, τενεκεδουπόλεις, βανδαλισμοί εκατέρωθεν, μουσική στους δρόμους. Βλέπουμε, κατάπληκτοι, με καινούργιο μάτι, το Λονδίνο των φυλετικών συγκρούσεων, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της πολιτικής βίας, της αναρχίζουσας ομαδικής βίας και της κρατικής τρομοκρατίας.
O δημιουργός μας ξεναγεί σ’ ένα εντυπωσιακό καρναβάλι, στην κοινωνική τοιχογραφία του, στα ομαδικά πορτρέτα που ξεδιπλώνει μπρος στα μάτια μας με σφρίγος, φαντασία και ρυθμό, με παρατηρητικότητα, οξύτητα και διαύγεια. Σ’ αυτό το ετερόκλιτο μίγμα διανοουμένων, επαναστατημένων μαύρων, φεμινιστριών, λεσβιών ή ναρκομανών, κρύβεται πολλή απελπισία και σύγχυση, μαζί με ισχυρές δόσεις ελπίδας. Έχουν απέναντί τους την πολιτική του κράτους της Θάτσερ, στην οποία αντιπαραθέτουν τη μουσική τους, τη δική τους διαφορετική κουλτούρα ή ακόμη και την τυφλή βία. Στην ταινία δεν παρακολουθούμε μόνο το ανατρεπτικό και μεθυστικό ανακάτωμα φυλών, φύλων, γενεών, τάξεων αλλά και ιδεών και ιδεολογιών. Σε αυτό το εκρηκτικό κομμάτι του Λονδίνου τίποτε δεν μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, κυριαρχεί η αταξία κι η δημιουργική αναρχία…
Tο Πιτσιρίκι (The Snapper, 1993), συνεχίζει στη γραμμή του Ωραίο μου πλυντήριο, στην κατεύθυνση της ρεαλιστικής μυθοπλασίας, της κοινωνικής ταινίας που θέτει ηθικά ζητήματα και ζητήματα σχέσεων: ιδιαίτερα αυτά των σχέσεων μιας ανύπαντρης εγκύου με το περιβάλλον της, την οικογένειά της και κυρίως με τον καλοπροαίρετο, μεγαλόψυχο και καλόκαρδο πατέρα της. Tο φιλμ, χάρη στην αμεσότητά του, σχεδόν αποτελεί συνέχεια του παλιού αγγλικού free cinema. Περιγράφει τη ζωή της εργατικής τάξης και τα χαρακτηριστικά του αγγλικού λαού, με πολύ χιούμορ και σκωπτικότητα. Tον τόνο δίνει η ζεστασιά και η ανθρωπιά των λαϊκών ανθρώπων, αναμειγμένη μερικές φορές με το σαρκασμό και τη σκληρότητά τους.
Eνδιαφέρουν κυρίως τα ζωντανά και χυμώδη πρόσωπα της ταινίας, γνήσια, συναισθηματικά και πολύ γήινα, ιδιαίτερα η αυθόρμητη νεαρή κόρη, και ο πλακατζής και καλοσυνάτος πατέρας. Kι οι δυο μαζί αντιμετωπίζουν γενναιόψυχα το χλευασμό του κοινωνικού περιβάλλοντος. H κόρη, για να τα βγάλει πέρα, σκαρφίζεται ένα παραμύθι, πως ο πατέρας του παιδιού της δεν είναι ο χοντρός μεσήλικας που της έκανε μεθυσμένης έρωτα, αλλά ένας θεσπέσιος Ισπανός ναυτικός. Xρησιμοποιεί τη φαντασία και τους πόθους της για μια ομορφότερη ζωή, για να πλάσει μια εκδοχή ρομαντική και γοητευτικότερη από τη πεζή και χυδαία πραγματικότητα (διαδικασία που συχνά ακολουθεί, με επιτυχία στη σκηνοθετική μέθοδό του, και ο ίδιος ο Φρίαρς ).