Πρόσωπο εμβληματικό της δεκαετίας του 60, η Brigitte Bardot υπήρξε η απάντηση της Γαλλίας στις αγγλοαμερικανικές εικόνες μοντέλων τύπου Twiggy, Verushka σχετικά με το πρότυπο της σέξι γυναίκας. Μια απάντηση χυμώδης και μεσογειακή, αφού η εικόνα της χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν έκλυτη σεξουαλικότητα. Αυτή η εικόνα της Brigitte Bardot οικοδομήθηκε στην ταινία Et Dieu... créa la femme του Roger Vadim, μια ταινία όχημα της σαγήνης και της γοητείας της. Μια εναλλακτική εκδοχή και πολύ πιο ουσιαστική της εικόνας της υπήρξε η ταινία Le Mépris του Jean-Luc Godard, όπου υποδύεται τη σύζυγο του ενός σεναριογράφου. Όπως αναφέρει σε ένα κείμενο του ο Terrence Rafferty: «Το σώμα της Bardot, στην πρώτη σκηνή αλλά και στις καταληκτικές σκηνές της ταινίας, είναι ένας φυσικός κόσμος με τον οποίο κανείς δεν φαίνεται αρκετά ικανός να εναρμονιστεί, ή να τον δει στην ολότητα του, ως αμετάκλητα πραγματικό».
Με 48 ταινίες στο ενεργητικό της και περισσότερα από 80 τραγούδια σε 21 έτη καριέρας, η Μπριζίτ Μπαρντό/ Brigitte Bardot, πασίγνωστη επίσης με τα αρχικά της, BB («Μπεμπέ»), είναι μια από τις γνωστότερες Γαλλίδες καλλιτέχνιδες παγκοσμίως.
Η Μπριζίτ Μπαρντό γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, στο νούμερο 5 της Πλατείας Βιολέ, στο 15ο διαμέρισμα της πόλης. Καταγόμενη από ένα αστικό περιβάλλον, με πατέρα βιομήχανο, ιδιοκτήτη των εργοστασίων Μπαρντό, και μητέρα που ασχολούνταν με οικιακά, η νεαρή Μπριζίτ έλαβε αυστηρή μόρφωση στο πλευρό της αδερφής της, Μαρί-Ζαν. Από πολύ μικρή, έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για τον κλασικό χορό και έκανε τα πρώτα της βήματα σε ηλικία 7 ετών, στα cours Bourgat.
Το 1949, μπαίνει στο Ωδείο του Παρισιού από όπου παίρνει την πρώτη της τιμητική διάκριση. (…) Το 1949, σε ηλικία 15 ετών, προσελήφθη από τη διευθύντρια των περιοδικών ELLE και Le Jardin des Modes, Ελέν Λαζαρέφ, στενή φίλη της μητέρας της. Πολύ σύντομα, η Μπριζίτ προήχθη σε μασκότ του περιοδικού ELLE, στο οποίο και έκανε εξώφυλλο το 1950.
Χάρις σε αυτό το εξώφυλλο, ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεγκρέ την ξεχώρισε και της πρότεινε ένα ρόλο στην επόμενη ταινία του, «Les lauriers sont coupés». Η ταινία τελικά δε γυρίστηκε, μα χάρις σε αυτή την περίσταση η Μπριζίτ γνώρισε έναν νέο βοηθό, τον Ροζέ Βαντίμ. Από τότε οι δύο ερωτευμένοι, εκείνη μόλις 15 ετών, εκείνος περίπου 22, έγιναν αχώριστοι.
(…) Το 1952, ο σκηνοθέτης Ζαν Μπογιέ της προσέφερε ένα μικρό ρόλο, τον πρώτο της, στην ταινία «Le trou normand» με τον Μπουρβίλ. (…) Λίγο αργότερα, ο Γουιλί Ροζιέ της προσφέρει το δεύτερο ρόλο της στην ταινία «Manina la fille sans voiles». Έχοντας φτάσει πλέον σε ηλικία 18 ετών, πατέρας της δίνει τη συγκατάθεσή του για να παντρευτεί με τον Ροζέ Βαντίμ. Ο γάμος τελέστηκε στη εκκλησία του Πασί, στις 21 Δεκεμβρίου 1952.
Αλλά ήταν το 1956, σε ηλικία 22 ετών, που μπήκε στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου και έγινε διεθνές σύμβολο του σεξ, χάρις στο φιλμ του Ροζέ Βαντίμ «Και ο Θεός... έπλασε τη γυναίκα»/ Et Dieu... créa la femme. Υποδύθηκε τη Ζυλιέτ Αρντί, απέναντι στους Κουρτ Γιούργκενς, Κριστιάν Μαρκάν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ο Βαντίμ οριοθέτησε με τα παρακάτω λόγια το χαρακτήρα της Μπαρντό: «Ήθελα διαμέσου της Μπριζίτ, να αναπαραστήσω το κλίμα της εποχής, η Ζυλιέτ είναι ένα κορίτσι των καιρών της, που αποτινάσσει κάθε συναίσθημα ενοχής, κάθε ταμπού που της επιβάλλει η κοινωνία και της οποίας η σεξουαλικότητα είναι παντελώς απελευθερωμένη. Στην προπολεμική λογοτεχνία και τα φιλμ, θα την είχαν χαρακτηρίσει πόρνη. Στην εν λόγω ταινία, είναι μια πολύ νέα γυναίκα, γενναιόδωρη, καμιά φορά ανισόρροπη, και τελικά ασυγκράτητη, που δεν έχει καμιά άλλη δικαιολογία παρά τη γενναιοδωρία της». Όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία, το φιλμ είχε μέτρια επιτυχία, αλλά το 1957, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, όπου έκανε μεγάλη εντύπωση και ξεκίνησε μια αλυσίδα παθών και επιθέσεων (κυρίως από τη λογοκρισία). Απαγορεύτηκε η προβολή της σε μερικές Πολιτείες, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία. Και ήταν αυτή η ώθηση από την Αμερική που εξαπλώθηκε και στη Γαλλία, μετατρέποντας την ταινία σε θρίαμβο. Αυτή η ταινία ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο προς τη Μπριζίτ από τον Βαντίμ. Χώρισαν λίγους μήνες μετά, με την Μπαρντό να εμφανίζεται στο πλάι του Ζαν Λουί Τρεντινιάν.
Έκτοτε δημιουργείται ο μύθος B.B.: ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά, πολύ μακριά, γεμάτα μπούκλες και σκάλες, ή ακόμη η διάσημη κόμμωση «choucroute» (ξινολάχανο). Μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, κόκκινα χείλη ή ροζ οριοθετημένα με ένα ίχνος ασορτί κραγιόν. Ρούχα σέξυ και εφαρμοστά, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες, τζιν, Τ-shirt, ή ακόμη το διάσημο μπικίνι που έκανε μόδα. Επιπροσθέτως, διάσημες προσωπικότητες όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ζαν Κοκτώ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ δείχνουν ενδιαφέρον για εκείνη και της αφιερώνουν άρθρα. Η «μπαρντολατρία» είναι πλέον γεγονός.
Η Μπριζίτ Μπαρντό πραγματοποίησε μια απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, στις 28 Σεπτεμβρίου 1960. Έχοντας πέσει σε κώμα, επέζησε από θαύμα. Το 1962, ξεκινά την πρώτη της μάχη υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, θέτοντας τον εαυτό της στη μάχη κατά του επώδυνου πιστολιού που χρησιμοποιούταν για τη θανάτωση των ζώων στα σφαγεία.
(…) Το 1963, στα 27 της χρόνια, γυρίζει το κινηματογραφικό αριστούργημα, «Η Περιφρόνηση», του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, με τον Μισέλ Πικολί και τον Τζακ Πάλανς στο Κάπρι. Την εποχή της η ταινία έγινε δεκτή με μεικτές κριτικές. Η ίδια ομολόγησε αργότερα πως ποτέ δεν κατάλαβε αληθινά το πνεύμα του Γκοντάρ, μα πως διασκέδασε κάνοντας την ταινία. Ο Πικολί είπε για τη Μπαρντό, πως από την αρχή του εγχειρήματος ήταν χαρούμενη που ένας μεγάλος σκηνοθέτης της ζήτησε να δουλέψουν μαζί, και πως γνώριζε καλά τι απαιτήσεις θα είχε από εκείνη. Αλλά πως την ίδια στιγμή υπήρχε κάτι το ανατρεπτικό στους τρόπους της, τη ραθυμία της, την ανυπαρξία ανάγκης να προσπαθήσει.
Το 1970, ο Μισέλ Ντεβίλ την παρουσιάζει χαρωπή και δραστήρια στην ταινία «L'Ours et la Poupée» στο πλάι του Ζαν Πιερ Κασσέλ (πατέρα του ηθοποιού Βενσάν Κασέλ). Το 1971, η Μπαρντό εμφανίζεται στην ταινία «Η λεωφόρος των λαθρεμπόρων», του Ρομπέρ Ενρικό με τον Λίνο Βεντούρα, η υπόθεση της οποίας εξελίσσεται στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης. Την ίδια χρονιά γυρίζει στο πλάι της Κλαούντια Καρντινάλε την ταινία «Les pétroleuses», του σκηνοθέτη Κριστιάν Ζακ, ένα κωμικό γουέστερν. Αυτές οι τρεις ταινίες ήταν οι τελευταίες κινηματογραφικές επιτυχίες της ηθοποιού.
Το 1973, έχοντας ολοκληρώσει τα γυρίσματα για την τελευταία της ταινία, «L'Histoire très bonne et très joyeuse de Colinot trousse-chemise», της Νίνα Κομπανίζ, μετά από 21 χρόνια καριέρας, 50 ταινίες και 80 τραγούδια, μην αντέχοντας πλέον την υπερέκθεσή της στα μίντια και το ίδιο το σινεμά, η Μπριζίτ Μπαρντό αποσύρθηκε οριστικά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Αποφάσισε να αφοσιωθεί πλέον σε ένα άλλο πάθος που είχε φωλιάσει μέσα της από καιρό: την υπεράσπιση των ζώων.
Κάποια χρόνια πριν είχε δηλώσει: «Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν».
(αποσπάσματα από άρθρο της wikipedia. πηγή δελτίο τύπου)