Γεννημένη το 1950 στο Βέλγιο, η Chantal Akerman ανήκει στην πρώτη γενιά γαλλόφωνων σκηνοθετών που εμφανίσθηκε μετά τη γαλλική Nouvelle Vague. Το έργο της ενσωματώνει όλες τις καινοτομίες και τους νεωτερισμούς της δεκαετίας του 60 τόσο στην θεματική των ταινιών όσο και στην φόρμα. Πολύ συχνά αρνείται τις ευκολίες του αφηγηματικού σινεμά επιλέγοντας τις ελευθερίες στην φόρμα του πειραματικού σινεμά. Το σινεμά της Akerman συχνά βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα στην μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ.
Καθοριστική για την ενασχόληση της με τον κινηματογράφο υπήρξε η παρακολούθηση μιας ταινίας. Η Chantal Akerman αφηγείτα: «Μ’ ενδιέφερε περισσότερο η λογοτεχνία. Ήθελα να γίνω συγγραφέας. Όταν είδα την ταινία του Godard Pierrot Le Fou είχα την αίσθηση ότι αυτή ήταν τέχνη και ότι παρόμοια θα μπορούσα να εκφραστώ. Ήταν το 1965 και είχες την αίσθηση ότι οι εποχές άλλαζαν. Αυτό το πνεύμα της εποχής ο Godard το απεικόνιζε: ελευθερία, ποίηση και μια άλλη μορφή έρωτα. Βγήκα από το σινεμά και είπα «θέλω να κάνω ταινίες».»
Εγκαταλείποντας τις σπουδές της στην κινηματογραφική ακαδημία των Βρυξελών η Akerman σε ηλικία 18 χρόνων γύρισε την πρώτη της μικρού ταινία με τίτλο Saute ma ville. Σ’ αυτήν θα βρούμε μια σειρά από θεματικές που θα την απασχολήσουν σ’ όλη την καριέρα της: η απομόνωση ή ο εγκλεισμός ως μια στάση ζωής, ιδιαίτερα των γυναικών. Όπως συμβαίνει και με την νοικοκυρά στην ταινία Jeanne Dielman, ταινία που σύστησε την σκηνοθέτιδα σ’ ένα διεθνές κοινό. Σ’ αυτήν την διάρκειας 3 και μισή ωρών ταινία ο θεατής βυθίζεται μέσα στη μονοτονία της καθημερινής πραγματικότητας του κεντρικού χαρακτήρα, ως να βιώνει κάποιου είδους υπερβατικής εμπειρίας. Ήταν ακριβώς αυτή η ταινία – το Jeanne Dielman, 23 Quai du Commerce,1080 Bruxelles (1975), όπως είναι ο πλήρης της τίτλος- που τοποθέτησε την Akerman στο χώρο του «γυναικείου σινεμά»: η New York Times χαρακτήρισε την ταινία στην πρώτη προβολή της ως «το πρώτο φεμινιστικό αριστούργημα».
Η φιλμογραφία της είναι γεμάτη απο πορτραίτα γυναικείων χαρακτήρων που βρίσκονται σε μια κατάσταση περιορισμού: σ' αυτην την κατηγορία ανήκουν εκτός της Jeanne Dielman μεταξύ άλλων και τα Les Rendez-vous d'Anna (1978), Portrait d'une jeune fille de la fin des années 60 à Bruxelles (1993).
Σχετικά με τη θεματική του εγκλεισμού που διατρέχει όλο η Chantal Akerman δηλώνει: «Η φυλακή είναι παρούσα σ’ όλο μου το έργο. Όπως στο La Captive και στην Jeanne Dielman. Και οι δύο γυναίκες σ’ αυτές τις ταινίες είναι στην φυλακή τους, τη χρειάζονται για να επιβιώσουν».
Μια άλλη εμμονή της Akerman είναι η Αμερική αφού κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο έργο της. Ιδιαίτερα η Νέα Υόρκη (News from Home (1976): εκεί όχι μόνο ήρθε σε επαφή με το έργο σκηνοθετών του πειραματικού σινεμά όπως οι Michael Show, Jonas Mekas, αλλά και επειδή το αστικό (και όχι μόνο) τοπίο της πόλης κατέχει κεντρική στο έργο της. (Hotel Monterey 1972).
Ο τρόπος που η Akerman ταυτίζεται με τους χαρακτήρες των ταινιών της εκφράζεται με πλάνα στατικά μεγάλης χρονικής διάρκειας που χαρακτηρίζονται από μια επιμέλεια στη σύνθεση τους. Ο θεατής τίθεται στην θέση ενός απόμακρου παρατηρητή -και εκεί ούτε αμέτοχος ψυχολογικά είναι, ούτε όμως επενδύει συναισθηματικά.
Παρόμοιας φύσης είναι και η εμπειρία θέασης μιας τριλογίας ταινιών-ντοκιμαντέρ που ασχολούνται η μεν πρώτη με τη ζωή στην Ανατολική Ευρώπη (D’ est, 1993), το νότο των ΗΠΑ (Sud, 1999) και τα σύνορα ΗΠΑ –Μεξικού (Del’ autre cote, 2002). Εδώ η ανθρώπινη ζωή απεικονίζεται με φόντο το χώρο σε όλες τους τις διαστάσεις (κοινωνικές ή άλλες).
Η ταινία Sud (1999) επρόκειτο να είναι ένας στοχασμός πάνω στην ομορφιά του αμερικανικού Nότου, εμπνευσμένη από την αγάπη της Akerman για τον Oυίλιαμ Φόκνερ και τον Tζέιμς Mπάλντουιν. Tα πράγματα, όμως, άλλαξαν, μετά από ένα ρατσιστικό έγκλημα που έγινε λίγες μέρες πριν από την άφιξή της. Η ταινία ερευνά μια φρικτή ρατσιστική δολοφονία και εξετάζει το αντίκτυπό της στην κοινότητα. Oι χαρακτηριστικά στατικές λήψεις της Aκερμάν, με την κλασική τους σύνθεση, μοιάζουν μετέωρες στο χρόνο, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της διάρκειάς τους, αλλά και εξαιτίας του ιστορικού βάρους των γεγονότων που εξιστορούνται. H Akerman δηλώνει σχετικά: "Πώς συμβαίνει και η σιωπή του Nότου να γίνεται τόσο βαριά και τόσο απειλητική τόσο ξαφνικά; Πώς συμβαίνει τα δέντρα και η φύση ολόκληρη να αποπνέουν τόσο έντονα θάνατο, αίμα και το βάρος της Iστορίας; Πώς ανακαλεί το παρόν το παρελθόν; Kαι πώς συμβαίνει το παρελθόν αυτό να σε καταδιώκει και να σε βασανίζει, καθώς περιδιαβαίνεις ένα έρημο χωράφι ή έναν χωματόδρομο;"
Ο χώρος της πόλης–το αστικό (και όχι μόνο) τοπίο - και τα ήθη του κατέχει πάντα μια σημαντική θέση στο έργο της Akerman ακόμα και σε ταινίες που χαρακτηρίζονται από άλλου τύπου προσεγγίσεις –πιο συμβατικές στη φόρμα- όπως είναι οι αστικές κωμωδίες Un divan a New York (1996) και Demain on demenage (2004).
(το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα της Viennale 2011 στη σκηνοθέτιδα. πηγή δ.τ.)